...δέν περνούσε αποπάνω της ή πνοή του Όμήρου;
Μιά ωραία γυναίκα, οπως αναρίθμητες άλλες, πού πέρασαν άπό
τη γης καί χάθηκαν.
Θά τήν έκλεψαν, οπως κλέφτουν άκόμα συχνά τις έμορφες κοπέλες στά βουνίσια χωριά μας. Κι άν άκόμα ή αρπαγή αυτή άναψε πόλεμο, όλα, καί πόλεμος καί γυναίκα καί σφαγή, θά χάνουνταν αν δέν άπλωνε τό χέρι του νά τά σώσει ό Ποιητής. Στον ποιητή χρωστάει τή σωτηρία της ή Ελένη.
Τό χαμόγελο της Ελένης είναι περεχυμένο σέ όλο σπαρτιάτικον άγέρα.
Κι άκόμα έτουτο:
Ή Ελένη μπήκε σα στο αίμα μας, τη μετάλαβαν ολοι οί άντρες όλες οί γυναίκες άντιφέγγουν άκόμα από τή λάμψη της.
Έγινε ερωτική κrαυγή ή 'Ελένη, διαπερνάει τούς αιώνες και ξυπνάει στόν καθε άντρα τή λαχτάρα του φιλιού καί της διαιώνισης καί μεταμορφώνει σέ Ελένη
καί τήν πιο ασήμαντη γυναικούλα που αγκαλιάζουμε.
Ή έπιθυμία παίρνει, άς είναι καλά ή βασίλισσα έτούτη της Σπάρτης, ύψηλούς τίτλους εύγένειας, κι ή μυστική νοσταλγία κάποιου χαμένου εναγκαλισμού γλυκαίνει μέσα μας το κτήνος. Κλαίμε, φωνάζουμε, κι ή Ελένη ρίχνει βοτάνι μαγικο στό ποτήρι πού πίνουμε, κι άποξεχνούμε τόν πόνο κρατάει στό χέρι ένα λουλούδι, κι ή μυρωδιά του άλαργαίνει τά φίδια, αγγίζει τ’ άσκημα παιδιά κι όμορφαίνουν καβαλάει τον τράγο της θυμέλης, σαλεύει τό πόδι της μέ τό λυτό σανδάλι, κι άλάκερος ό κόσμος γίνεται άμπελος.
Ό γέρο ποιητής ό Στησίχορος μιά μέρα ξεστόμισε άσκημο λόγο γι’ αύτή μιάν ώδή του- κι εύτύς έχασε τό φως του- τρέμοντας τότε, μετανιωμένος, πήρε τή λύρα του, στάθηκε όμπρός στους Έλλνες σ’ ένα μεγάλο πανηγύρι καί τραγούδησε
τήν ξακουστή παλινωδία:
Δέν είναι άλήθεια ό λόγος μου γιά σένα, ’Ελένη
και δέν έμπήκες συ μες στα γοργά καράβια
μήτε έφτασες στό κάστρο έσυ ποτέ τής Τροίας.
Κι έκλαψε σηκώνοντας ψηλά τά χέρια’ κι όλομεμιας, βουτημένο στά δάκρυα,
τό φως κατέβηκε στις κόχες των ματιών του.
Μιά ωραία γυναίκα, οπως αναρίθμητες άλλες, πού πέρασαν άπό
τη γης καί χάθηκαν.
Θά τήν έκλεψαν, οπως κλέφτουν άκόμα συχνά τις έμορφες κοπέλες στά βουνίσια χωριά μας. Κι άν άκόμα ή αρπαγή αυτή άναψε πόλεμο, όλα, καί πόλεμος καί γυναίκα καί σφαγή, θά χάνουνταν αν δέν άπλωνε τό χέρι του νά τά σώσει ό Ποιητής. Στον ποιητή χρωστάει τή σωτηρία της ή Ελένη.
Τό χαμόγελο της Ελένης είναι περεχυμένο σέ όλο σπαρτιάτικον άγέρα.
Κι άκόμα έτουτο:
Ή Ελένη μπήκε σα στο αίμα μας, τη μετάλαβαν ολοι οί άντρες όλες οί γυναίκες άντιφέγγουν άκόμα από τή λάμψη της.
Έγινε ερωτική κrαυγή ή 'Ελένη, διαπερνάει τούς αιώνες και ξυπνάει στόν καθε άντρα τή λαχτάρα του φιλιού καί της διαιώνισης καί μεταμορφώνει σέ Ελένη
καί τήν πιο ασήμαντη γυναικούλα που αγκαλιάζουμε.
Ή έπιθυμία παίρνει, άς είναι καλά ή βασίλισσα έτούτη της Σπάρτης, ύψηλούς τίτλους εύγένειας, κι ή μυστική νοσταλγία κάποιου χαμένου εναγκαλισμού γλυκαίνει μέσα μας το κτήνος. Κλαίμε, φωνάζουμε, κι ή Ελένη ρίχνει βοτάνι μαγικο στό ποτήρι πού πίνουμε, κι άποξεχνούμε τόν πόνο κρατάει στό χέρι ένα λουλούδι, κι ή μυρωδιά του άλαργαίνει τά φίδια, αγγίζει τ’ άσκημα παιδιά κι όμορφαίνουν καβαλάει τον τράγο της θυμέλης, σαλεύει τό πόδι της μέ τό λυτό σανδάλι, κι άλάκερος ό κόσμος γίνεται άμπελος.
Ό γέρο ποιητής ό Στησίχορος μιά μέρα ξεστόμισε άσκημο λόγο γι’ αύτή μιάν ώδή του- κι εύτύς έχασε τό φως του- τρέμοντας τότε, μετανιωμένος, πήρε τή λύρα του, στάθηκε όμπρός στους Έλλνες σ’ ένα μεγάλο πανηγύρι καί τραγούδησε
τήν ξακουστή παλινωδία:
Δέν είναι άλήθεια ό λόγος μου γιά σένα, ’Ελένη
και δέν έμπήκες συ μες στα γοργά καράβια
μήτε έφτασες στό κάστρο έσυ ποτέ τής Τροίας.
Κι έκλαψε σηκώνοντας ψηλά τά χέρια’ κι όλομεμιας, βουτημένο στά δάκρυα,
τό φως κατέβηκε στις κόχες των ματιών του.
Νίκος Καζαντζάκης : «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΡΕΚΟ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου