Το δελτίο πρόγνωσης καιρού από χθες το απόγευμα
προειδοποιούσε για καύσωνα.Το μπαλκόνι, παρά τις τέντες και τα μεσογειακά λουλούδια του,
θύμιζε αφρικανικό νταμάρι εξόρυξης.
Κοίταξα δεξιά-αριστερά πίσω από τις τέντες.
Ψηλά, ο Παρθενώνας στη θέση του, και γύρω του μικρές κουκίδες
με πολύχρωμα καπέλλα.
Κάτω, πούλμαν το ένα μετά το άλλο περίμεναν να ξεφορτώσουν για Ακρόπολη
και τα γειτονικά κακόγουστα “Greek Art” μαγαζιά, με τα τσολιαδάκια
και τη γύψινη εκδοχή όλων των θεών και ηρώων της Ελληνικής Μυθολογίας,
τους φορείς συναλλάγματος που όλοι περιμέναμε να βγάλουν την χώρα από
την κρίση. Την βαθειά οικονομική κρίση που σπάρασσε εδώ και πέντε χρόνια
όλο τον Ευρωπαϊκό Νότο.
Η μέρα δεν ήταν για γραφείο. Άλλωστε τέλη Ιουλίου, ακόμα και στη προ κρίσης
εποχή, η Δικαιοσύνη δεν είχε απλώς κλειστά τα μάτια.
Είχε περιπέσει σε μακρά θερινή ραστώνη, όσο αφορά, τουλάχιστον, την διαδικασία.
Μοναδική εξαίρεση ήταν, απ’ ότι θυμάμαι, ο Ιούλιος – Αύγουστος της ομαδικής φαντασίωσης του 2004. Τότε μόνο όλα τέτοιο καιρό στην Αθήνα δούλευαν,
ή έτσι νόμιζαν, πάση δυνάμει.
Ντύθηκα ελαφρά με ανοιχτόχρωμα λινά ρούχα, τα ανατομικά ελαφρά παπούτσια πεζοπορίας, έβαλα το panama καπέλλο μου, πήρα το σακκίδιο μου και αποφάσισα,
για μια άλλη φορά, να κάνω μια από τις αποδράσεις που συνήθιζα να κάνω,
όλο το χρόνο, όταν δεν είχα διάθεση να πάω γραφείο.
Όταν ασκείς επάγγελμα που απαιτεί νοητική παραγωγή, η απλή σωματική
παρουσία στο χώρο εργασίας, μπορεί να προξενήσει μεγαλύτερη βλάβη
σε μια υπόθεση, από την παντελή απουσία.
Ανέβηκα στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κάθησα να ξαποστάσω κάτω από
ένα πυκνό πλάτανο. Το τσιγάρο είχε επιφέρει έλλειψη αντοχής.
Ευτυχώς, ακόμη μόνο, στην ταχεία πεζοπορία.
Κατευθύνθηκα προς την Αποστόλου Παύλου, σταμάτησα στα
σκαλιά του Ηρωδείου.
Ένα group, Κινέζων θαρρώ, από την εξαιρετική στοιχειοθεσία τους
στους 39 βαθμούς κελσίου, αλλοιώς δεν ξεχωρίζω τις εθνικότητες της κίτρινης
φυλής, τραβούσε με υπερσύγχρονες φωτογραφικές μηχανές πανοραμικές
φωτογραφίες του Ηρωδείου με τον Παρθενώνα.
Μου προκάλεσε εντύπωση ότι φωτοφράφιζαν χωρίς να μπαίνουν οι ίδιοι
στις φωτογραφίες. Μόνο τον χώρο.
Συνέχισα την πορεία μου εμπρός από τον θρυλικό θερινό κινηματογράφο
«Θησείον», έπαιζε απόψε “τα Πουλιά” του Άλφρεντ Χίτσκοκ και μετά
απλωνόταν η μεγάλη πεδιάδα από καφετέριες.
Ένα συνονθύλευμα από τουρίστες διψασμένους, όλων των φυλών και χρωμάτων,
και βαριεστημένα ελληνόπουλα και των δύο φύλων, που αναγκαστικά έχουν μείνει
στη πόλη. Άλλα από έλλειψη χρημάτων, άλλα από γιατί δεν είχαν “κατοχυρώσει έτος”,
όπως χαρακτηριστικά λέγαμε στα χρόνια της φοιτητικής ξεγνοιασιάς μας.
Πάντως τα παιδιά ήταν αναγκασμένα να είναι εδώ και όχι διακοπές.
Φαινόταν στο βλέμμα τους, στο γέλιο τους.
Δεν ήταν βλέμμα, ούτε γέλιο εφηβείας.
Έβλεπα κάτι άλλο που με έθλιβε.
Για εκείνα, όχι για μένα και τα στερεοτυπικά κριτήριά μου.
Έφθασα στον Κεραμεικό, έβγαλα εισιτήριο και μπήκα στον αρχαιολογικό χώρο.
Μόνο τουρίστες !
Ποιος τρελλός θα επισκεπτόταν ανοιχτό αρχαιολογικό χώρο με 39 βαθμούς !
Ξεκίνησα από το μικρό μουσείο του χώρου.
Τώρα λέγοντας μικρό, για τα δικά μας μέτρα.
Στην κεντρική Ευρώπη μόνο με αυτά τα ευρήματα, οι εταίροι μας θα είχαν
κατασκευάσει Μουσείο αντιστοίχου μεγέθους του μουσείου της Περγάμου
στο Βερολίνο ή του Βρεττανικού Μουσείου στο Λονδίνο.
Αυτά που εμείς έχουμε στις αποθήκες, ως ήσσονος αρχαιολογικής σπουδαιότητος
ή «πεταμένα» στους εξωτερικούς χώρους, στην Κεντρική Ευρώπη θα ήταν
σε περίοπτες προθήκες και εξώφυλλα στις διαφημιστικές τουριστικές μπροσούρες
σε όλο τον κόσμο.
Στάθηκα εμπρός στον Δεξίλεω.
Κοίταγα αχόρταγα την έκφραση του προσώπου του.
Την παράσταση και το στήσιμο του κορμιού του.
Προσπαθούσα να τον αντικρύσω κατάματα στην Εποχή του.
Λοξά απέναντί του μια έφηβη κόρη με τράβηξε με το μειδίαμά της.
Στάθηκα πολύ απέναντί της, σε απόσταση αναπνοής, σε απόσταση χιλιετιών.
Παρατηρούσα το βλέμμα της, το σχήμα και τον σχηματισμό των χειλιών της.
Με έπιασε ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος. Σκέφθηκα τον καύσωνα,
μετά πιθανότητα εμφράγματος.
Βγήκα έξω αμέσως, ήπια λίγο νερό και άναψα ένα τσιγάρο.
Θυμήθηκα τον στίχο του Άλκη Αλκαίου με μουσική Θάνου Μικρούτσικου
του τραγουδιού του Μητροπάνου :
“…Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι…”
Δάκρυσα.
Οι γύρω τουρίστες νόμιζαν ότι είναι ο ιδρώτας του καύσωνα, δεν έδωσε
κανείς σημασία.
Τα δάκρυα έτρεχαν ακατάσχετα.
Κοίταγα αχόρταγα την έκφραση του προσώπου του.
Την παράσταση και το στήσιμο του κορμιού του.
Προσπαθούσα να τον αντικρύσω κατάματα στην Εποχή του.
Λοξά απέναντί του μια έφηβη κόρη με τράβηξε με το μειδίαμά της.
Στάθηκα πολύ απέναντί της, σε απόσταση αναπνοής, σε απόσταση χιλιετιών.
Παρατηρούσα το βλέμμα της, το σχήμα και τον σχηματισμό των χειλιών της.
Με έπιασε ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος. Σκέφθηκα τον καύσωνα,
μετά πιθανότητα εμφράγματος.
Βγήκα έξω αμέσως, ήπια λίγο νερό και άναψα ένα τσιγάρο.
Θυμήθηκα τον στίχο του Άλκη Αλκαίου με μουσική Θάνου Μικρούτσικου
του τραγουδιού του Μητροπάνου :
“…Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι…”
Δάκρυσα.
Οι γύρω τουρίστες νόμιζαν ότι είναι ο ιδρώτας του καύσωνα, δεν έδωσε
κανείς σημασία.
Τα δάκρυα έτρεχαν ακατάσχετα.
Για το ζωντανό χαμόγελο και βλέμμα ενός νεκρού Εφήβου και μιας νεκρής Κόρης,
άλλης Εποχής,καιτο πεθαμένο βλέμμα και χαμόγελο των ζωντανών παιδιών μας
στις καφετέριες της Εποχής μας.
άλλης Εποχής,καιτο πεθαμένο βλέμμα και χαμόγελο των ζωντανών παιδιών μας
στις καφετέριες της Εποχής μας.
Παρήγγειλα ένα υποβρύχιο να γλυκάνω τον πόνο μου, ίσως και να τον δροσίσω.
© Xρήστος Λαζαρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου