Η αρχαία ελληνική λέξη ἄγαλμα είναι πολύ παλιά, ήδη ομηρική.
Βγαίνει από το ρήμαἀγάλλομαι, που σημαίνει χαίρομαι.
Την συναντάμε στην ομηρική ραψωδία γ της Οδύσειας,
στ. 274: πολλὰ δ᾽ ἀγάλματ᾽ ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε.
Εδώ η λέξη ἀγάλματα είναι τα αφιερώματα που δίνουν ικανοποίηση στους θεούς
και τα προσφέρει ο Αίγισθος, επειδή κατάφερε αφενός να εξοντώσει τον αοιδό
στον οποίο είχε αναθέσει ο Αγαμέμνων την προστασία της Κλυταιμνήστρας,
όσο ο ίδιος απουσίαζε στην Τροία, και αφετέρου να πείσει τη βασίλισσα του Άργους
να αποδεχθεί τον έρωτά του.
Βγαίνει από το ρήμαἀγάλλομαι, που σημαίνει χαίρομαι.
Την συναντάμε στην ομηρική ραψωδία γ της Οδύσειας,
στ. 274: πολλὰ δ᾽ ἀγάλματ᾽ ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε.
Εδώ η λέξη ἀγάλματα είναι τα αφιερώματα που δίνουν ικανοποίηση στους θεούς
και τα προσφέρει ο Αίγισθος, επειδή κατάφερε αφενός να εξοντώσει τον αοιδό
στον οποίο είχε αναθέσει ο Αγαμέμνων την προστασία της Κλυταιμνήστρας,
όσο ο ίδιος απουσίαζε στην Τροία, και αφετέρου να πείσει τη βασίλισσα του Άργους
να αποδεχθεί τον έρωτά του.
Ἄγαλμα, λοιπόν, αρχικά ό,τι χαροποιεί τον άνθρωπο.
Στην ίδια οικογένεια ανήκουν και
η αγαλλίαση (=ευχαρίστηση), το αγαλλιάζω και
αγαλλιώ (=ευχαριστιέμαι, χαίρομαι), το αγαλλίασμα.
Στην ίδια οικογένεια ανήκουν και
η αγαλλίαση (=ευχαρίστηση), το αγαλλιάζω και
αγαλλιώ (=ευχαριστιέμαι, χαίρομαι), το αγαλλίασμα.
Ταυτόχρονα το αρχαιοελληνικό ἄγαλμα ήταν η τιμή και η δόξα.
Τα λοφία στις περικεφαλαίες των πολεμιστών λέγονται ἀγάλματα, επειδή
μέσω αυτών διακρίνονται στη μάχη.
Ο Πίνδαρος, Θηβαίος λυρικός και χορικός ποιητής του 6ου αιώνα, που ύμνησε
αθλητές και άλλες προσωπικότητες της εποχής του, όταν διακρίνονταν σε αγώνες,
ονομάζει τις ωδές του χώρας ἀγάλματα.
Τα παιδιά, κατά τον τραγικό Αισχύλο, ήταν δόμων ἀγάλματα, ευχαρίστηση
του σπιτιού, δηλαδή.
Τα λοφία στις περικεφαλαίες των πολεμιστών λέγονται ἀγάλματα, επειδή
μέσω αυτών διακρίνονται στη μάχη.
Ο Πίνδαρος, Θηβαίος λυρικός και χορικός ποιητής του 6ου αιώνα, που ύμνησε
αθλητές και άλλες προσωπικότητες της εποχής του, όταν διακρίνονταν σε αγώνες,
ονομάζει τις ωδές του χώρας ἀγάλματα.
Τα παιδιά, κατά τον τραγικό Αισχύλο, ήταν δόμων ἀγάλματα, ευχαρίστηση
του σπιτιού, δηλαδή.
Γρήγορα η λέξη απέκτησε τη σημασία του έργου που σμιλεύεται προς ευχαρίστηση
του θεού και έχει λατρευτικό χαρακτήρα. Το λατρευτικό άγαλμα προς τιμήν
ενός θεού λεγόταν αλλιώς και ξόανον.
Επειδή, όμως, αυτά τα δημιουργήματα ήταν εξαιρετικής τέχνης, το ἄγαλμα
περιέγραφε οποιοδήποτε γλυπτό με καλλιτεχνικό χαρακτήρα.
του θεού και έχει λατρευτικό χαρακτήρα. Το λατρευτικό άγαλμα προς τιμήν
ενός θεού λεγόταν αλλιώς και ξόανον.
Επειδή, όμως, αυτά τα δημιουργήματα ήταν εξαιρετικής τέχνης, το ἄγαλμα
περιέγραφε οποιοδήποτε γλυπτό με καλλιτεχνικό χαρακτήρα.
Έτσι και ο ἀγαλματίας ή ἀγαλμοειδής ήταν ο όμορφος και εξαιρετικά ευειδής άνδρας
που έμοιαζε με άγαλμα.
Το αρχαίο υποκοριστικό του αγάλματος λεγόταν ἀγαλμάτιον,
το δικό μαςαγαλματάκι ή αγαλματίδιο.
Μια άλλη λέξη για τον ἀγαλματοποιόν ήταν ο ἀγαλματοτυπεύς.
Ακόμα και ειδικό όνομα είχαν για την κόλλα που χρησιμοποιούσαν οι γλύπτες.
Την ονόμαζανἀγαλματίτην και αποτελούσε μείγμα μαρμάρου και πέτρας.
Είχαν μεγάλη αγαλματολεξιλογία(δική μας λέξη) οι αρχαίοι μας με τόσο μακρά
παράδοση στην κατασκευή αγαλμάτων.
που έμοιαζε με άγαλμα.
Το αρχαίο υποκοριστικό του αγάλματος λεγόταν ἀγαλμάτιον,
το δικό μαςαγαλματάκι ή αγαλματίδιο.
Μια άλλη λέξη για τον ἀγαλματοποιόν ήταν ο ἀγαλματοτυπεύς.
Ακόμα και ειδικό όνομα είχαν για την κόλλα που χρησιμοποιούσαν οι γλύπτες.
Την ονόμαζανἀγαλματίτην και αποτελούσε μείγμα μαρμάρου και πέτρας.
Είχαν μεγάλη αγαλματολεξιλογία(δική μας λέξη) οι αρχαίοι μας με τόσο μακρά
παράδοση στην κατασκευή αγαλμάτων.
Ας έρθουμε και στα νεοελληνικά δικά μας.
Έχουμε κάθε είδους αγάλματα, χάλκινα, χρυσελεφάντινα, χρυσά, μαρμάρινα,
που αναπαριστούν θεούς και ανθρώπους.
Είναι τρισδιάστατα γλυπτά, ανδριάντες ή προτομές.
Πολλές φορές, ο θαυμασμός μας γι' αυτά μας κάνει να μένουμε αγάλματα
μπροστά τους από την έκπληξη που μας προκαλεί το κάλλος τους.
Σκεφτόμαστε ότι από την ευγνωμοσύνη που νιώθουμε προς τους δημιουργούς τους
θα έπρεπενα τους στήσουμε άγαλμα. Ίσως σε μια άλλη ζωή, όταν θα έχουμε
ξεπεράσει όσα μας βαραίνουν σήμερα.
Έχουμε κάθε είδους αγάλματα, χάλκινα, χρυσελεφάντινα, χρυσά, μαρμάρινα,
που αναπαριστούν θεούς και ανθρώπους.
Είναι τρισδιάστατα γλυπτά, ανδριάντες ή προτομές.
Πολλές φορές, ο θαυμασμός μας γι' αυτά μας κάνει να μένουμε αγάλματα
μπροστά τους από την έκπληξη που μας προκαλεί το κάλλος τους.
Σκεφτόμαστε ότι από την ευγνωμοσύνη που νιώθουμε προς τους δημιουργούς τους
θα έπρεπενα τους στήσουμε άγαλμα. Ίσως σε μια άλλη ζωή, όταν θα έχουμε
ξεπεράσει όσα μας βαραίνουν σήμερα.
Ας αισιοδοξήσουμε!
Έχουμε ανθρώπους γύρω μας ωραίους, αγαλματένιους με αγαλματώδη ομορφιά,
που μας χαροποιεί η παρουσία τους.
Έχουμε ανθρώπους γύρω μας ωραίους, αγαλματένιους με αγαλματώδη ομορφιά,
που μας χαροποιεί η παρουσία τους.
Επειδή, όταν μιλάμε για άγαλμα, μάς έρχεται στο μυαλό κυρίως η περίοδος
της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, αισθανόμαστε την ανάγκη να αποτίσουμε φόρο τιμής
σε έναν εκπρόσωπο της νεότερης γλυπτικής, τον τηνιακό Γιαννούλη Χαλεπά
(1851 – 1938), έναν άγιο άνθρωπο, που μάς άφησε, μεταξύ άλλων, την «Κοιμωμένη»,
που παριστάνει την Σοφία Αφεντάκη, που πέθανε νωρίς και βρίσκεται
στο Πρώτο Νεκροταφείο των Αθηνών.
της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, αισθανόμαστε την ανάγκη να αποτίσουμε φόρο τιμής
σε έναν εκπρόσωπο της νεότερης γλυπτικής, τον τηνιακό Γιαννούλη Χαλεπά
(1851 – 1938), έναν άγιο άνθρωπο, που μάς άφησε, μεταξύ άλλων, την «Κοιμωμένη»,
που παριστάνει την Σοφία Αφεντάκη, που πέθανε νωρίς και βρίσκεται
στο Πρώτο Νεκροταφείο των Αθηνών.
Συνήθως, όταν κάποιος μένει ακίνητος και ανέκφραστος λέμε ότι στέκεται σαν άγαλμα.
Μια προσεκτική παρατήρηση του συγκεκριμένου δημιουργήματος και πολλών άλλων
θα μας πείσει για το αντίθετο.
Το λέει άλλωστε και το ποίημα του Ι. Πολέμη:
Το λέει άλλωστε και το ποίημα του Ι. Πολέμη:
«Το άγαλμα»
Άγαλμα, που το μάρμαρο ομορφαίνεις
όσες φορές στο πλάγι σου διαβώ
στην ίδια θέση ακίνητο απομένεις,
στην ίδια θέση αναίσθητο βουβό.
όσες φορές στο πλάγι σου διαβώ
στην ίδια θέση ακίνητο απομένεις,
στην ίδια θέση αναίσθητο βουβό.
Οι φλέβες σου ψυχρές και δίχως αίμα,
τα χείλη στο χαμόγελο κλειστά,
τα μάτια σου δεν τα φωτίζει βλέμμα,
το στήθος σου το θάνατο βαστά.
τα χείλη στο χαμόγελο κλειστά,
τα μάτια σου δεν τα φωτίζει βλέμμα,
το στήθος σου το θάνατο βαστά.
Μα ενώ μ' αυτή την άψυχη ομορφιά σου
ούτε με νιώθεις ούτε με θωρείς,
γιατί με ευφραίνει τόσο η ομορφιά σου,
που θέλω να σε βλέπω ολημερίς;
ούτε με νιώθεις ούτε με θωρείς,
γιατί με ευφραίνει τόσο η ομορφιά σου,
που θέλω να σε βλέπω ολημερίς;
Κι ακούστηκε η μαρμάρνη φωνή του
βγαλμένη αχνά από κάθε του πτυχή:
_Θνητέ, σε συντροφεύει του τεχνίτου
η αθάνατη κι αθώρητη ψυχή.
βγαλμένη αχνά από κάθε του πτυχή:
_Θνητέ, σε συντροφεύει του τεχνίτου
η αθάνατη κι αθώρητη ψυχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου