Σελίδες

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Ἱστορία καί ἡ τέχνη τοῦ σκέπτεσθαι τοῦ Σαράντου Ι. Καργάκου*

Φωτογραφία του χρήστη Σαράντος Ι. Καργάκος.
Εἶναι φυσικό σέ μιά ἐποχή γενικώτερης παρακμῆς νά παρακμάζει καί ἡ ἱστορική σκέψη. Παραλλάσσοντας μιά σκέψη τοῦ Φράνσις Μπαίηκον, τολμῶ νά πῶ ὅτι ὁ ἱστορικός
 πού εἶναι δεσμώτης μιᾶς θέσης βρίσκεται –λόγω δεσμεύσεων– πολύ πιό κάτω ἀπό τό γεγονός πού ἔχει κάνει ἀντικείμενο σπουδῆς καί γραφῆς. 
Γι’ αὐτό καί στή μακρά πνευματική μου πορεία προτίμησα τή δύσκολη ὁδό τῆς ἀνεξαρτησίας. Ἔτσι, μπορῶ νά βλέπω πρόσωπα καί γεγονότα μέ τή δική μου καί ὄχι μέ μιά δοτή ὅραση. Καί νά τά κρίνω μέ τό δικό μου μυαλό, ἀπερίσπαστος ἀπό κομματικές καί ἰδεοληπτικές ἐπιρροές. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι ἕνας ἀνεξάρτητος ἀπό ἐξωεπιστημονικές ἐπιρροές ἱστορικός εἶναι ἀπαλλαγμένος λαθῶν. Τό λάθος εἶναι μέσα στή φύση τῆς ζωῆς. Λάθος δέν κάνει μόνο ὅποιος δέν κάνει τίποτα. Τολμῶ νά πῶ ὅτι τά λάθη τῶν ἱστορικῶν εἶναι γιά τήν ἐπιστήμη τῆς ἱστορίας ἐξ ἴσου χρήσιμα μέ τίς σωστές διαπιστώσεις καί τοποθετήσεις, καί τοῦτο διότι τά λάθη αὐτά ἀπό μόνα τους ἀπαιτοῦν τή διόρθωσή τους. Ἐξυπακούεται ὅτι μιλᾶμε γιά λάθη πού δέν εἶναι σκόπιμα. Ὅταν ἄρχισα τή συγγραφή τῆς 4τομης «Ἱστορίας τοῦ Β΄ Παγκοσμίου», πού ἡ παρουσίασή της ἔγινε στίς 13 Δεκεμβρίου στήν ἱστορική πιά 
«Στοά τοῦ Βιβλίου», στόχος μου ἦταν νά γράψω μιά ἱστορία πού νά διαβάζεται καί ὄχι ἁπλῶς νά τοποθετεῖται στό ράφι σάν ἕνα διακοσμητικό στοιχεῖο. Ἤθελα μιά ἱστορία γιά ὅλους καί ὄχι γιά μιά ἐπιστημονική ἐλίτ. Ἡ ἱστορία πρέπει νά ξαναγίνει ἡ κύρια πνευματική τροφή τοῦ πολίτη καί ὄχι μιᾶς κάστας εἰδικῶν πού ἐλέγχει τό βάρος τῶν παραπομπῶν.
Ὅπως εἶχε πεῖ –νομίζω– ὁ Ὄσκαρ Οὐάιλντ, ἡ ζωή στήν πιό ἀξιοσημείωτη ἐκδοχή της εἶναι ἕνα κακογραμμένο μυθιστόρημα. Εἶναι φυσικό λοιπόν, ὅταν ἡ ζωή στίς ποικίλες ἐκδηλώσεις της ἔχει τέτοια κακή κατασκευή, μοιραῖα καί ἡ ἱστορική ἀναπαράστασή της δέν μπορεῖ νά μοιάζει μέ τά νούφαρα τοῦ Μονέ. Εἰδικά, ἡ μακρά περίοδος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί ὅ,τι προηγήθηκε αὐτοῦ, ἔχει τή φρίκη πού ἐκπέμπεται ἀπό τόν περιώνυμο πίνακα «Γκουέρνικα» τοῦ Πικάσο ἤ καλύτερα τήν τοιχογραφία «Ὁ θρίαμβος τοῦ θανάτου», πού βρίσκεται στό παρεκκλήσιο τοῦ νεκροταφείου τῆς Πίζας καί ἀποδίδεται στόν προαναγεννησιακό ζωγράφο Ἀνδρέα Ὀρτόνε ἤ στούς ἀδελφούς Λορεντσέτι. 
Συνεπῶς, ἕνα βιβλίο, μέ φιλοδοξίες ἱστορικῆς συγγραφῆς, πού ἀφορᾶ στόν φρικτότερο πόλεμο τῆς ἱστορίας, δέν μπορεῖ νά εἶναι τερπνό ἀνάγνωσμα. 
Εἶναι, ὅμως, ἀναγκαῖο ὥστε νά μποροῦμε, καλά ἐφοδιασμένοι, νά ἀποστρέψουμε τήν 
ἔλευση ἑνός τρίτου πού ἤδη εὑρίσκεται καθ’ ὁδόν. Αὐτό πού μπορεῖ νά διδαχθεῖ ὁ καλοπροαίρετος ἀναγνώστης εἶναι τοῦτο τό ἁπλό καί γι’ αὐτό δύσκολο: νά μή βλέπει πρόσωπα καί πράγματα μέσα ἀπό ἕνα πρῖσμα. 
Ὅλα στήν ἱστορία εἶναι πολυπρισματικά καί πολυσήμαντα. 
Κατά τίς μέρες τοῦ ὑποτονικοῦ ἑορτασμοῦ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου (ἐξαιρῶ τό μήνυμα τοῦ πιλότου τῆς πολεμικῆς μας ἀεροπορίας) δέχθηκα πολλές ἐρωτήσεις δημοσιογράφων. 
Ἕνας μέ ἐρώτησε, ἄν ἦταν καλός ὁ Ἰω. Μεταξᾶς. 
Τοῦ ἀπάντησα ὅτι ἀδυνατῶ νά ἀπαντήσω, κατά πῶς τό ἤθελε μονολεκτικά, διότι 
ὁ Ἰω. Μεταξᾶς ἦταν πολλοί καί διαφορετικοί ἄνθρωποι στή συσκευασία τοῦ ἑνός. 
Ἕνας ἄλλος μέ ρώτησε, ἄν ἡ Ἑλλάς ἦταν ἕτοιμη νά ἀντιμετωπίσει τήν ἰταλική ἐπιδρομή. 
Τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι ὁ πόλεμος δέν κρίθηκε μόνο στό μέτωπο∙ οἱ Ἰταλοί βρῆκαν 
ἀντιμέτωπο ὅλο τόν ἑλληνικό λαό. Μόνο στήν Ἑλλάδα δέν λειτούργησε πέμπτη φάλαγγα. Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ πολέμου, ὁ ἑλληνικός χῶρος καί κόσμος εἶχαν κλείσει σάν στρείδι. Ἦταν δύσκολο νά κινηθοῦν οἱ πράκτορες τῶν Ἰταλῶν καί Γερμανῶν πού δέν ἦσαν λίγοι. 
Καί ἕνας τρίτος μέ ρώτησε αὐτό πού παραμένει ἐρώτημα ὅλων τῶν ἱστορικῶν τοῦ Μεγάλου Πολέμου: γιατί ὁ Στάλιν δέν ἐπιτέθηκε κατά τοῦ Χίτλερ, ὅταν ὁ γερμανικός στρατός ἐπί 40 ἡμέρες εἶχες ἐμπλοκή στό Δυτικό Μέτωπο; 
Ἀποκρίθηκα ὅτι οἱ λόγοι ἦσαν πολλοί μέ κύρια ἐκδοχή τό ὅτι ἡ Σοβιετική Ἕνωση ἦταν ἀνέτοιμη. Τά πιό σύγχρονα πολεμικά ἀεροσκάφη, πού εἶχαν οἱ Σοβιετικοί, 
ἦσαν λίγα FW 190, τά ὁποῖα εἶχε παραχωρήσει ὁ Χίτλερ στόν Στάλιν σέ ἔνδειξη τῆς 
μεταξύ τους φιλίας.
Ὅσο κι ἄν τοῦτο μπορεῖ νά μᾶς δυσαρεστεῖ, ὡστόσο δέν μπορεῖ νά παραβλεφθεῖ: 
ἡ ἱστορία ὡς ἐπί τό πολύ εἶναι ἡ ἱστορία τῶν πολέμων. 
Οἱ πόλεμοι εἶναι τό σπάσιμο τοῦ ἀποστήματος πού σχηματίζεται στό κορμί μιᾶς φλεγμαίνουσας κοινωνίας. Καί μπορεῖ τό σπάσιμο ἑνός «καλόγηρου» νά φέρνει 
ἀνακούφιση, ὅμως ἡ ἔκρηξη ἑνός πολέμου ὄχι μόνο δέν φέρνει ἀνακούφιση, 
ἀλλ’ ἀπεναντίας προκαλεῖ πολύ περισσότερες «ἀποστηματικές» καταστάσεις, 
δημιουργεῖ συρίγγιο πού μπορεῖ νά ἐκσπάσει πολλά χρόνια μετά τήν τάχα ἐπούλωση. 
Τό εἴδαμε καί τό βλέπουμε αὐτό μέ τήν ἀτελείωτη ἁλυσίδα πολέμων, ὅπως οἱ τωρινοί 
πόλεμοι στήν Ἀσία πού ὅμως εἶναι προεκτάσεις καί τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ἡ συγγραφή τῆς ἱστορίας, ὅσο πλούσια καί αὐθεντικά καί ἄν εἶναι τά ἐπίσημα 
ντοκουμέντα, ὅσο σπουδαῖα κι ἄν εἶναι τά νέα βοηθητικά μέσα, δέν μπορεῖ νά 
θεωρηθεῖ ἀκριβής ἐπιστήμη∙ ἦταν, εἶναι καί θά παραμείνει μιά τέχνη. 
Γιά τόν λόγο αὐτό, τόν ἱστορικό δέν τόν κάνουν οἱ σπουδές του, πού ὡστόσο 
εἶναι ἀναγκαῖες, τόν κάνει τό ταλέντο του. 
Ὁ Θουκυδίδης δέν εἶχε τά δικά μας μέσα καί οἱ ὑπέροχες δημηγορίες του, πού 
παραπέμπουν στόν Ὅμηρο, ἐλάχιστη σχέση ἔχουν μέ τήν πραγματικότητα, 
μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ περίφημου «Ἐπιταφίου». 
Δέν παύει, ὅμως, νά εἶναι μέχρι σήμερα ὁ κορυφαῖος τῆς οἰκουμένης ἱστορικός. 
Φρόντισε νά τελειοποιήσει τό ταλέντο του καί νά δώσει στίς ἐρευνητικές του κεραῖες 
τή διαισθαντικότητα ἑνός σύγχρονου ἠλεκτρονικοῦ ἀνιχνευτῆ. 
Ὁ σύγχρονος ἱστορικός ἔχει στή διάθεσή του ἀναρίθμητα γραπτά ντουκουμέντα. 
Ἀσφαλῶς ξέρει νά τά διαβάζει. Μόνο πού ἡ ἀλήθεια συχνά βρίσκεται στά κενά 
τῶν γραμμῶν καί τῶν λέξεων. 
Ὁ «μαίτρ» τῆς διπλωματίας, ὁ δαιμόνιος Ταλλεϋράνδος, δίδασκε τοῦτο τό πάντα ἐπαληθευόμενο: 
«Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τή γλῶσσα γιά νά μποροῦμε νά κρύβουμε τήν... ἀλήθεια»! 
Ἡ ὁποία δέν βρίσκεται πάντα σ’ αὐτά πού λέγονται ἤ γράφονται, συχνότατα βρίσκεται 
πάντα σ’ αὐτά πού λέγονται ἤ γράφονται, συχνότατα βρίσκεται κάτω ἀπό τήν καλύπτρα 
τῶν λέξεων.
Ἕνα γεγονός μπορεῖ μέ ἀκρίβεια νά καταγραφεῖ, εἶναι ὅμως δύσκολο νά ἑρμηνευθεῖ. 
Ἕνα παράδειγμα: σέ ὅλα σχεδόν τά βιβλία γιά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 
–καί στό δικό μου φυσικά– προέχουσα σημασία ἔχει ἡ Συμφωνία τοῦ Μονάχου καί 
οἱ πλεῖστοι ἱστορικοί ἀποδίδουν τή μεγάλη ἐπιτυχία τοῦ Χίτλερ στό εἰρηνόφιλο πάθος 
καί στήν sanctam simplicitatem (=θεία ἀφέλεια) τοῦ Βρεταννοῦ πολιτικοῦ Τσάμπερλεν. 
Ὁ Χίτλερ ἐκμεταλλεύθηκε τίς ἀγαθές διαθέσεις τοῦ Βρεταννοῦ πολιτικοῦ καί μπόρεσε 
στίς ἑπόμενες μετά τό Μόναχο ἡμέρες νά καταβροχθίσει ὄχι μόνο τήν Σουδητία ἀλλά ὁλόκληρη τήν Τσεχοσλοβακία. 
Ὡστόσο, ὁ Τσάμπερλεν δέν ἦταν τόσο ἀφελής. 
Μέ τό Μόναχο ἤθελε νά γίνει ὁ ρυθμιστής τῶν εὐρωπαϊκῶν πραγμάτων καί νά βγάλει 
ἀπό τήν εὐρωπαϊκή σκακιέρα τίς νέες δυνάμεις πού ἀναδύθηκαν ἀπό τόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή τίς ΗΠΑ καί τήν ΕΣΣΔ καί οἱ ὁποῖες εἶχαν περιορίσει τό εὖρος τοῦ 
ἀγγλικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, δέν ἐπέτρεψε στούς Ροῦζβελτ καί Στάλιν 
τήν ἀνάμειξη στή λύση τοῦ σουδητικοῦ προβλήματος. 
Μετά, μάλιστα, τήν ὑπογραφή τῆς συμφωνίας στό Μόναχο, αὐτός ὁ τάχα εἰρηνιστής 
ἔδωσε ἐντολή νά αὐξηθοῦν οἱ πολεμικές δαπάνες τῆς Βρεταννίας. 
Στό ἱστορικό γίγνεσθαι, ὅμως, ἰσχύει ἡ ἐναντιοδρομία τῶν σκοπῶν. 
Ἄλλο σχεδιάζεις καί ἄλλο σοῦ βγαίνει. 
Τά κίνητρα πού ὠθοῦν τούς ἀνθρώπους, καί ἐννοῶ τούς ἀνθρώπους πού ἀσκοῦν 
ἐξουσία, σπανίως εἶναι ἁπλά καί σπανιώτατα ἀγαθά. 
Μπορεῖ κι ἕνα ἀγαθώτατο συμφέρον νά χρησιμοποιεῖται συχνά ὡς ἔρεισμα γιά τή 
διακήρυξη ἠθικῶν ἀρχῶν καί τή θεσμοθέτηση νομικῶν κανόνων τοπικῆς καί 
ὑπερτοπικῆς ἰσχύος. Ὅ,τι, ὅμως, γράφεται στό χαρτί, διαγράφεται στήν πράξη. 
Συνεπῶς, αὐτό πού πρέπει νά διδάσκει μιά ἔντιμη ἱστορική συγγραφή εἶναι τό 
«νᾶφε καί μέμνασο ἀπιστεῖν» τοῦ Ἐπιχάρμου. 
Δηλαδή, τό νά εἴμαστε νηφάλιοι καί νά θυμόμαστε πάντα ὅτι πρέπει νά δυσπιστοῦμε. 
Καί τοῦτο γιατί ὅ,τι λάμπει δέν εἶναι χρυσός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου