Σελίδες

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Τι καφενείο τι ουρανός ντουμάνι και φτυσιές κι αέρας σάπιος....

Orion the Hunter - 16” x 20”, acrylic on canvas Orion, one of the most prominent constellations in the sky, makes itself most visible during the winter months in the Northern hemisphere.
Άστρα
Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.



Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος

(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ.
(Από την ποιητική του συλλογή “Ορεινό καταφύγιο', Τυπογραφείο “Κείμενα', Αθήνα 1983)
Αποτέλεσμα εικόνας για ποιητική του συλλογή “Ορεινό καταφύγιο
Μαθητής ουσιαστικός και θαυμαστής του Μίλτου Σαχτούρη, μένει κατά βάση πολλαπλά ιδιοπρόσωπος, κατορθώνοντας ήδη από την πρώτη του συλλογή −στα 35 του χρόνια− να δείξει πως όχι απλά έχει δικό του κατακτημένο και διαμορφωμένο πρόσωπο,
αλλά πώς κομίζει μια νέα καταβολή στα γράμματά μας, των οποίων αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος και σταθμό. Κάτι που επιβεβαιώνεται και αυξάνεται σε βάθος και σε έκταση στη δεύτερη και ωριμότερη του συλλογή και εν μέρει στην τρίτη. 
Έτσι, ενώ το σαχτουρικό στοιχείο είναι εξαρχής παρόν, ο Μπράβος προχωρά με μια δική του ποίηση στην οποία κυριαρχούν σκηνές ματωμένες και αποσπασματικές, δοσμένες με καίριο τρόπο. Αυτό είναι το κλίμα που τον ενδιέφερε και που κατόρθωσε να δώσει, παρά τον σχετικά σύντομο βίο του. Επιμένοντας και μένοντας τελικά στο βάθος των πραγμάτων.
Ένας Μπράβος, για να δώσουμε μια άλλη νότα, που χτυπούσε την πόρτα του Σαχτούρη 

κι ο Σαχτούρης τον «έδιωχνε»: 
«Όχι τώρα Χρήστο, μου ήρθε η έμπνευση. Φύγε! Σε παρακαλώ φύγε!», 
μας λέει χαρακτηριστικά αφηγούμενος ο ποιητής. 
Και του έκλεινε την πόρτα. «Πάλι κάτι μου άλλαξε στο ποίημα», έλεγε και του 
το αφιέρωνε. 
Τον αγαπούσε τον Μπράβο ο Σαχτούρης και τον εκτιμούσε, 
όπως κι ο Γιάννης Δάλλας, ο οποίος σημειώνει πως έφυγε νωρίς, αφήνοντας όμως 
μια ανεξίτηλη μνήμη την οποία και μας την μεταφέρει στο ποίημα του 
«Καισαριανή (Επί τύμβω)» της συλλογής Αποθέτης (1993)
Ansel Adams: National Parks Sand Dunes, Sunrise Death Valley National Park, CA 1948
Ένα ποίημα δραματικό, πυκνό, πολλαπλό και ωραίο, όπως η ψυχή του πρόωρα χαμένου μας ποιητή, το οποίο θα δούμε στο τρίτο μέρος αυτού του δοκιμίου σε μια αντι- και συν-ήχηση των δύο ποιητών, του Δάλλα και του Μπράβου. Ας σταθούμε όμως πρώτα στην ποιητική του, την ποιητική ενός ανθρώπου που οικειώνεται το κλίμα της εποχής με τρόπο νέο, πιάνοντας και δίνοντας τον χρόνο και τον τόπο αλλιώς, όπως βλέπουμε και στα ακόλουθα δύο ποιήματα, αντίστοιχα. Αρχίζει με την εικόνα:
Πώς μπαμπάκιασαν
τα μαλλιά της μάνας μου
φέγγουν στο κόκκινο
της μέρας με τυφλώνουν
για να καταλήξει:
Κι όπως της γδέρνω το λαιμό
και με σκεπάζει
χάνομαι μες στο μαύρο
των μαλλιών της
(«Δίκοπη μέρα», Ορεινό Καταφύγιο)
Και ακολουθεί η γενίκευση μιας νεκρικής γεωγραφίας:
Φαντάροι της υποχώρησης
στον πάτο του Αλιάκμονα
τα ρούχα τους σκαλώσαν
στα ρουγάζια-Θερμαϊκός ανήξερος.
[…]Τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται στον χάρτη
Οι τόποι σε κονσέρβα
(«Η κίνηση», Ορεινό Καταφύγιο)

✍️
*το «Νανούρισμα» του, από την συλλογή Με των αλόγων τα φαντάσματα:
Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.
Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.
Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.

📚



Ο Χρήστος Μπράβος τελικά είναι ένας νεκροπομπός ποιητής που στα 
ευθύβολα του σπαράγματα κατέθεσε το τραγικό νόημα της ζωής, με έναν νέο 
στα γράμματά μας τρόπο, κάτι που προφανώς θα έκανε αν επιζούσε και σε ένα 
μεγαλύτερο ποίημα, απηχώντας ίσως και τη σημείωση του γενάρχη της ποιήσεως μας:
«Composita in Simplicia resolvuntur, Simplicia Multa in Unum Simplicissimum, Ficino. 

Cosi sara come dice H. Un vero Uno e Tutto, e come O. Suaviter ipsum unum in Multis Totum efficere» .
Στην περίπτωση του Μπράβου πάντα σε σχέση με την εγγύτητα του προς τον θάνατο. 

Την «Ανατολή» του την φανταζόμαστε, μάλιστα, ως την αρχή αυτού του μεγάλου ποιήματος, που δεν έγραψε, συμπεριλαμβάνοντας μάλιστα το «βαμπάκι στο στόμα», το σολωμικό αυτό μοτίβο, από το Λάμπρο.


*Γράφει ο Σολωμός:
Πτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι∙
μέσα του επήε το νεκρικό βαμπάκι
*Κι ο Μπράβος κλείνοντας στην «Ανατολή» του:
Μα η μέρα το σκορπά το μυστικό της. Κ’ είπε
“σκοτάδι ας γίνει, ας γίνει φόβος’. Ακούστηκαν
χτυπήματα στην πόρτα. Με των αλόγων τα φαν-
τάσματα περνούσαν οι νεκροί. Σηκώθηκε μια λύπη.
Κι όλοι το ‘νιωσαν-ο μάγος είχε φτάσει.
Τότε πέρασαν χρόνια. Τ’ άλογα ματωμένα
και τρελά κατέβαιναν στους κάμπους έπεφταν
στ΄αποσπάσματα. Όμως ο μάγος σώπαινε. Τι-
ναζε μοναχά τα δάχτυλά του, τραβούσε αόρατα
σκοινιά. Ώσπου ανοίξανε τα σπλάχνα του και
βγήκε το βαμπάκι.

✍️
Ο Χρήστος Μπράβος γεννήθηκε το 1948 στη Δεσκάτη, αλλά από 
τα δεκαοχτώ του χρόνια έζησε στην Αθήνα. 
Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών και εργάστηκε στο 
Υπουργείο Οικονομικών. 
Ανήκει στη γενιά του 1970, αλλά κυκλοφορεί όψιμα την πρώτη του 
ποιητική συλλογή Ορεινό καταφύγιο, μόλις το 1983. 
Δυο χρόνια αργότερα εκδίδει μια δεύτερη, Με των αλόγων τα φαντάσματα, 
κι ένα μονόφυλλο το 1986 με το ποίημα «Σονέτο του σκοτεινού θανάτου», 
το οποίο γράφεται με αφορμή τα πενήντα χρόνια από το θάνατο του Λόρκα. 
Δημοσίευσε άρθρα, χρονογραφήματα και κείμενα κριτικής. 
Ανάμεσα στα τελευταία, πέντε όλα κι όλα, ενήμερα από βιβλιογραφική άποψη 
και οξυδερκή από αναγνωστική, ξεχωρίζουν τρία, για το λόγο ότι αναφέρονται 
στο Μίλτο Σαχτούρη, έναν ποιητή στον οποίο ο Μπράβος μαθήτεψε ιδιαίτερα γόνιμα!
Ο ποιητής ασθένησε σοβαρά και πέθανε στα 39 του χρόνια, στις 20 Απριλίου 1987, 

δεύτερη μέρα του Πάσχα...


*οι φωτό από i-rena

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου