«Το αυτοάνοσο νόσημα της Έμμας ήταν η μνήμη.
Και κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τι θέλει να θυμάται και τι όχι...»
της Erietta Karampetsou
(Θα σας πάρει 1’ από το χρόνο σας να το διαβάσετε.
Θα χαρώ να το κάνετε)
Ο χρόνος τα νικάει όλα λένε.
Αυτό είναι μια απάτη που φτιάχνουμε εμείς οι άνθρωποι για να βρούμε
καταφύγιο από το κυνήγι της μνήμης.
Η μνήμη μας κυνηγάει, μας κατατρέχει και στο τέλος μας πιάνει και μας πετάει ανήμπορους στον ωκεανό της.
Βουτάμε μέσα της αδέξιοι κολυμβητές και πανικόβλητοι ξεφυσάμε όσες φυσαλίδες λήθης μας έχουν απομείνει.
Η μνήμη νικάει τα πάντα, όχι ο χρόνος.
Νικάει και τους δυνατούς και τους αδιάφορους.
Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τι θέλει να θυμάται και τι όχι.
Στο τέλος, η μνήμη είναι αυτή που πετάει και το σωσίβιο.
Αν ξεθωριάσει η μνήμη, μόνο τότε μπορείς να πιαστείς από το σωσίβιο και
να αντέξεις το παρελθόν για να συνεχίσεις να ζεις.
Πρώτα ήρθε ο πόνος.
Μια εικόνα της και δυο λέξεις ήταν αρκετές για να πάω να τη βρω στην
Κρήτη λίγες μέρες μετά. Δινόταν για υιοθεσία. Άρρωστη και κακοποιημένη.
Τη συνάντησα σαπισμένη. Όχι σωματικά αλλά από τη γάγγραινα των
εμπειριών που έτρωγαν την ψυχή της.
Ήταν ανήμπορη να εκφράσει οποιοδήποτε συναίσθημα ύστερα από τη συναναστροφή της με τους ανθρώπους.
Δυο χούφτες μαύρο πλάσμα, η Έμμα μου.
Τα μάτια της ήταν δυο σκοτεινά, ξεραμένα πηγάδια και από μέσα ακούγονταν
οι ήχοι της απόρριψης, του ξύλου, του βιασμού.
Σε κοιτούσε παγωμένη και αδύναμη να κουνηθεί από το φόβο.
Βαρίδια στα πόδια της το βλέμμα των ανθρώπων πάνω της.
Όταν δεν με κοιτάς, φαντάστηκα να μου λέει, μπορώ να ζήσω στην άκρη του δρόμου, κάτω από ένα υπόστεγο, δίπλα σε δυο σκουπιδοντενεκέδες, νηστική.
Όταν με κοιτάς όλα παγώνουν μέσα μου από το φόβο. Δεν τη θέλω την αγάπη των ανθρώπων. Αυτός που με αγαπούσε πριν από σένα, με βίαζε κιόλας.
Θα με αγαπήσεις κι εσύ τώρα;
Ήθελα να την αγαπήσω αλλά πώς να της εξηγήσω ότι δεν ήταν αγάπη αυτό
που είχε ζήσει;
Την έφερα στην Αθήνα.
Ούτε λόγος να πλησιάσει άντρες από μόνη της. Η παρουσία του άντρα μου
στο χώρο ήταν αρκετή για να την "παγώσει".
Έστεκε σαν κούκλα που την έχεις ακρωτηριάσει, ανίκανη να πάει μπρος ή πίσω. Κι αν η φυγή ήταν μια λύση, ούτε γι' αυτήν ήταν ικανή. Απλώς έστεκε.
Άλλοτε κατέβαζε τα μάτια της για να αποφύγει το βλέμμα του άλλου κι άλλοτε κοιτούσε με έναν τρόμο παραλυτικό μην τυχόν και την πλησιάσει κάποιος.
Ζητούσε απλώς να την αφήσουμε να υπάρχει. Όσο ζέσταινε ο καιρός,
η άκρη του μπαλκονιού ήταν το ησυχαστήριό της.
Της πρόσφερες δέκα, έπαιρνε τα δύο και χανόταν στο σπίτι και στον εαυτό της. Κι όσο αρνιόταν την αγάπη τόσο φούντωνε μέσα μου η επιθυμία να φτιάξω
το κλειδί που θα την ελευθέρωνε από τη φυλακή της.
Είχα βοηθήσει τόσα αδέσποτα και σκυλιά καταφυγίων και δεν μπορούσα να βοηθήσω το δικό μου πλάσμα.
Αποφάσισα να σπουδάσω.
Βγαίναμε βόλτα στην πλατεία κι έβλεπα την Έμμα να προσπαθεί να εξαφανίσει
το σώμα της.
Μαζευόταν και συρρικνωνόταν όσο μπορούσε. Έψαχνε το σημείο που θα ήταν λιγότερο αισθητή και κατέληγε κάτω από τα παγκάκια. Στην αρχή ούτε τα υπόλοιπα σκυλιά μπορούσαν να βοηθήσουν.
Δεν ήξερε να παίζει μαζί τους.
Υπήρχαν μέρες που ένιωθα νικημένη.
Η αγάπη δεν αρκούσε.
Εκεί που πίστευα ότι γιατρευόταν σιγά σιγά, ξαναγυρνούσε στο καταφύγιο
της μνήμης και του φόβου.
Ήμουν η γιατρός και είχα μπροστά μου μια αλλόγλωσση ασθενή.
Διερμηνέας έγινε τελικά η γνώση.
Βοηθός διερμηνέα έγιναν τα άλλα δυο μου σκυλιά και κυρίως η Minie.
Μάθαινα, δοκίμαζα, απέρριπτα.
Η Έμμα άρχισε να δείχνει κάποια σημάδια αυτοπεποίθησης. Εμπιστευόταν τις γυναίκες και ελάχιστα τους σταθερούς άντρες του σπιτιού.
Οι οδηγίες προς τους επισκέπτες ήταν σαφείς. Δεν πιάνουμε, δεν χαιδεύουμε,
δεν σηκώνουμε, δεν φιλάμε την Έμμα.
Αν έρθει εκείνη κοντά σας καλώς, ειδάλλως μια επόμενη φορά.
Το αυτοάνοσο νόσημα της Έμμας λεγόταν μνήμη.
Θα τη νικούσαμε με τα ίδια της όπλα!
Νέες εγγραφές, απευαισθητοποίση, ισχυρές θετικές συνδέσεις, καινούργιες εικόνες, επιβράβευση, αγάπη, υπομονή και σεβασμός. Κι όσο "χτίζαμε" με την Έμμα τις νέες της αναμνήσεις, τόσο γκρεμιζόταν το παρελθόν. Όσο κακό είχε εγγράψει η μνήμη, άρχισε να ξεθωριάζει. Τα χρώματα από τη νέα της ζωή ήταν πλέον έντονα. Οι νέες της εμπειρίες έχτιζαν τη "νέα μνήμη".
Σήμερα η Έμμα έχει αφήσει πίσω της σχεδόν ολοκληρωτικά το παρελθόν και ζούμε μαζί, εκείνη ως σκύλος που δεν φοβάται πια κι εγώ ως εκπαιδεύτρια και κηδεμόνας της.
Ζούμε πλάι πλάι και όχι η μία μέσα από την άλλη.
Εριέττα Καραμπέτσου
Διπλ. Εκπαιδεύτρια σκύλων
Σύμβουλος ψυχολογίας, συμπεριφορας & ευζωίας
(+30) 6977806432
Photo by:
Thomas Tasiakos
Dogfully
Rescue Project
Η τέχνη του να επικοινωνώ με τον σκύλο μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου