Μια γυναίκα που δεν μοιάζει με όλες τις άλλες.
Μια γυναίκα, που η ζωή της ξεκίνησε χρόνια μετά
από την αφετηρία.
Ο ήχος που έφτανε από το διπλανό διαμέρισμα, ένας δυνατός κρότος,
μου θύμισε όλα εκείνα τα χρόνια που πέρασα στο πατρικό μου.
Τις στιγμές εκείνες που ο πατέρας χτυπούσε με δύναμη τη πόρτα πίσω του κι εγώ κουλουριαζόμουν μήπως προφυλάξω τον εαυτό μου. Τον φοβόμουν πάντα τόσο πολύ, ακόμα δεν μπορώ να βγάλω από τη σκέψη μου το βλέμμα του. Γεμάτο θυμό και αηδία γι ‘αυτό που έβλεπε μέρα με τη μέρα να γίνομαι.
Μάταια έψαχνα να βρω δουλειά. Όλοι ήξεραν και κανένας, ακόμα και αν ήθελε να βοηθήσει δεν έμπαινε στη διαδικασία να έχει αντιμέτωπο τον πατέρα μου. Τότε ήταν που πήγα στην πρωτεύουσα με οικονομίες που φύλαγε η μάνα. Άρχισα να πηγαίνω σε ένα μαγαζί όπου δούλευαν άντρες ντυμένοι γυναίκες. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως άνηκα εκεί μέσα.
Μια γυναίκα, που η ζωή της ξεκίνησε χρόνια μετά
από την αφετηρία.
Ο ήχος που έφτανε από το διπλανό διαμέρισμα, ένας δυνατός κρότος,
μου θύμισε όλα εκείνα τα χρόνια που πέρασα στο πατρικό μου.
Τις στιγμές εκείνες που ο πατέρας χτυπούσε με δύναμη τη πόρτα πίσω του κι εγώ κουλουριαζόμουν μήπως προφυλάξω τον εαυτό μου. Τον φοβόμουν πάντα τόσο πολύ, ακόμα δεν μπορώ να βγάλω από τη σκέψη μου το βλέμμα του. Γεμάτο θυμό και αηδία γι ‘αυτό που έβλεπε μέρα με τη μέρα να γίνομαι.
Έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε μια επαρχιακή πόλη. Μια πόλη όπου όλοι τους ήξεραν όλους. Από μικρός δεν ήμουν σαν τα άλλα παιδιά. Πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να νιώθει περισσότερο κορίτσι παρά αγόρι.
Εγκλωβισμένος σε μια πραγματικότητα που δεν τη διάλεξα.
Στο σπίτι τα πράγματα ήταν σκέτος εφιάλτης. Ειδικά τις στιγμές εκείνες που ο πατέρας μου έπινε, έμοιαζε με μανιασμένη θάλασσα. Το ξύλο ήταν το λιγότερο που αισθανόμουν. Περισσότερο πόνο μου προκαλούσαν τα λόγια και το βλέμμα του.
Αυτό το βλέμμα. Ποτέ δεν κατάφερα να το διώξω απ’ το μυαλό μου. Ήθελε κάτι διαφορετικό. Ποτέ δεν υπήρξα ο γιος που περίμενε να είμαι. Η μάνα μου από την άλλη ήξερε. Πάντα ήξερε. Και το μόνο που ζητούσε ήταν να είναι δίπλα μου.
Στα δεκαπέντε σταμάτησα το σχολείο και έψαχνα για δουλειά απεγνωσμένα. Ο πατέρας μου με έδιωξε λέγοντας μου να μην γυρίσω ποτέ. Έμεινα στη Μαρία, φίλη της μάνας μου. Δε γύρισα στιγμή, μονάχα μέχρι το μπακάλικο δυο τετράγωνα μακριά να δω τη μάνα μου. Κρυφά. Κάθε Τρίτη πήγαινε, κι έτσι πήγαινα κι εγώ. Έκλαιγε. Φοβόταν. Παρακαλούσε να γυρίσω στο σχολείο και πως ο πατέρας θα με δεχτεί πίσω. Ήξερε πως δεν μπορούσα.
Μάταια έψαχνα να βρω δουλειά. Όλοι ήξεραν και κανένας, ακόμα και αν ήθελε να βοηθήσει δεν έμπαινε στη διαδικασία να έχει αντιμέτωπο τον πατέρα μου. Τότε ήταν που πήγα στην πρωτεύουσα με οικονομίες που φύλαγε η μάνα. Άρχισα να πηγαίνω σε ένα μαγαζί όπου δούλευαν άντρες ντυμένοι γυναίκες. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως άνηκα εκεί μέσα.
Εκεί γνώρισα τη Ράνια, της είπα πως ήθελα να δουλέψω στο μαγαζί. Έκανε αγώνα να με σταματήσει. Με στήριξε, με πήρε υπό την προστασία της. Δεχόταν τη διαφορετικότητα μου. Ήταν σαν κι εμένα. Άρχισα να ντύνομαι και να φέρομαι σαν γυναίκα κι αυτό προσέλκυσε τα βλέμματα των υπολοίπων.
Η ανάγκη μου να δουλέψω μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Κανένας, ακόμα και σε μια μεγάλη πόλη σαν κι αυτή δε με δέχτηκε σε δουλειά. Οδηγήθηκα στο πεζοδρόμιο όπου και έκατσα για εννιά χρόνια. Ήταν το πιο σκληρό πράγμα που αναγκάστηκα να κάνω. Πιο επίπονο ακόμα και από το βλέμμα του πατέρα που πάντα με ακολουθούσε. Έβγαλα λεφτά και έτσι αποφάσισα να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.
Είχε έρθει η στιγμή να γίνω αυτό που είμαι. Γυναίκα. Ή τουλάχιστον να μοιάζω. Να μπορώ να κινούμαι και να φοράω τα φορέματα που πάντα θαύμαζα στις άλλες γυναίκες. Να περπατάω στο δρόμο και να περνάω σχεδόν απαρατήρητη. Είμαι γυναίκα. Χωρίς να φοβάμαι. Χωρίς να ντρέπομαι να είμαι απλά ο εαυτός μου. Όσα κι αν πέρασαν, αυτό που έχει σημασία πια, είναι πως είμαι ελεύθερη!
Η ανάγκη μου να δουλέψω μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Κανένας, ακόμα και σε μια μεγάλη πόλη σαν κι αυτή δε με δέχτηκε σε δουλειά. Οδηγήθηκα στο πεζοδρόμιο όπου και έκατσα για εννιά χρόνια. Ήταν το πιο σκληρό πράγμα που αναγκάστηκα να κάνω. Πιο επίπονο ακόμα και από το βλέμμα του πατέρα που πάντα με ακολουθούσε. Έβγαλα λεφτά και έτσι αποφάσισα να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.
Είχε έρθει η στιγμή να γίνω αυτό που είμαι. Γυναίκα. Ή τουλάχιστον να μοιάζω. Να μπορώ να κινούμαι και να φοράω τα φορέματα που πάντα θαύμαζα στις άλλες γυναίκες. Να περπατάω στο δρόμο και να περνάω σχεδόν απαρατήρητη. Είμαι γυναίκα. Χωρίς να φοβάμαι. Χωρίς να ντρέπομαι να είμαι απλά ο εαυτός μου. Όσα κι αν πέρασαν, αυτό που έχει σημασία πια, είναι πως είμαι ελεύθερη!
~*~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου