...μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια, συνήθειες διατροφής των απλών ανθρώπων της προσφυγιάς στην δεκαετία του ’50, την γειτονιά μου, τους γονείς μου και τέλος το καλό κρασί με το όνομα «Ρετσίνα Μεσογείων».
Αυτό το κάδρο με τον «Θεό του Οίνου», τον Διόνυσο, τον γιό του Δία, που η λατρεία του
σχετίζεται με τους εορτασμούς της βλάστησης, της ιερής τρέλας που προκαλεί η πόση
του οίνου και της γονιμότητας.
σχετίζεται με τους εορτασμούς της βλάστησης, της ιερής τρέλας που προκαλεί η πόση
του οίνου και της γονιμότητας.
Αυτό το κάδρο παρατηρούσα στο οινοπωλείο του κυρ Αντώνη, το οινοπωλείο της
γειτονιάς μου, με το που έμπαινα στο μαγαζί . Ήταν τοποθετημένο εκεί ψηλά,
μεταξύ μικρών βαρελιών και σφραγισμένων μπουκαλιών με γλυκά κρασιά, κονιάκ, βερμούτ, πίπερμαν, κουαντρώ και κάθε λογής λικέρ.
γειτονιάς μου, με το που έμπαινα στο μαγαζί . Ήταν τοποθετημένο εκεί ψηλά,
μεταξύ μικρών βαρελιών και σφραγισμένων μπουκαλιών με γλυκά κρασιά, κονιάκ, βερμούτ, πίπερμαν, κουαντρώ και κάθε λογής λικέρ.
Μετά από παρατήρηση, κάποια φορά, ανακάλυψα το μυστικό του κερασφόρου θεού
που έκρυβε πάνω από τα σουφρωμένα χείλη του. Ξεχώρισα το ζευγάρι που φιλιότανε καμουφλαρισμένο στο σχήμα της μύτης του.
που έκρυβε πάνω από τα σουφρωμένα χείλη του. Ξεχώρισα το ζευγάρι που φιλιότανε καμουφλαρισμένο στο σχήμα της μύτης του.
Τα μαλλιά του στολισμένα με αμπελόφυλλα και βότρυες σταφυλιών, όπως άρμοζε
στον Θεό του Οίνου, τα χείλη του σφιγμένα λες και τα κρατούσε έτσι μήπως και του ξεφύγει κάποια σταγόνα κρασιού, το βλέμμα του βλοσυρό, επιλογή του καλλιτέχνη προκειμένου
να κρύψει τις πλούσιες κόμες του νεαρού ζευγαριού. Πώς να ξεχάσω αυτή την εικόνα,
που την έβλεπα δυο-τρεις φορές ή και περισσότερες την εβδομάδα και με καθήλωνε;
στον Θεό του Οίνου, τα χείλη του σφιγμένα λες και τα κρατούσε έτσι μήπως και του ξεφύγει κάποια σταγόνα κρασιού, το βλέμμα του βλοσυρό, επιλογή του καλλιτέχνη προκειμένου
να κρύψει τις πλούσιες κόμες του νεαρού ζευγαριού. Πώς να ξεχάσω αυτή την εικόνα,
που την έβλεπα δυο-τρεις φορές ή και περισσότερες την εβδομάδα και με καθήλωνε;
Στον αριθμό 45 της λεωφόρου Κύπρου, ήταν το μαγαζί του κυρ Αντώνη του Μαρίνου,
του κρασά (οινοπώλη θα τον λέγαμε σήμερα) της γειτονιάς μας.
του κρασά (οινοπώλη θα τον λέγαμε σήμερα) της γειτονιάς μας.
Σήμερα, κλειστό και σκονισμένο, όπως άλλωστε κι όλο το κτίριο, εγκαταλειμμένο
ν’ αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου. Στέκεται εκεί ενενήντα τρία συναπτά έτη !
Αλήθεια, τι έχουν δει και τι έχουν ακούσει αυτοί οι τοίχοι!
ν’ αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου. Στέκεται εκεί ενενήντα τρία συναπτά έτη !
Αλήθεια, τι έχουν δει και τι έχουν ακούσει αυτοί οι τοίχοι!
Πόσα μου θυμίζει αυτό το μαγαζί για ανθρώπους και πράγματα, που σήμερα δεν υπάρχουν.
Θυμάμαι τον πατέρα μου, που με έστελνε με το μπουκάλι στο χέρι να πάρω ρετσίνα.
Γιατί τότε η ρετσίνα ήταν απαραίτητο και καθημερινό συμπλήρωμα στο προσφυγικό
τραπέζι, μεσημέρι και βράδυ.
«Κυρ Αντώνη, φρέσκο μου είπε ο πατέρας μου».
« Μόλις το ανέβασα παιδί μου», απαντούσε πάντα, είτε το είχε ανεβάσει εκείνη τη
στιγμή είτε πριν μια ώρα. Κι όταν λέω «ανεβάσει», εννοώ ότι είχε κατέβει στο υπόγειο
με τα βαρέλια, γέμιζε την αλουμινένια κανάτα με κρασί και το «ανέβαζε» στο μαγαζί.
Γιατί τότε η ρετσίνα ήταν απαραίτητο και καθημερινό συμπλήρωμα στο προσφυγικό
τραπέζι, μεσημέρι και βράδυ.
«Κυρ Αντώνη, φρέσκο μου είπε ο πατέρας μου».
« Μόλις το ανέβασα παιδί μου», απαντούσε πάντα, είτε το είχε ανεβάσει εκείνη τη
στιγμή είτε πριν μια ώρα. Κι όταν λέω «ανεβάσει», εννοώ ότι είχε κατέβει στο υπόγειο
με τα βαρέλια, γέμιζε την αλουμινένια κανάτα με κρασί και το «ανέβαζε» στο μαγαζί.
Πολλές φορές έστελνε εμένα να γεμίσω το μπουκάλι κατευθείαν από το βαρέλι.
Αυτό ήταν μια ιεροτελεστία στα μάτια ενός μικρού παιδιού. Προσοχή στο κατέβασμα,
μπας και γλιστρήσω και σπάσω το μπουκάλι. Σωστή προσαρμογή του χωνιού στο μπουκάλι
και αναμονή της στιγμής που θα πρέπει να κλείσω τη κάνουλα, μην τυχόν χυθεί κάτω
έστω και μια σταγόνα πολύτιμου κρασιού.
Αυτό ήταν μια ιεροτελεστία στα μάτια ενός μικρού παιδιού. Προσοχή στο κατέβασμα,
μπας και γλιστρήσω και σπάσω το μπουκάλι. Σωστή προσαρμογή του χωνιού στο μπουκάλι
και αναμονή της στιγμής που θα πρέπει να κλείσω τη κάνουλα, μην τυχόν χυθεί κάτω
έστω και μια σταγόνα πολύτιμου κρασιού.
Εκείνο το υπόγειο με έκανε να αισθάνομαι φόβο και περηφάνια. Φόβο απ’ τη μια,
μπας και κάνω κάποια ζημιά και περηφάνια απ’ την άλλη, αφού ο κυρ Αντώνης μου
εμπιστευόταν μέρος της διαδικασίας. Υπόγειο, όχι πολύ φως, αρκετή δροσιά,
χειμώνα-καλοκαίρι, μυρωδιά φρεσκάδας από τους ασπρισμένους τοίχους του,
λεπτά αρώματα ρετσίνας. Σκέτη μαγεία !
μπας και κάνω κάποια ζημιά και περηφάνια απ’ την άλλη, αφού ο κυρ Αντώνης μου
εμπιστευόταν μέρος της διαδικασίας. Υπόγειο, όχι πολύ φως, αρκετή δροσιά,
χειμώνα-καλοκαίρι, μυρωδιά φρεσκάδας από τους ασπρισμένους τοίχους του,
λεπτά αρώματα ρετσίνας. Σκέτη μαγεία !
Θυμάμαι τη μητέρα μου, που κάποιες φορές με έστελνε στον κυρ Αντώνη, με το μπουκάλι
στο χέρι, να πάρω ξύδι. · «Θα του πεις να σου γεμίσει το μπουκάλι με «γλυκάδι».
Μη τυχόν και πεις τη λέξη ξύδι !», με συμβούλευε. Γιατί η λέξη «ξύδι» ήταν απαγορευμένη
σε ένα κρασοπουλειό. Το κρασί είναι ζωντανός οργανισμός και ακόμη και με το
άκουσμα της απαγορευμένης λέξης, μπορεί να ξινίσει, έλεγε ο λαός.
στο χέρι, να πάρω ξύδι. · «Θα του πεις να σου γεμίσει το μπουκάλι με «γλυκάδι».
Μη τυχόν και πεις τη λέξη ξύδι !», με συμβούλευε. Γιατί η λέξη «ξύδι» ήταν απαγορευμένη
σε ένα κρασοπουλειό. Το κρασί είναι ζωντανός οργανισμός και ακόμη και με το
άκουσμα της απαγορευμένης λέξης, μπορεί να ξινίσει, έλεγε ο λαός.
Και τέλος, θυμάμαι τις μυρωδιές, που πλανιόνταν στη γειτονιά, κάθε Σεπτέμβρη κάθε χρόνου,
που ο Νίκος, ο βαρελάς, άνοιγε τα άδεια βαρέλια του κυρ Αντώνη, τα «ξεφουντάριζε».
Έβγαζε τα τσέρκια, έξυνε το εσωτερικό τους και τα καθάριζε από κατάλοιπα και
μυρωδιές και τέλος τα φουντάριζε κλείνοντας τους αρμούς με ψάθα για στεγανοποίηση, προκειμένου να είναι έτοιμα να υποδεχτούν το φρέσκο μούστο. Κι όταν έφτανε
το φορτηγό με τον φρέσκο μούστο από τα Μεσόγεια, φορτωμένο σε τρία ή τέσσερα
τεράστια ξύλινα βαρέλια, των οποίων η τρύπα τους ήταν βουλωμένη με μια ρίζα θυμάρι, μοσχοβολούσε η γειτονιά.
που ο Νίκος, ο βαρελάς, άνοιγε τα άδεια βαρέλια του κυρ Αντώνη, τα «ξεφουντάριζε».
Έβγαζε τα τσέρκια, έξυνε το εσωτερικό τους και τα καθάριζε από κατάλοιπα και
μυρωδιές και τέλος τα φουντάριζε κλείνοντας τους αρμούς με ψάθα για στεγανοποίηση, προκειμένου να είναι έτοιμα να υποδεχτούν το φρέσκο μούστο. Κι όταν έφτανε
το φορτηγό με τον φρέσκο μούστο από τα Μεσόγεια, φορτωμένο σε τρία ή τέσσερα
τεράστια ξύλινα βαρέλια, των οποίων η τρύπα τους ήταν βουλωμένη με μια ρίζα θυμάρι, μοσχοβολούσε η γειτονιά.
Ο κυρ Αντώνης, να ‘ναι καλά εκεί που βρίσκεται, τέτοιες μέρες πάντα μας φίλευε
ένα μπουκάλι «μία κι εκατό» γεμάτο μούστο για την μουσταλευριά και τα
μουστοκούλουρά μας. Και για όσους δεν κατάλαβαν εκείνο το «μία κι εκατό»…
με την έκφραση αυτή εννοούσαμε ένα μπουκάλι που χώραγε μια οκά και εκατό δράμια.
Και για όσους ακόμη δυσκολεύονται… η οκά ήταν μονάδα βάρους με υποδιαίρεση το δράμι.
ένα μπουκάλι «μία κι εκατό» γεμάτο μούστο για την μουσταλευριά και τα
μουστοκούλουρά μας. Και για όσους δεν κατάλαβαν εκείνο το «μία κι εκατό»…
με την έκφραση αυτή εννοούσαμε ένα μπουκάλι που χώραγε μια οκά και εκατό δράμια.
Και για όσους ακόμη δυσκολεύονται… η οκά ήταν μονάδα βάρους με υποδιαίρεση το δράμι.
Αχ, βρε Βύρωνα με τα ωραία σου !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου