Σελίδες

Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Ο ελληνικός πολιτισμός προετοίμασε τον Αγώνα του 1821



...μια πολύ σημαντική και τεκμηριωμένη κατάθεση αυτή του Άγγ. Δεληβορριά, ουσιαστικά 
το απαύγασμα της πολύχρονης και σε βάθος  μελέτης του για την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά από την κλασική αρχαιότητα μέχρι τα νεότερα χρόνια. Θεωρεί λοιπόν ότι
ήταν ώριμος  πνευματικά, ψυχικά και συναισθηματικά ο ελληνικός λαός για τον Αγώνα 
της Ανεξαρτησίας κι έτσι κατά την άποψή του ερμηνεύεται  ο ηρωισμός και η αυτοθυσία 
των αγωνιζόμενων που φθάνει σε οριακά επίπεδα.

Δεν υιοθετεί τη διακήρυξη περί της εθνικής ταυτότητας μετά τη  συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους. Η νεοελληνική εθνική συνείδηση διαμορφώθηκε στο βυζαντινό 12ο ή 13ο αιώνα, υποστηρίζει.
«Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας ο τραυματισμένος ελληνικός κόσμος κατόρθωσε να διατηρήσει ζωντανή τη συναίσθηση της εθνικής του ταυτότητας, περισώζοντας έτσι την υπόστασή του με συνεκτικό συστατικό τη δύναμη και την εκπληκτική αντοχή της ελληνικής γλώσσας, καθώς και τη σκέπη που του προσέφερε η ορθόδοξη θρησκεία.
Κι αυτό, παρά τις ριζικές ανατροπές της πολιτικής γεωγραφίας, τους ανηλεείς διωγμούς, τις βίαιες μετατοπίσεις σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού, τις ερημώσεις εκτεταμένων περιοχών, τις βαρύτατες φορολογικές επιβαρύνσεις, τον κίνδυνο του εξισλαμισμού».
Στις αντιστάσεις του Ελληνισμού συνέβαλαν η κατάκτηση κάποιας διοικητικής αυτονομίας και η ραγδαία αύξηση της συμμετοχής του στο χερσαίο και στο θαλάσσιο εμπόριο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επισημαίνει. «Από τις αρχές και ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα, πολλές παραθαλάσσιες πόλεις και νησιά εξελίσσονται σε σπουδαία ναυτικά κέντρα, με τον εμπορικό τους στόλο να διεκδικεί από τα πλοία των δυτικών δυνάμεων την υπεροχή των διακινήσεων στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Η ελληνική ναυτιλία επωφελείται άμεσα το 1774 από τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και από την κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όταν, με την επιτυχή διάσπαση του ηπειρωτικού αποκλεισμού, πολλαπλασίασε τα δρομολόγιά της προς τη Δύση».
Έχουμε λοιπόν υλική ευμάρεια. Αναπτύσσονται οι  ελληνικές παροικίες της νότιας, κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, των Παραδουνάβιων ηγεμονιών της Βαλκανικής και της νότιας Ρωσίας, κι έτσι δημιουργούνται αξιόλογοι πυρήνες οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής δραστηριότητας, οι οποίοι βρίσκονται σε άμεση και συνεχή επαφή με τις υπόδουλες περιοχές. Μαζί με τα εμπορεύματα εισάγονται και διακινούνται νέοι τρόποι ζωής και νέες ιδέες, εντείνοντας την πνευματική άνθηση του αποκαλούμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
«Το ελληνικό κράτος δεν οφείλει τη σημερινή του ύπαρξη στο κλέος της Αρχαιότητας, αλλά στη θαυμαστή αντοχή του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της ξενοκρατίας. Στο υψηλό φρόνημα και τον επίσης υψηλό δείκτη της αυτοσυνειδησίας, η οποία ερμηνεύει το τίμημα του αίματος που έχει καταβληθεί σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης. Εξ ου και το Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…, όπως έγραφε ο εθνικός ποιητής».
Αξίζει να ακολουθήσει κανείς τους δρόμους της σκέψης του Δεληβορριά που ξεκινάει από τη λογοτεχνία, προχωράει στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, την ξυλογλυπτική και φθάνει μέχρι την κεντητική και την κοσμηματοτεχνία. Ο λόγος του προβάλλει ως ένα πανόραμα της προεπανασταστικής ελληνικής τέχνης για την οποία αμφιβάλλω αν έχουμε καλή γνώση. Γι΄ αυτό τον παραθέτουμε αυτούσιο:
«Η μνεία του Διονύσιου Σολωμού μου επιβάλλει να σταθώ πρώτα στη δημοτική ποίηση, την προικισμένη με την ευπλασία μιας γλώσσας η οποία αντλεί τη ρώμη της από τη γόνιμη δυναμική του παρελθόντος και η οποία αντανακλά, με εκπλήσσουσα πληρότητα, τη δημιουργική ευαισθησία του νεοελληνικού κόσμου.
Την ‘ανακάλυψη’ καθώς και την ευρωπαϊκή προβολή της νεοελληνικής ποίησης από τον Fauriel, ακολούθησαν οι συλλογές δημοτικών τραγουδιών από τον Μανούση,  τον Passow, τον Tommaseo, τον Πολίτη και τους διαδόχους του. Παρά τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες της διατύπωσης, η ενότητα του ύφους και του ήθους, η αυθεντικότητα και η πρωτοτυπία της γλωσσικής έκφρασης των νοημάτων, η πυκνότητα της κυριολεκτικής ακρίβειας και η πηγαία, ανόθευτη χάρη ενός λόγου ευφάνταστα λαγαρού, συνιστούν το πιο στέρεο υπόβαθρο του προεπαναστατικού πολιτισμού.
Κάποιες πρόσφατες απόπειρες της λογιοσύνης να ‘απομυθοποιήσει’ το δημοτικό τραγούδι, προσκρούουν τόσο στη θαυμαστικά στοχαστική αποτίμηση του Σολωμού και την κριτική διεισδυτικότητα του Σεφέρη, όσο και στον απροκάλυπτο θαυμασμό νεότερων μελετητών. Γι’ αυτό και δεν θα  αποφύγω τον πειρασμό να σας επαναλάβω με τη σειρά μου ένα παράδειγμα, γνωστό από τις επανειλημμένες παραπομπές του:
Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου,
Και στο μαντίλι το ’συρα κι έβαψε τομαντίλι,
Και στο ποτάμι το ’πλυνα κι έβαψε το ποτάμι,
κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου.
Κατέβη αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του,
Κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.
Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν οι υπέροχοι αυτοί στίχοι είχαν ακουστεί και στη Νάξο, όταν μια νύχτα ο Κασομούλης γλεντούσε με χορούς και με τραγούδια του έρωτα, της ελευθερίας και ηρωικά, όπως γράφει.
Φιλοξενούμενος τότε από την κοκκώνα Δουδού τη Μαρκοπολίτισσα, ο ιστορικός του Αγώνα θαύμασε στο αρχοντικό της τη βιβλιοθήκη, όπου βρήκε ανοιχτό τον Ερωτόκριτο σε μια νέα μάλιστα έκδοση· και όταν τη ρώτησε γιατί παραβλέπει τα τόσα άλλα βιβλία, εκείνη του αποκρίθηκε ότι απολαμβάνει τον «ερωτοπολεμικό» του χαρακτήρα.
Ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, το ποιητικό αριστούργημα της κρητικής λογοτεχνίας και της νεοελληνικής γλώσσας, πριν εκτυπωθεί  για πρώτη φορά το 1713 και ανατυπωθεί έκτοτε σε πολλές εκδόσεις, κυκλοφορούσε από τον 17ο αιώνα και μετά χειρόγραφα αλλά και προφορικά, όπως τα δημοτικά τραγούδια άλλων ενετοκρατούμενων περιοχών, της Κύπρου, της Ρόδου και των Επτανήσων.
Ανάλογη ήταν η διάδοση της Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1529 και υπήρξε ένα από τα πιο αγαπητά αναγνώσματα των μετέπειτα χρόνων. Όπως μαθαίνουμε μάλιστα από τον Κασομούλη και τον Finley, είχε εμπνεύσει στους πολιορκημένους του Μεσολογγίου ένα στρατήγημα ιδιοφυές. Για την παιδεία όμως και για την εκδοτική δραστηριότητα των χρόνων της ξενοκρατίας διαθέτουμε πλήθος επιπλέον μαρτυριών.
Στη διαπαιδαγώγηση του ξενοκρατούμενου ελληνισμού σημαντικός ήταν ο ρόλος του Νικόλαου Σοφιανού, ο οποίος, εκδίδοντας  το 1544 μια μετάφραση της Περί παίδων αγωγής του ψευδοΠλούταρχου, εισηγείται για πρώτη φορά ως μορφωτικό αίτημα τις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων στα νέα ελληνικά.
Ο ίδιος εξέδωσε επίσης μια γεωγραφική περιγραφή και έναν Χάρτη της Ελληνικής Χώρας, όπου συσχετίζει τα αρχαία με τα νέα τοπωνύμια. Πρώτος αυτός εξάλλου συνέθεσε μια Γραμματική της κοινής των Ελλήνων γλώσσης, η οποία παρέμεινε ανέκδοτη ώς τον 19ο αιώνα, χωρίς να αποκλείεται εντούτοις ότι μπορεί να κυκλοφορούσε χειρόγραφη εντωμεταξύ.
Τον 16ο και τον 17ο αιώνα, μεγάλος ήταν πάντως ο αριθμός των σχετικών εκδόσεων και των μεταφράσεων στα νεοελληνικά. Αναφέρω μόνο την τυπωμένη στη Βενετία το 1526 «μεταβληθείσα πάλαι εις κοινήν γλώσσαν» Ιλιάδα, του Νικόλαου Λουκάνη, και την πρωτοποριακή μετάφραση της Καινής Διαθήκης από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη, που εκδόθηκε στη Γενεύη το 1638, πιθανότατα με παρότρυνση του  Κύριλλου Λούκαρη, ο οποίος την προλογίζει.
Από τις πρώιμες εκδόσεις ξεχωρίζουν τα πολυδιαβασμένα έργα του Μελέτιου Πηγά, του Φραγκίσκου Σκούφου και του Θεόφιλου Κορυδαλλέως, γνωστού κυρίως για τις φιλοσοφικές πραγματείες του, τα σχόλια και τα υπομνήματα στον Αριστοτέλη.
Σχετικά με την εκδοτική δραστηριότητα του ακμάζοντος παροικιακού Ελληνισμού, ενδεικτικός είναι ο αριθμός των τυπογραφείων που λειτουργούσαν στη Βενετία και την Τεργέστη, τη Βιέννη, τη Λειψία και το  Βουκουρέστι, το Παρίσι, το Λονδίνο και αλλού. Ήδη από τα τέλη του 17ου και κυρίως κατά το 18ο αιώνα η παραγωγή των ελληνικών βιβλίων παρουσίασε μια εκπληκτικά ανοδική τάση.
Ενώ δηλαδή την εικοσαετία 1720-1740 ήταν της τάξεως των 150 τίτλων, την εικοσαετία 1740-1760 εκτινάσσεται στους 600 τίτλους, και την προεπαναστατική εικοσαετία 1800-1820 αγγίζει τους 1.345. Δύσκολα αμφισβητείται επομένως ότι η έντονη εκδοτική δραστηριότητα πιστοποιεί την ύπαρξη ενός κοινού που μπορεί και θέλει να διαβάζει, ιδίως αν ληφθεί υπ΄ όψιν ότι πολλά βιβλία είχαν εκτυπωθεί και σε χιλιάδες ακόμα αντίτυπα .
Απ’ όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν έως τώρα, πρωτεύουσα σημασία είχε η διακίνηση βιβλίων γραμμένων στην ‘κοινή’ γλώσσα. Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους οι οποίοι ανέδειξαν την παιδευτική διάσταση της συμβολής του Ιώσηπου Μοισιόδακα, ήδη με την έκδοση της Ηθικής φιλοσοφίας το 1761.
Με την Απολογία του 1780, στρέφεται κατά της ξερής γραμματικής διδασκαλίας και του σχολαστικισμού, προβάλλοντας μια δημιουργική διάθεση απέναντι στην αρχαιότητα, καθώς και την ουσιαστική του ενημέρωση για τα έργα του Λοκ, του Νεύτωνα και του Βολταίρου.
Στη Θεωρία της γεωγραφίας του 1781, το ενδιαφέρον του Μοισιόδακα για τις φυσικές επιστήμες, την παιδευτική αξία των οποίων προέβαλε μετ’ επιτάσεως ο Διαφωτισμός, είναι ακόμα πιο έκδηλο. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους είναι εξίσου σημαντική η Γεωγραφία Νεωτερική των Δανιήλ Φιλιππίδη και  Γρηγορίου Κωνσταντά, που εκδόθηκε το 1791.
Ως προς την επιρροή των ιδεών του Διαφωτισμού, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του Ρήγα με την έκδοση της Νέας Πολιτικής Διοίκησης το 1797, της επηρεασμένης άμεσα, όπως και Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, από τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης. Την ίδια χρονιά είχε κυκλοφορήσει και η περίφημη Χάρτα της Ελλάδας.
Απ’ όσα άλλα γραπτά του στα νέα ελληνικά απηχούν νεωτερικές τάσεις, αναφέρω μόνο δύο που εκδόθηκαν το 1790, τη μετάφραση του μυθιστορήματος Σχολείο των ντελικάτων εραστών και το Φυσικής Απάνθισμα, με την εμβληματικής επικαιρότητας ρήση «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».
Στους υπέρμαχους της ‘κοινής’ γλώσσας πρέπει να προσμετρηθούν και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς για τη μετάφραση και έκδοση των ‘Στοιχείων’ της φιλοσοφίας του Francesco Soave, το 1804, ο Αθανάσιος Χριστόπουλος για την ποιητική του συλλογή Λυρικά, του 1811, ο Γιάνης Βηλαράς για τη Ρομέηκη Γλόσσα που εξέδωσε το 1814 στην Κέρκυρα, έχοντας επιπλέον μεταφράσει τον Κρίτωνα του Πλάτωνα και τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη.
Τον εξέχοντα ρόλο των κειμένων της αρχαιότητας στη διαπαιδαγώγηση των νέων  υπομνηματίζει με ενάργεια ο Φίλιππος Μαργαρίτης σε ένα αγνώστου χρονολογίας σχέδιο, όπου εικονίζεται κάποιος ιερωμένος να διδάσκει ένα ελληνόπουλο. Το ευδιάκριτα μάλιστα σημειωμένο στο πάνω μέρος του σχεδίου «σοφία γαρ μόνον των κτημάτων αθάνατον», υπονοεί αναμφίβολα τη διδασκαλία του Προς Δημόνικον Ισοκρατικού λόγου.
Η γενικότερη άνθηση των γραμμάτων κατά την περίοδο αυτή ορίζεται από τον βαθμιαίο, ενσυνείδητο εμπλουτισμό της παιδείας με τις κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πνεύματος, τόσο στις θετικές όσο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Έτσι έφθαναν σταδιακά στην Ελλάδα από τα μέσα του 18ου αιώνα, ή δι’ απευθείας μεταφράσεων, ή εμβολιάζοντας ομόλογες ελληνικές πραγματείες, τα μηνύματα των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών Ντιντερό, Ντ’ Αλαμπέρ, Ρουσό, Μοντεσκιέ και Βολταίρου, τα θεωρήματα του Νεύτωνα και οι ιδέες του Λοκ.
Η γόνιμη επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία, μέσα από μεταφράσεις στα νεοελληνικά πολυδιαβασμένων έργων, όπως το Τύχαι Τηλεμάχου του Fenelon λ.χ., και η Αρχαία Ιστορία του Rollin, που εκδόθηκαν το 1742 και το 1750, εκφράζει μια ταυτόχρονη στροφή προς την Ευρώπη και το πνεύμα του Διαφωτισμού.
Το ίδιο πνεύμα απηχεί η Ελληνική Βιβλιοθήκη του Κοραή, παρότι τα αρχαία κείμενα εκδίδονται στο πρωτότυπο. Για τους ίδιους λόγους σημαίνουσα είναι και η μετάφραση του πιο αξιομνημόνευτου έργου υψηλής εκλαΐκευσης για την αρχαία Ελλάδα, της Περιήγησης του νέου Ανάχαρση του Barthélemy, που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1797 από τον κύκλο του Ρήγα, λίγα χρόνια μετά την πρώτη γαλλική έκδοση.
Την ευθεία συνάρτηση της παιδείας με την επαναστατική ετοιμότητα, από μια εντεινόμενη ισχυροποίηση της συλλογικής εθνικής συνείδησης, συνδεδεμένη άρρηκτα και με την ιστορικότητα της ελληνικής γλώσσας, απηχούν και άλλα σημαντικά κείμενα.
Στα πιο ριζοσπαστικά ανήκει η Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος, ήτοι Λόγος περί ελευθερίας, αφιερωμένος στη μνήμη του Ρήγα, η οποία εκδόθηκε το 1806 και μπορεί να θεωρηθεί «σαν έκφραση της συνισταμένης των πεποιθήσεων και των ‘θέσεων’ που κυκλοφορούσαν με επίταση στον ελληνικό κόσμο τις δεκαετίες πριν από την επανάσταση». Σχετικά με την εξάπλωση της παιδείας ειδικότερα, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι δεν υπήρχε τη χρονική αυτή περίοδο πόλη χωρίς δύο και τρία σχολεία.
Όπως έχει επισημανθεί, η μαρτυρία του Ανώνυμου για τα σχολεία «συναντά υπόγεια» το Mémoire sur l’État de la civilization actuelle dans la Grèce του Κοραή, γραμμένο το 1803, με διαφορετική οπτική, αλλά και μια ταυτόσημη σχεδόν απαρίθμηση των ελληνικών επιτευγμάτων στο εμπόριο, τη ναυτιλία, την εξάπλωση της παιδείας, τον πολλαπλασιασμό των εκπαιδευτηρίων, την εκδοτική δραστηριότητα, τις μεταφράσεις ξενόγλωσσων βιβλίων.
Ανάλογα μας διαβεβαιώνει και ο σύγχρονος με την Επανάσταση Άγγλος ιστορικός George Finley, τονίζοντας πως, «αν και υποβαθμισμένη πολιτικά η κατάσταση των Ελλήνων, είναι πιθανόν ότι ένα ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλης χριστιανικής φυλής στην Ευρώπη μπορούσε να διαβάζει και να γράφει». Ακόμα, ότι «οι Έλληνες όλων των τάξεων έδιναν πάντοτε υψηλότερη αξία στη γνώση των γραμμάτων από οποιονδήποτε άλλο λαό».
Η πολιτισμική εγρήγορση η αποτυπωμένη στη νεοελληνική γραμματεία των προεπαναστατικών χρόνων αποτυπώνεται και σε όσες άλλες εξίσου θαυμαστές δημιουργίες του ξενοκρατούμενου Ελληνισμού έχουν περισωθεί. Στην αρχή της ομιλίας μου υπαινίχθηκα ότι η ευθύνη της πολιτείας για την υποτίμηση, την καταστροφή, τη λεηλασία και τη διασπορά αυτής της κληρονομιάς, είναι ανυπολόγιστη.
Ως εξαίρεση, εντούτοις, μπορεί να θεωρηθεί η διάσωση της θρησκευτικής τέχνης, η οποία κατόρθωσε να διατηρηθεί σε οπωσδήποτε καλύτερη κατάσταση από την κοσμική χάρη στην προστασία της Εκκλησίας, και να μελετηθεί σε βάθος από διαπρεπείς Έλληνες και ξένους ερευνητές, όπως οι δικοί μας Αναστάσιος Ορλάνδος και Μανόλης Χατζηδάκης, για να μνημονεύσω δύο μόνο από περισσότερους.
Σε αντίθεση με τη νεοελληνική γραμματεία, η οποία στις σημαντικότερες εκφάνσεις της είναι στραμμένη προς τη Δύση, η θρησκευτική τέχνη επιδιώκει σταθερά να αναβιώσει κάτι από την αίγλη της ορθόδοξης αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, αφομοιώνοντας ορισμένες φορές στοιχεία και από τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ιταλίας.
Αναφέρω συνοπτικά ότι η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική ακολουθεί τη βυζαντινή παράδοση με πιο καθησυχασμένες αναλογίες, σύμφωνα με τον χρόνο της ανέγερσης και την παρουσία των κτισμάτων της σε ενετοκρατούμενα ή τουρκοκρατούμενα εδάφη. Ένα σπάνιο δείγμα του ύστερου 15ου αιώνα, η Παναγία στον Πρίνο του Μυλοποτάμου της Κρήτης λ.χ., συνδυάζει έτσι τις απλές φόρμες των όγκων της με τυπικές αναγεννησιακές ιδέες.
Το ίδιο παρατηρείται κατά τις αρχές του 16ου αιώνα στου Μόρφου της Κύπρου με τον βυζαντινό τρούλο και τα οξυκόρυφα γοτθικά τόξα του Άγιου Μάμα. Από τη ναοδομία του 17ου αιώνα, την εκκλησία της Νέας Μονής Φιλοσόφου στη Δημητσάνα, ωστόσο, τη χαρακτηρίζει η ταπεινότητα πολλών άλλων ομόλογων μνημείων της εποχής. Κατά τον 18ο αιώνα οικοδομούνται και εκκλησίες μεγάλων συχνά διαστάσεων με περίτεχνες μορφολογικές λεπτομέρειες, όπως οι 13 τρούλοι στο καθολικό της Μονής του Τιμίου Σταυρού των Δολιανών.
Ο εσωτερικός διάκοσμος των εκκλησιών διαγράφει ποιοτικά μια εξελικτική διαδρομή, η οποία, από τις διαποτισμένες τον 15ο αιώνα με αναγεννησιακή πνοή τοιχογραφίες της Παναγίας του Μυλοποτάμου στην Κρήτη, καταλήγει στις ευφρόσυνα λαϊκότροπες του ύστερου 18ου και πρώιμου 19ου αιώνα πολλών περιοχών.
Την ενδιάμεση απόσταση καλύπτει, κατά τα μέσα του 16ου αιώνα, ο Άγιος Νικόλαος της μονής των Φιλανθρωπηνών στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με τις πρωτόφαντα γοητευτικές συνθέσεις των στρατιωτικών αγίων, κυρίως όμως με την απεικόνιση φιλοσόφων της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων ο Πλάτωνας και ο  Αριστοτέλης. Η επιλογή αυτή δεν είναι βεβαίως άσχετη με ότι υπογραμμίστηκε ήδη για την παιδεία και τις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων από τους λόγιους της εποχής.
Ένας άλλος Άγιος Νικόλαος, στη Βίτσα του Ζαγορίου, εκπέμπει κατά τις αρχές του 17ου αιώνα τους διαφορετικής τονικότητας χαρμόσυνους Αίνους του ζωγράφου Μιχαήλ από το Λινοτόπι.  Τον 18ο αιώνα παρατηρείται μια κλασικίζουσα τάση επιστροφής στις εικαστικές κατακτήσεις του 14ου και στον ζωγράφο Πανσέληνο, όπως την αισθητοποιεί, επί παραδείγματι, η τοιχογράφηση του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου.
Στην κατηγορία των φορητών εικόνων, την εξέλιξη της ζωγραφικής καταγράφουν πολλές επώνυμες δημιουργίες, αιωρούμενες ανάμεσα στο βυζαντινό παρελθόν με τις ιταλίζουσες επιρροές της Κρητικής Σχολής και στην αδρότερα συναισθηματική εκφραστικότητα των ελλαδικών εργαστηρίων.
Από τους εκπροσώπους της πρώτης παρακάμπτω, για λόγους οικονομίας, τον Θεοφάνη Μπαθά, που προίκισε με τα έργα του τα Μετέωρα και το Άγιον Όρος. Θα παρακάμψω όμως και τις πανέμορφες δημιουργίες του επίσης Κρητικού Άγγελου Ακοτάντου, επιλέγοντας μια Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα, η οποία αποδίδεται στον επίσης σημαντικό ζωγράφο της Κρήτης Ανδρέα Ρίτζο, και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα.
Στον 16ο αιώνα εργαζόταν και ο εξίσου φημισμένος Κρητικός ζωγράφος Μιχαήλ Δαμασκηνός· αντ’ αυτού όμως επιλέγω τον εγκατεστημένο στη Βενετία Ροδίτη Ιωάννη Περμενιάτη για μια μνημειακών διαστάσεων Προσκύνηση των Μάγων, η σύνθεση της οποίας, με τη ζωντάνια και τις αναγεννησιακές επιδράσεις της, μετατάσσει το εικονιζόμενο θέμα από την ιερότητα των θρησκευτικών παραστάσεων στην αμεσότητα των κοσμικών.
Θα παρακάμψω όμως και έναν άλλο επιφανή ζωγράφο, τον Γεώργιο Κλόντζα, παρότι τόλμησε να απεικονίσει τη μεγάλης ιστορικής σημασίας Ναυμαχία της Ναυπάκτου που το 1571 απέτρεψε οριστικά τον οθωμανικό επεκτατισμό προς τη Δύση.  Η σπανιότατη παράσταση της Προσκύνησης των Μάγων, την οποία προκρίνω, είναι ενυπόγραφη δημιουργία της κρητικής περιόδου του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, με ευδιάκριτες τεχνοτροπικές επιρροές από τον Tiziano και τον Tintoretto. Το πολύτιμο αυτό έργο φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1565 και 1567, όταν στον Χάνδακα δεν ήταν λίγοι οι πίνακες φημισμένων Ιταλών καλλιτεχνών.
Σας προβάλλω τώρα μια αριστουργηματική Παναγία Γλυκοφιλούσα του εντελώς πρώιμου 17ου αιώνα, έργο του Εμμανουήλ Λαμπάρδου, ενός από τους παραγωγικότερους ζωγράφους ήδη από το δεύτερο μισό του 16ου. Σας προβάλλω ακόμα τον Ευαγγελιστή Μάρκο του 1657, έργο του Εμμανουήλ Τζάνε, που συγκαταλέγεται στους τελευταίους μείζονες εκπροσώπους της Κρητικής Σχολής, και διακρίνεται για τον κάποιο εκλεκτισμό της σχεδιαστικής του αρτιότητα.
Τον 18ο αιώνα η ζωγραφική παραμένει πιστή στην ίδια τεχνοτροπική παράδοση, με πιο εξεζητημένες τις εικονογραφικές λεπτομέρειες και εντεινόμενες τις απλουστευτικές τάσεις στην απόδοση των μορφών. Ο άγιος Νικόλαος του Κεφαλονίτη Λάσκαρη Λειχούδη υιοθετεί το 1733 τα πρότυπα και τις χρωματικές κλίμακες του γνωστότερου τότε Θεόδωρου Πουλάκη.
Οι εκκλησίες, για να εκπληρώνουν το λειτουργικό τους χρέος, ήταν όμως εξοπλισμένες και με άλλες εξαίρετες δημιουργίες, δείγματα προηγμένης και εκλεπτυσμένης καλλιτεχνικής παράδοσης στη μικροτεχνία. Ένας από πολλούς χρυσοκέντητους επιτάφιους  φέρει την υπογραφή της Θεοδοσίας της Πούλοπος, τη χρονολογία 1599, και συγκαταλέγεται στα εκλεκτότερα έργα του όψιμου 16ου αιώνα. Ένας άλλος, εργασμένος το 1682 στην Κωνσταντινούπολη από τη φημισμένη κεντήστρα Δεσποινέτα, με προορισμό τον μητροπολητικό ναό της ελληνικής κοινότητας στην Άγκυρα, είναι επίσης εξαρτημένος από τη βυζαντινή χρυσοκεντητική.
Aπό τον απέραντο αριθμό των βαρύτιμων λειτουργικών αντικειμένων, επιλέγω ένα πανέμορφο σκεύος αβέβαιου προορισμού, ίσως για την εναπόθεση του άρτου στη θήκη της κόγχης του ιερού. Το έξοχο αυτό δείγμα της αργυροχρυσοχοΐας έχει σχήμα βυζαντινού ναού, είναι διακοσμημένο με πολύχρωμα σμάλτα και υπογράφεται από τον μοναχό Δημήτριο Χατζή, ο οποίος το αφιέρωσε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου των Σερρών το 1613. Πλάι του προβάλλεται το κάλυμμα ενός ευαγγελίου με άνθινο επισμαλτωμένο διάκοσμο, χυτές, επίχρυσες παραστάσεις του Δωδεκάορτου και τη χρονολογία 1710, από τις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης, θυμίζοντας, για μια ακόμα φορά, τις περιπέτειες της Ρωμιοσύνης.
Το εσωτερικό των εκκλησιών λάμπει και από ξυλόγλυπτα, επίχρυσα τέμπλα, όπως ένα του 18ου αιώνα στην Παναγία Τουρλιανή της Μυκόνου. Στα νησιά του Αιγαίου, στις Κυκλάδες προπάντων, απαντούν και περίτεχνα μαρμάρινα τέμπλα, λαξευμένα από έμπειρους τεχνίτες της Χίου ή της Τήνου. Ένα τέτοιο τέμπλο των μέσων του 18ου αιώνα κοσμεί στη Μονή Αγίας της Άνδρου το παρεκκλήσι των Ταξιαρχών. Οι ναοί εξωραΐζονται όμως ενίοτε και εξωτερικά με μαρμάρινα ανάγλυφα, όπως η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Γεωργίου της Ζαγοράς το 1765 ή το καμπαναριό της Παναγίας Τουρλιανής το 1806.
Την προσπάθειά μου να σας μεταδώσω κάτι από το υψηλό επίπεδο του νεοελληνικού πολιτισμού στον χώρο και τον χρόνο της ξενοκρατίας, την ολοκληρώνει τώρα με τη συναρπαστική της γοητεία η σύγχρονη και παράλληλη της εκκλησιαστικής κοσμική δημιουργία. «Αρχή σοφίας» – όμως – «η των ονομάτων επίσκεψις», έλεγε ο Αντισθένης, και το επαναλάμβανε ο Μοντεσκιέ, από τον οποίο το αλίευσε ο Σολωμός: «Il faut en définir les termes».
Θα αποφύγω εντούτοις να εμπλακώ στην, κατά τη γνώμη μου, αποπροσανατολιστική αναζήτηση ενός επιθετικού προσδιορισμού για τα επιτεύγματα και την αξιολόγηση της καλλιτεχνικής παραγωγής των δίσεκτων εκείνων χρόνων. Να εμπλακώ δηλαδή στους εννοιολογικά αμφιταλαντευόμενους χαρακτηρισμούς, στις αποκλίνουσες νοηματοδοτήσεις των όρων μεταβυζαντινός, παραδοσιακός ή λαϊκός, στις υποδιαιρέσεις και τις ταξιθετήσεις των επιδόσεων μεταξύ ορεινών, πεδινών ή νησιώτικων περιοχών, αλλά και στις οικονομικο-κοινωνικές διαστρωματώσεις των έργων της σε αστικές ή αγροτικές κλίμακες.
Αν υποστηρίζω την αρραγή εσωτερική ενότητα των επιμέρους εκδηλώσεων του νεοελληνικού πολιτισμού, είναι γιατί τις βλέπω να ανασυνθέτουν το πανόραμα ενός δοξαστικού με εξαίρετα δείγματα της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της ζωγραφικής, της κεντητικής, της υφαντικής και της κεραμικής, της μεταλλουργίας και της αργυροχρυσοχοΐας. Με ό,τι διακρίνει το σφρίγος μιας μεγαλόπνοης έμπνευσης, παρά τις αντίξοες τότε συνθήκες.
H βελτίωση των όρων της διαβίωσης, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη του 17ου και του 18ου κυρίως αιώνα, είναι ορατή στην οργάνωση όσων οικισμών διατηρούν ακόμα κάτι από την αρχική τους συγκρότηση. Στη δομή και στην αισθητική τους διακρίνεται ένα πνεύμα ισοτιμίας με προέχουσες τις οικοδομές των πλουσιότερων εμπόρων και των ναυτικών.
Η ακεραιότητά τους, ωστόσο, ευτύχησε να διατηρηθεί περισσότερο στους οικισμούς των ορεινών περιοχών, στους Καλαρρύτες της Ηπείρου λ.χ., αντίθετα από την τρομακτική αλλοίωση των νησιώτικων, με την Ύδρα να συνιστά μια σπάνια εξαίρεση. Η φροντίδα για την εξυπηρέτηση της κοινοτικής ζωής φαίνεται από τα έργα της ύδρευσης, τις κρήνες τις απαραίτητες για το πότισμα των ζώων, αλλά και τις διακοσμημένες με ανάγλυφα εντός των οικισμών.
Στα νησιά και τις παραθαλάσσιες πόλεις την επικοινωνία εξυπηρετούσαν τρεχαντήρια εξαίρετης ναυπηγικής, και στη στεριά ένα οδικό δίκτυο με θαυμαστής τεχνικής αρτιότητας πέτρινα γεφύρια, που χαροποιούσαν την όραση με την κομψότητα γραμμών και την αρμονική σχέση τους με το περιβάλλον.
Πολλές από τις γέφυρες αυτές τις θαύμασαν και τις απαθανάτισαν ξένοι ζωγράφοι και περιηγητές, όπως την ανύπαρκτη σήμερα του Ευρώτα. Για άλλες μιλούν οι γραπτές πηγές, για τη μισοκατεστραμμένη λ.χ. της Καρύταινας του 15ου αιώνα με το εκκλησάκι στη βάση της. Επιλέγοντας εντελώς τυχαία, παρακάμπτω την κυματιστή γέφυρα που ενώνει τις όχθες του Βοϊδομάτη στους Κήπους του Ζαγορίου, και σταματώ στο μονότοξο γεφύρι του Κόκκορου ή Νούτσου, κτισμένο στην ίδια περιοχή το 1750. Δεν μπορώ πάντως να παραλείψω το πολυτραγουδισμένο, πολύτοξο γεφύρι της Άρτας του 17ου αιώνα στον ποταμό Άραχθο, που «Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες – ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν», ώσπου να στεριώσει.
Τη νεοελληνική αρχιτεκτονική παράδοση τη σάρωσε το εκσυγχρονιστικό ρεύμα του κλασικισμού, στην απεγνωσμένη του απόπειρα να συνδέσει το τότε παρόν με το αρχαιοελληνικό μεγαλείο. Όσα ελάχιστα δείγματα κατόρθωσαν να επιβιώσουν, έπεσαν θύματα αδιαφορίας, ημιμάθειας ή καιροσκοπισμού. Μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν να θεσπίζονται κάποια προστατευτικά μέτρα για τους ορεινούς κυρίως οικισμούς, ενώ αφέθηκαν ανάλγητα στη βορά της τουριστικής βουλιμίας οι νησιώτικοι και οι παραθαλάσσιοι.
Για να σχηματίσετε μια φευγαλέα έστω εικόνα των ιδιωτικών χώρων της καθημερινής ζωής, προσφεύγω αναγκαστικά σε ορισμένα δείγματα οικιών που άντεξαν τις κακουχίες του χρόνου και τις απρονοησίες των εκάστοτε εξουσιών. Αυτό με υποχρεώνει να περιοριστώ στα πλουσιότερα αρχοντικά, μολονότι όσα φτωχότερα σπίτια διατηρούνται, στη Σκύρο λ.χ., αν και μικρότερης κλίμακας, έχουν να επιδείξουν επίσης έναν εσωτερικό διάκοσμο απαράμιλλης καλαισθησίας.
Οι κοινωνικές συνθήκες σημαδεύουν οπωσδήποτε τρεις τύπους κατοικιών, τον βορειοελλαδικό, τον αιγαιοπελαγίτικο και τον ενδιάμεσο, ερμηνεύοντας συνακόλουθα το κληρονομημένο από τη Δύση πλήθος των οικοσήμων στα αρχοντόσπιτα.
Ανάμεσα στα σωζόμενα βορειοελλαδικά παραδείγματα ομολογώ ότι δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω ! Όλα χρονολογούνται από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά, και όλα συνδυάζουν στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης, αναμεμειγμένα με οθωμανικές και με κεντροευρωπαϊκές επιδράσεις.
Το περιδιάβασμα που επιχειρώ με φέρνει πρώτα στη Σιάτιστα, στο κτισμένο το 1752 με 1759 αρχοντικό του Πουλκίδη, για τον ξυλόγλυπτο και τοιχογραφημένο διάκοσμο του καλού οντά, όπως λέγεται η επίσημη αίθουσα υποδοχής. Δύσκολα θα παρέκαμπτα όμως το αρχοντικό του Μανούση, του 1762-1763, διακοσμημένο παρόμοια με ευφάνταστες απόψεις πόλεων, που υπαινίσσονται την Κωνσταντινούπολη μάλλον. Από τις υπόλοιπες τοιχογραφίες του αρχοντικού ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σκηνή κυνηγιού για την πρόσχαρη αφέλεια του διηγηματικού της ύφους με την απόδοση ανθρώπινων μορφών μέσα σε ένα φανταστικό φυσικό περιβάλλον .
Ο χώρος της υποδοχής στο αρχοντικό Τακιατζή της Κοζάνης ήταν επενδεδυμένος με έναν ακόμα πιο θεαματικό ξυλόγλυπτο διάκοσμο, όπου τα επιχρωματισμένα λεπτουργήματα πρόβαλλαν τις επιμέρους θεματικές τους λεπτομέρειες επιχρυσωμένες ή επασημωμένες. Την ταύτιση του λαμπρού αυτού έργου την εξασφάλισε μια φωτογραφία παρμένη το 1919 από τον Αριστοτέλη Ζάχο, όσο ακόμα βρισκόταν στη θέση του, πριν αποξυλωθεί και μεταφερθεί στην Αθήνα.
Τον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο στα Αμπελάκια του Πηλίου εκπροσωπεί το πασίγνωστο αρχοντικό του Γεωργίου Σβαρτς, οικοδομημένο το 1798 και τοιχογραφημένο, όπως και της Σιάτιστας, με τεχνοτροπικά συγγενείς συνθέσεις που εικονίζουν πολιτείες, λιμάνια, πλεούμενη.
Ο βορειοελλαδικός τύπος της κατοικίας ήταν διαδεδομένος και στη νότια Ελλάδα, όπως διαπιστώνεται από έπαινους περιγραφών και απεικονίσεις ξένων περιηγητών που είχαν επισκεφθεί πολλά από τα ολοκληρωτικά σχεδόν χαμένα σπίτια της Αθήνας. Ως εξαίρεση επιβάλλεται να μνημονευθεί το αρχοντικό των Μπενιζέλων, τα εγκαταλελειμμένα ερείπια του οποίου αναστηλώθηκαν τελευταία με την ευεργετική παρέμβαση της Αρχιεπισκοπής.
Ας σημειωθεί ότι τον ίδιο τύπο επαναλαμβάνει στην Πέτρα της Μυτιλήνης και το αρχοντικό της Βαρελτζίδαινας, τοιχογραφημένο μάλιστα με τα ίδια θέματα, αν όχι και από τα ίδια σινάφια των περιφερόμενων ζωγράφων. Δεν μπορώ, τέλος, να παραλείψω τις θαυμάσιες τοιχογραφίες της στροφής του 18ου αιώνα, που κοσμούσαν στο Ηράκλειο της Κρήτης το κονάκι του Φαζίλ Μπέη, ιδίως την απεικόνιση του λιμανιού.
Στα νησιά του Αιγαίου, στις Κυκλάδες κυρίως, επικρατούσε ό τύπος μιας κατοικίας με άλλη δομή και άλλο πνεύμα. Πρόκειται για  πυργόσχημες ως επί το πλείστον κατασκευές, διακοσμημένες συχνά με μαρμάρινα δαντελωτά περιθυρώματα αναγεννησιακού ύφους, όπως ενός αρχοντικού της Ίου, που δεν υπάρχει πλέον.
Στα Δωδεκάνησα τις υπερυψωμένες περιοχές των κρεβατιών πλαισίωναν και απομόνωναν από το υπόλοιπο σπίτι οι λεγόμενοι αμπατάροι, ξύλινα διακοσμητικά στοιχεία με ποικίλα ζωγραφικά θέματα και σύμβολα προστατευτικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα  διασώζεται στο αρχοντικό του Νικολαΐδη της Πάτμου, από τα πολλά παρόμοια που υπάρχουν στη Ρόδο και αλλού. Η ερμηνεία όμως καθώς και η ασυνήθης τεχνοτροπική ιδιαιτερότητα των απεικονίσεών τους δεν έχει ελκύσει προς το παρόν την προσοχή της έρευνας.
Εδώ οφείλω να παρατηρήσω ότι και άλλοι τομείς της προεπαναστατικής καλλιτεχνικής δραστηριότητας παραμένουν αμελέτητοι, με αποτέλεσμα να μας διαφεύγει ο συνολικός δείκτης του πολιτιστικού επιπέδου των χρόνων που προετοίμαζαν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, καθώς και η συνάρτησή του με τον βαθμό της αυτοσυνειδησίας ως πρωτεύοντος συντελεστού.
Για του λόγου το αληθές θα αναφερθώ στην περίπτωση της κεραμικής, δεδομένου ότι μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισε να απασχολεί σοβαρότερα κάποιους μελετητές, χωρίς εντούτοις να έχει ακόμα καθαρογραφεί το ιστορικό της.
Ούτε και τα ξενόφερτα όμως κεραμικά, κυρίαρχα συστατικά του διακόσμου των  κατοικιών σε πολλές περιοχές, στη Σκύρο λ.χ., είναι με ακρίβεια γνωστά, παρότι η μαρτυρία τους για τις εμπορικές συναλλαγές με τη Δύση, την Ιταλία πρωτίστως, την κεντρική Ευρώπη αλλά και την Ανατολή, θα ήταν πολύτιμη.
Η εντόπια άλλωστε παραγωγή, η οποία, με την τεχνική της εφυάλωσης και τον εγχάρακτο διάκοσμο, συνεχίζει τη βυζαντινή παράδοση, είναι αμφίβολο αν θα είχε εντοπιστεί χωρίς τα ανασκαφικά ευρήματα της Λάρισας και της Άρτας.
Σε ένα σπανιότατο μάλιστα ακέραιο δείγμα από την Άρτα, με την υπογραφή κάποιου ΔΗΜΟΥ, του κατόχου ίσως ή του κατασκευαστή, και τη χρονολογία 1791, προστίθενται σταδιακά κεραμικά της Ηπείρου και άλλων περιοχών. Από την έως τώρα συγκομιδή υπερέχουν ποιοτικά η κανάτα που απεικονίζει τον απόπλου ενός ιστιοφόρου με τις ευλογίες των δύο έφιππων ανδρικών μορφών, αγίων μάλλον, και μια άλλη με την εξίσου σπάνια παράσταση γυναικείου χορού.
Στην αισθητική ανάδειξη των εσωτερικών χώρων καθοριστική ήταν και η συμβολή της κεντητικής, μιας μεγάλης κατηγορίας από λεπταίσθητα έργα γυναικείων χεριών με τις ρίζες της χαμένες στο παρελθόν, και με τη σημασία της  να αντανακλάται στο δημοτικό τραγούδι. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες Ελλήνων και ξένων ερευνητών, ούτε η αποκρυπτογράφηση του κώδικα των θεμάτων της έχει επιτευχθεί ούτε το χρονολογικό της πρόβλημα επιλύθηκε.
Από τη μελέτη ορισμένων παραδειγμάτων της Σίφνου προέκυψε η χρονολόγηση των πρωιμότερων στο πρώτο τέταρτο του 17ου αιώνα, σε αντίθεση με τα κρητικά κεντήματα που φέρουν υπογραφές και χρονολογίες μετά την πτώση του Χάνδακα στους Οθωμανούς το 1669. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ξεχωριστή τοπική παράδοση πρέπει να ανάγεται σε παλιότερους χρόνους.
Σημαίνει ακόμα ότι μόνο με επιφύλαξη μπορεί να γίνει αποδεκτή η κατάταξη ενός κεντήματος από την Ήπειρο, με αφηγούμενο θέμα μια πομπή γάμου, στον 18ο αιώνα. Σε σχέση μάλιστα με τη φυσιοκρατική του επεξεργασία, η φτερωτή γυναικεία μορφή, η καλή νεράιδα που προστατεύει το ζευγάρι και αποδίδεται με γεωμετρική τάξη αφαιρετικά σε ένα νυφικό μαξιλάρι της Λευκάδας, θα μπορούσε να έχει κεντηθεί τον 17ο αιώνα. Για τον ίδιο λόγο αλλά και για τη βυζαντινή βελονιά του, τότε πρέπει να κεντήθηκε στη Σκύρο και το περίφημο νυφικό μαξιλάρι με το τρικάταρτο καράβι.
Αμελέτητη είναι ουσιαστικά και η νεοελληνική ξυλογλυπτική, η οποία μπορεί να υπερηφανεύεται για τα μνημειακά ακρόπρωρα της εποχής που άνθιζε η ναυτιλία. Μολονότι όμως η διάκριση τοπικών εργαστηρίων και ο χρόνος της ξυλογλυπτικής ανήκουν στα αιτήματα μελλοντικών ερευνών, τελευταία αναγνωρίστηκε ένα εργαστήριο της ενετοκρατούμενης ακόμα Κρήτης.
Αναφέρομαι στο πρόσθιο τμήμα μιας κασέλας του 16ου αιώνα με επιπεδόγλυφα λαξευμένη τη σκηνή ενός κυνηγιού. Κασέλες υπήρχαν απαραιτήτως σε κάθε ελληνικό σπίτι. Στη Χίο λ.χ. ο παλιότερος τύπος κερδίζει την όραση με την απέριττη φόρμα του, την απαλλαγμένη από τον μετέπειτα πρόσθετο διάκοσμο, καθώς και με τα κατακόρυφα διπλά ζεύγη των ολόγλυφων ανδρικών και γυναικείων μορφών στις άκρες.
Το υστερογοτθικό πνεύμα της δομής αυτού του έργου παραπέμπει στην περίοδο της κυριαρχίας του νησιού από τους Γενουάτες (1346-1566). Πολλά άλλα παραδείγματα διαφόρων τεχνοτροπικών τάσεων αναμένουν τον εργαστηριακό τους προσδιορισμό. Ωστόσο, η πρόσφατη ανακάλυψη του εργαστηρίου της Μάνης επέτρεψε να εκτιμηθεί η αξία του πρόσθιου τμήματος μιας κασέλας με τον διάκοσμο κατανεμημένο σε δύο ζώνες.
Στην πάνω ζώνη εικονίζεται ο φορτισμένος με συμβολικό βάρος δικέφαλος αετός, πλαισιωμένος από δύο καβαλάρηδες, ίσως άγιους προστάτες, μέσα σε άνθινο κάμπο. Στην κάτω ζώνη αναπτύσσεται ένας χορός ανδρικών και γυναικείων μορφών με τους μουσικούς στην άκρη. Το εξαιρετικά σπάνιο διηγηματικό περιεχόμενο της παράστασης προτρέπει τις μελλοντικές έρευνες στην αναζήτηση και τη σπουδή άλλων σχετικών συνθέσεων.
Η αφηγηματική πρωτοτυπία του έργου που μόλις είδατε δεν θα μπορούσε βεβαίως να είναι μοναδική. Από την επίσης αμελέτητη κατηγορία την οποία απαρτίζουν οι κασέλες της Μυτιλήνης με ζωγραφικό διάκοσμο, η ίδια αφηγηματική διάθεση χαρακτηρίζει την απόδοση του ερωτικού τραγουδιού στο καπάκι ενός ακέραια σωζόμενου παραδείγματος (59).
Περίπλοκη είναι η περίπτωση μιας άλλης κασέλας και πάλι από τη Μυτιλήνη, όπου ιστορείται το διαδοχικό πέρασμα διαφόρων μορφών μπροστά από τον νωχελικά αναπαυόμενο κάτω από τη σκιά του δέντρου ντόπιο. Με κατεύθυνση προς τον εικονιζόμενο οικισμό πορεύεται πρώτο ένα Ελληνόπουλο, ακολουθούν δύο έφιπποι, Τούρκοι ίσως ή προύχοντες, και τελευταίος κάποιος ξένος φραγκοντυμένος.
Με την εποχή της Φραγκοκρατίας συνδέονται τα παλιότερα χρυσά, επισμαλτωμένα, και με μαργαριτάρια κοσμήματα, που απαντούν από τα Επτάνησα και τις Κυκλάδες έως τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο. Το γεγονός μάλιστα ότι τέτοια κοσμήματα δεν υπάρχουν στην Ιταλία, σε συνδυασμό με την ιδιοτυπία της τεχνικής και το αναγεννησιακό ύφος τους, με είχε κάνει να αναζητήσω το κέντρο της κατασκευής τους στον ενετοκρατούμενο Χάνδακα της Κρήτης.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν πολλά κοσμήματα της Πάτμου και της Σίφνου που μπορούν να χρονολογηθούν στον 16ο  ή τον πρώιμο 17ο αιώνα. Αντίθετα από τα βαρύτερα, βυζαντινών αναμνήσεων κοσμήματα της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης, τα οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία μιας πόρπης με χρονολογία 1797, πρέπει να είναι του 18ου αιώνα.
Τέτοια κοσμήματα, με μια απέραντη τυπολογική ποικιλία μορφολογικών παραλλαγών, υλικών και εργαστηριακών επιδόσεων, συμπλήρωναν από περιοχή σε περιοχή το επίσης απέραντο ενδυματολογικό ανάπτυγμα της γυναικείας φορεσιάς, που καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν διαθέτει. Έτσι ντυμένες οι Ελληνίδες όλων ανεξαιρέτως των τάξεων, έπαιρναν μέρος σε κάθε κοινωνική εκδήλωση, γιορτές, γάμους και πανηγύρια, σαν αληθινές βασίλισσες. Ο θαυμασμός μάλιστα που προκαλούσαν και με την ομορφιά τους, αντανακλάται στις διηγήσεις περιηγητών και στις εμπνεύσεις Ελλήνων και ξένων ζωγράφων, όπως και στους ερωτικούς στίχους των δημοτικών τραγουδιών.
«Οι δημιουργίες της αδόκιμα λεγόμενης ‘λαϊκής’ τέχνης διακρίνονται για τις ανακλήσεις βυζαντινών αναμνήσεων, τις εμψυχωμένες από την επιβλητική διάθεση του ύστερου μπαρόκ, την ευδιάκριτη χροιά της φυτικής δροσιάς του ροκοκό και τη διακοσμητική κομψότητα των οθωμανικών επιδράσεων.
Στη διεισδυτική όραση οι εμπνευσμένες συνθέσεις της αποκαλύπτουν μια ξεχωριστή αγάπη για τον άνθρωπο, την ανθοφορία της ζωής, τη ρυθμική συγκρότηση ενός αισιόδοξου ιδεατού περιβάλλοντος, τη μελωδική ανάδειξη των θεμάτων. Με τη λιτή και απέριττη καθαρότητα της διατύπωσης, με την ευφρόσυνη χρωματική ευφορία και τον πλούτο των θεματικών της παραλλαγών, η τέχνη των αιώνων της ξενοκρατίας πλέκει ένα εγκώμιο στην υπομονή, την επιμονή και την ελπίδα.
Ενώ το αρχετυπικό βάρος που αρθρώνει το εικαστικό της λεξιλόγιο, είτε με την υπαινικτικότητα των αφαιρετικών γενικεύσεων είτε με την προφάνεια της φυσιοκρατικής πανδαισίας, καθώς και η συμβολική πνοή που χαϊδεύει τις μορφές της, διαπνέονται από μια ποιητική αύρα, σύμμετρη προς τον υψηλό ποιοτικό δείκτη της δημοτικής ποίησης».
Απ’ όσα ενδεικτικά ειπώθηκαν έως τώρα, διακρίνεται, πιστεύω, άλλοτε με ευκρίνεια και άλλοτε αχνά, η ανοδική πορεία του ξενοκρατούμενου ελληνισμού σε μια σειρά από τομείς: στην οικονομική δραστηριότητα – «η οποία χρειάζεται ειδική διαπραγμάτευση» -, στη μεταναστευτική διάθεση, στην καλλιτεχνική έκφραση, στην έφεση για μόρφωση.
Η ανοδική αυτή πορεία, που την ορίζει η συνοχή, κυρίως όμως η αντοχή στη διάρκεια του χρόνου και στις αρνητικές συγκυρίες των περιστάσεων, η επίμονη καθώς και η επίπονη προσπάθεια βελτίωσης των όρων της διαβίωσης, διαθέτει μια δυναμική η οποία, συνειδητά όσο και ασυνειδητοποίητα, υποδαυλίζει την επαναστατική ετοιμότητα.
Χαρακτηριστική είναι η τεράστια απήχηση που είχε ο Θούριος του Ρήγα ανάμεσα σε λόγιους, εγγράμματους και αγράμματους, προεστούς και αγρότες, οι οποίοι τον γνωρίζουν, τον τραγουδούν και ενθουσιάζονται, καθώς και η απήχηση της απελευθερωτικής του προσπάθειας που σφραγίστηκε με τον θάνατό του.
Είναι γνωστό το επεισόδιο όπου ο Ανδρέας Λόντος, σε ένα γλέντι στη Βοστίτσα, τραγουδάει τον Θούριο, και ένας Τούρκος που περνάει απέξω ρωτάει έναν άλλο τι γίνεται μέσα. «Τίποτα», του απαντά εκείνος· «οι Ρωμιοί τραγουδούν τον ύμνο στην καινούργια Παναγιά τους, που τη λένε ελευθερία».
Η σταδιακά αυξανόμενη δυναμική του νέου ελληνισμού συνοψίζεται όμως  το 1806, 15 μόλις χρόνια πριν από την έκρηξη της Επανάστασης, σε μια πραγματικά εντυπωσιακή φράση του Ανώνυμου της Ελληνικής Νομαρχίας: «Ας ευχαριστήσωμεν τον Θεόν, οπού δεν εγεννήθημεν ένα αιώνα πρωτύτερα, αλλά εγεννήθημεν εις καιρόν επιτηδειότατον εις να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας».
Στη συνταρακτική αυτή πεποίθηση η οποία εκφράζεται εδώ, μοιάζει να αποκρίνεται, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, μια φράση του Κολοκοτρώνη: «… ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας»· αλλά και μια στροφή από τον Ύμνο του Σολωμού:
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία
που ότι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο Ελευθερία
ματωμένη περπατείς».
το διάβασα εδώ: https://www.enetpress.gr/%CE%B

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου