H είδηση με τους αναισθησιολόγους στην Σάμο που αρνούνται για συνειδησιακούς
λόγους την ιατρική τους συμβολή σε εκτρώσεις (άραγε θα επέμεναν το ίδιο αν τους
το ζητούσε μια Μουσουλμάνα ή θα γινόταν λιγάκι πιο σύνθετο το ηθικό τους δίλημμα;)
μου θύμισαν δύο αποφάσεις το Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου.
Στην υπόθεση P. & S. κατά Πολωνίας, ένα 14χρονο κορίτσι εμφανίστηκε με τη
μητέρα της σε ένα νοσοκομείο της πόλης Λουμπλίν (η 9η μεγαλύτερη πόλη της Πολωνίας) και ζήτησε να κάνει έκτρωση, γιατί είχε μείνει έγκυος από βιασμό.
Αρχικά, ο υπεύθυνος του νοσοκομείου είπε ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί
το αίτημα και είπε στην μητέρα του θύματος να το παντρέψει. Μετά από διάφορα γραφειοκρατικά ευτράπελα, ανάμεσα στα οποία και η παρέμβαση ενός Καθολικού ιερέα,
που προσπάθησε να πείσει το θύμα να γεννήσει, το νοσοκομείο της Λουμπλίν
έβγαλε μέχρι και δελτίο τύπου ότι δεν προκειται να συμβάλει στην έκτρωση και το θέμα έφτασε στις ειδήσεις. Μετά, η οικογένεια προσέφυγε σε ένα νοσοκομείο στη Βαρσοβία,
όπου ο ιερέας μαζί με έναν ακτιβιστή κατά των εκτρώσεων επισκέφθηκε το θύμα!
Το νοσοκομείο βομβαρδίστηκε από e-mail να μην προχωρήσει στην έκτρωση, οπότε
η μητέρα πήρε το θύμα για να φύγει από το νοσοκομείο αλλά οι ακτιβιστές δεν της
επέτρεπαν ουτε ταξί να πάρει και ειδοποίησαν την αστυνομία.
Το θύμα οδηγήθηκε σε καταφύγειο για εφήβους, καθώς ένα δικαστήριο αφαίρεσε
την γονική μέριμνα απο τη μητέρα της. 3 μήνες μετά, το Υπουργείο Υγείας παρενέβη
για να γίνει η έκτρωση.
μητέρα της σε ένα νοσοκομείο της πόλης Λουμπλίν (η 9η μεγαλύτερη πόλη της Πολωνίας) και ζήτησε να κάνει έκτρωση, γιατί είχε μείνει έγκυος από βιασμό.
Αρχικά, ο υπεύθυνος του νοσοκομείου είπε ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί
το αίτημα και είπε στην μητέρα του θύματος να το παντρέψει. Μετά από διάφορα γραφειοκρατικά ευτράπελα, ανάμεσα στα οποία και η παρέμβαση ενός Καθολικού ιερέα,
που προσπάθησε να πείσει το θύμα να γεννήσει, το νοσοκομείο της Λουμπλίν
έβγαλε μέχρι και δελτίο τύπου ότι δεν προκειται να συμβάλει στην έκτρωση και το θέμα έφτασε στις ειδήσεις. Μετά, η οικογένεια προσέφυγε σε ένα νοσοκομείο στη Βαρσοβία,
όπου ο ιερέας μαζί με έναν ακτιβιστή κατά των εκτρώσεων επισκέφθηκε το θύμα!
Το νοσοκομείο βομβαρδίστηκε από e-mail να μην προχωρήσει στην έκτρωση, οπότε
η μητέρα πήρε το θύμα για να φύγει από το νοσοκομείο αλλά οι ακτιβιστές δεν της
επέτρεπαν ουτε ταξί να πάρει και ειδοποίησαν την αστυνομία.
Το θύμα οδηγήθηκε σε καταφύγειο για εφήβους, καθώς ένα δικαστήριο αφαίρεσε
την γονική μέριμνα απο τη μητέρα της. 3 μήνες μετά, το Υπουργείο Υγείας παρενέβη
για να γίνει η έκτρωση.
Η Πολωνική Κυβέρνηση, ενώπιον του ΕΔΔΑ είπε μεταξύ άλλων ότι οι γιατροί είχαν
εκφράσει "αντίρρηση συνείδησης" λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων που
ήταν αντίθετες στην έκτρωση.
Ο Πολωνικός νόμος για τα Ιατρικά Επαγγέλματα δίνει τέτοιο δικαίωμα στους γιατρούς,
οι οποίοι όμως οφείλουν:
α) να αρνηθούν εγγράφως και αιτιολογημένα την ιατρική πράξη για λόγους συνείδησης
και β) να παραπέμψουν τον ασθενή σε άλλον ιατρό που μπορεί να κάνει την πράξη.
Αυτό δεν συνέβη στην κριθείσα υπόθεση και το ΕΔΔΑ είπε ότι το κράτος πρέπει
να βρίσκει ένα μηχανισμό ώστε οι συνειδησιακές ενστάσεις των γιατρών να συμβαδίζουν
με τα συμφέροντα των ασθενών. Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Πολωνία που δεν εξασφάλισε αυτή την ισορροπία σε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ
(σεβασμός της ιδιωτικής ζωής), παρόλο που τελικά ο υπουργός έδωσε την άδεια,
ακριβώς επειδή οι γιατροί δεν είχαν παραπέμψει, ως όφειλαν,
το θύμα σε άλλον γιατρό οι ίδιοι.
εκφράσει "αντίρρηση συνείδησης" λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων που
ήταν αντίθετες στην έκτρωση.
Ο Πολωνικός νόμος για τα Ιατρικά Επαγγέλματα δίνει τέτοιο δικαίωμα στους γιατρούς,
οι οποίοι όμως οφείλουν:
α) να αρνηθούν εγγράφως και αιτιολογημένα την ιατρική πράξη για λόγους συνείδησης
και β) να παραπέμψουν τον ασθενή σε άλλον ιατρό που μπορεί να κάνει την πράξη.
Αυτό δεν συνέβη στην κριθείσα υπόθεση και το ΕΔΔΑ είπε ότι το κράτος πρέπει
να βρίσκει ένα μηχανισμό ώστε οι συνειδησιακές ενστάσεις των γιατρών να συμβαδίζουν
με τα συμφέροντα των ασθενών. Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Πολωνία που δεν εξασφάλισε αυτή την ισορροπία σε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ
(σεβασμός της ιδιωτικής ζωής), παρόλο που τελικά ο υπουργός έδωσε την άδεια,
ακριβώς επειδή οι γιατροί δεν είχαν παραπέμψει, ως όφειλαν,
το θύμα σε άλλον γιατρό οι ίδιοι.
Η άλλη υπόθεση αφορά ληξίαρχο που αρνήθηκε να εκτελέσει
το καθήκον της λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Το 2002, η κ. Λαντέλ έγινε ληξίαρχος για τις γεννήσεις, τους θανάτους και τους γάμους. Μολονότι αμειβόταν από την δημοτική αρχή και είχε καθήκον να εφαρμόζει τις
πολιτικές της, δεν υπαγόταν σε αυτήν, αλλά η υπηρεσία της αναφερόταν στο Γενικό Ληξιαρχείο.
Το έτος 2005 τέθηκε σε ισχύ στο Ηνωμένο Βασίλειο ο νόμος για το σύμφωνο συμβίωσης
που είχε ψηφιστεί το προηγούμενο έτος. Ο νόμος προβλέπει την νομική καταχώρηση
των συμφώνων συμβίωσης ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου και τους έδινε δικαιώματα
και τις υποχρεώσεις ισοδύναμα με αυτά των έγγαμων ζευγαριών.
Τον Δεκέμβριο του 2005, το Ίσλινγκτον αποφάσισε να ορίσει όλους τους ληξιάρχους
των γεννήσεων, θανάτων και γάμων ως ληξιάρχους αρμόδιους και για την καταχώρηση συμφώνων συμβίωσης. Η νομοθεσία δεν επέβαλε στους δήμους να ορίσουν όλους τους ληξιάρχους αρμόδιους για το σύμφωνο συμβίωσης, καθώς αρκούσε να ορίσουν έναν επαρκή αριθμό ληξιάρχων ως υπεύθυνους για αυτή την αρμοδιότητα.
Άλλοι δήμοι του Ηνωμένου Βασιλείου ακολούθησαν διαφορετική προσέγγιση,
επιτρέποντας σε ληξιάρχους που είχαν ενστάσεις για θρησκευτικούς λόγους να εξαιρεθούν από τον ορισμό τους ως αρμόδιων για τα σύμφωνα συμβίωσης.
Αρχικά, η κ. Λαντέλ μπορούσε να συνεννοείται με τους συναδέλφους της, ώστε να μην διεξάγει η ίδια το τελετουργικό των συμφώνων συμβίωσης.
Όμως, τον Μάρτιο του 2006, δύο συνάδελφοί της κατήγγειλαν ότι η άρνησή της να
ασκήσει αυτά τα καθήκοντα συνιστούσαν αθέμιτη διάκριση.
Η δημοτική αρχή απέστειλε ένα έγγραφο στην κ. Λαντέλ τον Απρίλιο του 2006 ενημερώνοντάς την ότι η άρνηση καταχώρησης συμφώνων συμβίωσης μπορεί να
συνιστά παράβαση του Κώδικα Συμπεριφοράς και της πολιτικής ισότητας.
Της ζητήθηκε να επιβεβαιώσει εγγράφως ότι εφεξής θα διεξήγε τελετές συμφώνου συμβίωσης, πράγμα που η ίδια απέρριψε και ζήτησε από την δημοτική αρχή να λάβει
μέτρα για να γίνουν σεβαστές οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της.
Τον Μάιο του 2007, η κατάσταση ήταν χειρότερη, καθώς η άρνηση της κυρίας Λαντέλ
να συμμορφωθεί είχε μεταφέρει το βάρος σε άλλους υπαλλήλους και υπήρξαν
καταγγελίες από γκέι συναδέλφους της ότι ένιωσαν θυματοποιημένοι από την
συμπεριφορά της. Έτσι, ξεκίνησε πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση που κατέληξε
τον Ιούλιο του 2007 με μια σύσταση για κύρια πειθαρχική εξέταση.
Αποτέλεσμα της ακροαματικής διαδικασίας ήταν να ζητηθεί από την κ. Λαντέλ
να υπογράψει μια νέα περιγραφή καθηκόντων, κατά την οποία θα είχε την ευθύνη
για την υπογραφή και την διοικητική διαδικασία για τα σύμφωνα συμβίωσης,
αλλά όχι και την διεξαγωγή των τελετών.
Η κ. Λαντέλ προσέφυγε στο Εργατοδικείο, καταγγέλλοντας άμεση και έμμεση διάκριση
λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθώς και παρενόχληση.
Την 1η Δεκεβρίου 2007 τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος περί στατιστικών και ληξιαρχείων,
με τον οποίο η κ. Λαντέλ αντί να παραμείνει υπάλληλος του Γενικού Ληξίαρχου κατέστη δημοτική υπάλληλος, γεγονός που σήμαινε ότι η δημοτική αρχή είχε πλέον την εξουσία
να την απολύσει.
Το Εργατοδικείο ενημερώθηκε λοιπόν ότι εάν η προσφεύγουσα έχανε την δίκη,
μάλλον θα την απέλυαν.
Στις 3 Ιουλίου 2008, το Εργατοδικείο δέχθηκε την προσφυγή για άμεση και έμμεση
διάκριση λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και για παρενόχληση, κρίνοντας ότι
η δημοτική αρχή έδινε μεγαλύτερη σημασία στα δικαιώματα της ΛΟΑΤ κοινότητας
σε σχέση με τα δικαιώματα της κ. Λαντέλ.
Η δημοτική αρχή προσέφυγε στο Εφετείο του Εργατοδικείου, το οποίο στις
19 Δεκεμβρίου 2008 ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και έκρινε ότι η μεταχείριση
της κ. Λαντέλ ήταν δικαιολογημένη ενόψει της επιδίωξης ενός νόμιμου στόχου, δηλαδή
να παρέχονται οι ληξιαρχικές υπηρεσίες χωρίς διακρίσεις.
Η απόφαση προσεβλήθη σε ανώτερο δικαστήριο, το οποίο την επικύρωσε, κρίνοντας
ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της υπαλλήλου δεν επιτρεπόταν να παρεμποδίζουν
τον δήμο από την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτός επέλεξε να τις ασκεί αναθέτοντας σε όλους τους ληξιάρχους την αρμοδιότητα για τα σύμφωνα συμβίωσης.
Το ανώτερο δικαστήριο μάλιστα ανέφερε στην απόφασή του ότι οι πεποιθήσεις της υπαλλήλου για τον γάμο δεν ήταν κεντρική διδασκαλία στο θρήσκευμά της.
Επιπλέον διαπίστωσε ότι μετά τον νόμο του 2007, ο δήμος ήταν υποχρεωμένος
δεσμευτικά να δώσει την αρμοδιότητα για τα σύμφωνα συμβίωσης.
Η αίτηση της κ. Λαντέλ για προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο απορρίφθηκε κι έτσι
αυτή προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση των δικαιωμάτων της περί σεβασμού της θρησκευτικής συνείδησης σε συνδυασμό με την απαγόρευση διακρίσεων για λόγους θρησκεύματος.
το καθήκον της λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Το 2002, η κ. Λαντέλ έγινε ληξίαρχος για τις γεννήσεις, τους θανάτους και τους γάμους. Μολονότι αμειβόταν από την δημοτική αρχή και είχε καθήκον να εφαρμόζει τις
πολιτικές της, δεν υπαγόταν σε αυτήν, αλλά η υπηρεσία της αναφερόταν στο Γενικό Ληξιαρχείο.
Το έτος 2005 τέθηκε σε ισχύ στο Ηνωμένο Βασίλειο ο νόμος για το σύμφωνο συμβίωσης
που είχε ψηφιστεί το προηγούμενο έτος. Ο νόμος προβλέπει την νομική καταχώρηση
των συμφώνων συμβίωσης ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου και τους έδινε δικαιώματα
και τις υποχρεώσεις ισοδύναμα με αυτά των έγγαμων ζευγαριών.
Τον Δεκέμβριο του 2005, το Ίσλινγκτον αποφάσισε να ορίσει όλους τους ληξιάρχους
των γεννήσεων, θανάτων και γάμων ως ληξιάρχους αρμόδιους και για την καταχώρηση συμφώνων συμβίωσης. Η νομοθεσία δεν επέβαλε στους δήμους να ορίσουν όλους τους ληξιάρχους αρμόδιους για το σύμφωνο συμβίωσης, καθώς αρκούσε να ορίσουν έναν επαρκή αριθμό ληξιάρχων ως υπεύθυνους για αυτή την αρμοδιότητα.
Άλλοι δήμοι του Ηνωμένου Βασιλείου ακολούθησαν διαφορετική προσέγγιση,
επιτρέποντας σε ληξιάρχους που είχαν ενστάσεις για θρησκευτικούς λόγους να εξαιρεθούν από τον ορισμό τους ως αρμόδιων για τα σύμφωνα συμβίωσης.
Αρχικά, η κ. Λαντέλ μπορούσε να συνεννοείται με τους συναδέλφους της, ώστε να μην διεξάγει η ίδια το τελετουργικό των συμφώνων συμβίωσης.
Όμως, τον Μάρτιο του 2006, δύο συνάδελφοί της κατήγγειλαν ότι η άρνησή της να
ασκήσει αυτά τα καθήκοντα συνιστούσαν αθέμιτη διάκριση.
Η δημοτική αρχή απέστειλε ένα έγγραφο στην κ. Λαντέλ τον Απρίλιο του 2006 ενημερώνοντάς την ότι η άρνηση καταχώρησης συμφώνων συμβίωσης μπορεί να
συνιστά παράβαση του Κώδικα Συμπεριφοράς και της πολιτικής ισότητας.
Της ζητήθηκε να επιβεβαιώσει εγγράφως ότι εφεξής θα διεξήγε τελετές συμφώνου συμβίωσης, πράγμα που η ίδια απέρριψε και ζήτησε από την δημοτική αρχή να λάβει
μέτρα για να γίνουν σεβαστές οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της.
Τον Μάιο του 2007, η κατάσταση ήταν χειρότερη, καθώς η άρνηση της κυρίας Λαντέλ
να συμμορφωθεί είχε μεταφέρει το βάρος σε άλλους υπαλλήλους και υπήρξαν
καταγγελίες από γκέι συναδέλφους της ότι ένιωσαν θυματοποιημένοι από την
συμπεριφορά της. Έτσι, ξεκίνησε πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση που κατέληξε
τον Ιούλιο του 2007 με μια σύσταση για κύρια πειθαρχική εξέταση.
Αποτέλεσμα της ακροαματικής διαδικασίας ήταν να ζητηθεί από την κ. Λαντέλ
να υπογράψει μια νέα περιγραφή καθηκόντων, κατά την οποία θα είχε την ευθύνη
για την υπογραφή και την διοικητική διαδικασία για τα σύμφωνα συμβίωσης,
αλλά όχι και την διεξαγωγή των τελετών.
Η κ. Λαντέλ προσέφυγε στο Εργατοδικείο, καταγγέλλοντας άμεση και έμμεση διάκριση
λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθώς και παρενόχληση.
Την 1η Δεκεβρίου 2007 τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος περί στατιστικών και ληξιαρχείων,
με τον οποίο η κ. Λαντέλ αντί να παραμείνει υπάλληλος του Γενικού Ληξίαρχου κατέστη δημοτική υπάλληλος, γεγονός που σήμαινε ότι η δημοτική αρχή είχε πλέον την εξουσία
να την απολύσει.
Το Εργατοδικείο ενημερώθηκε λοιπόν ότι εάν η προσφεύγουσα έχανε την δίκη,
μάλλον θα την απέλυαν.
Στις 3 Ιουλίου 2008, το Εργατοδικείο δέχθηκε την προσφυγή για άμεση και έμμεση
διάκριση λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων και για παρενόχληση, κρίνοντας ότι
η δημοτική αρχή έδινε μεγαλύτερη σημασία στα δικαιώματα της ΛΟΑΤ κοινότητας
σε σχέση με τα δικαιώματα της κ. Λαντέλ.
Η δημοτική αρχή προσέφυγε στο Εφετείο του Εργατοδικείου, το οποίο στις
19 Δεκεμβρίου 2008 ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και έκρινε ότι η μεταχείριση
της κ. Λαντέλ ήταν δικαιολογημένη ενόψει της επιδίωξης ενός νόμιμου στόχου, δηλαδή
να παρέχονται οι ληξιαρχικές υπηρεσίες χωρίς διακρίσεις.
Η απόφαση προσεβλήθη σε ανώτερο δικαστήριο, το οποίο την επικύρωσε, κρίνοντας
ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της υπαλλήλου δεν επιτρεπόταν να παρεμποδίζουν
τον δήμο από την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτός επέλεξε να τις ασκεί αναθέτοντας σε όλους τους ληξιάρχους την αρμοδιότητα για τα σύμφωνα συμβίωσης.
Το ανώτερο δικαστήριο μάλιστα ανέφερε στην απόφασή του ότι οι πεποιθήσεις της υπαλλήλου για τον γάμο δεν ήταν κεντρική διδασκαλία στο θρήσκευμά της.
Επιπλέον διαπίστωσε ότι μετά τον νόμο του 2007, ο δήμος ήταν υποχρεωμένος
δεσμευτικά να δώσει την αρμοδιότητα για τα σύμφωνα συμβίωσης.
Η αίτηση της κ. Λαντέλ για προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο απορρίφθηκε κι έτσι
αυτή προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση των δικαιωμάτων της περί σεβασμού της θρησκευτικής συνείδησης σε συνδυασμό με την απαγόρευση διακρίσεων για λόγους θρησκεύματος.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε αυτή την υπόθεση
έπρεπε να κρίνει αν η απόφαση της δημοτικής αρχής να μην εξαιρέσει την
προσφεύγουσα από τα καθήκοντα για τα σύμφωνα συμβίωσης αποτελούσε έμμεση
διάκριση κατά παράβαση του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου.
Δηλαδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε εάν αυτή η απόφαση να μην εξαιρεθεί
η προσφεύγουσα επιδίωκε έναν νόμιμο στόχο και ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, που πρακτικά σημαίνει να σταθμιστεί αν υπήρχε άλλο μέτρο ηπιότερο
για τα δικαιώματα της προσφεύγουσας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε αντίστροφα την υπόθεση, ξεκινώντας από το γεγονός
ότι οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού για να είναι νόμιμες προϋποθέτουν ιδιαίτερα σοβαρή αιτιολόγηση. Παρατήρησε επίσης οτι τα ομόφυλα ζευγάρια βρίσκονται
σε όμοια κατάσταση με τα ετερόφυλα ζευγάρια ως προς την ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους, μολονότι τα κράτη της Ευρώπης έχουν
ένα ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζουν αυτή
την προστασία με το εσωτερικό τους δίκαιο.
Με αυτές τις σκέψεις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι ο στόχος του μέτρου που
επέβαλε ο δήμος εις βάρος της προσφεύγουσας ήταν δικαιολογημένος, οπότε έπρεπε
σε δεύτερο πια επίπεδο να κριθεί και εάν το μέτρο που ελήφθη ήταν σύμφωνο με
την αρχή της αναλογικότητας.
Ξεκίνησε την εξέταση αναγνωρίζοντας ότι οι συνειδησιακοί λόγοι που επικαλείτο
η προσφεύγουσα είναι σοβαροί και ότι δεν είχε άλλες επιλογές από το να αντιμετωπίσει
την πειθαρχική διαδικασία και τελικά να χάσει την δουλειά της, μια δουλειά στην οποία
όταν εισήλθε δεν της ζητήθηκε να μην εκδηλώνει τις πεποιθήσεις της ειδικά ως προς
το θέμα του συμφώνου συμβίωσης, αφού αυτό αφορούσε μια εξέλιξη αρκετά χρόνια
μετά την είσοδό της στην υπηρεσία. Από την άλλη πλευρά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η δημοτική αρχή είχε ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας για να
σταθμίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα αφενός των πολιτών που είχαν δικαίωμα
να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης και αφετέρου της προσφεύγουσας υπαλλήλου,
οπότε, ως Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να διαπιστώσει μόνο κατά πόσον
η δημοτική αρχή υπερέβη αυτό το ευρύ πεδίο της διακριτικής ευχέρειας στην
συγκεκριμένη περίπτωση. Υπ’ αυτή την οπτική, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις έκρινε ότι η πειθαρχική διαδικασία και τα εθνικά δικαστήρια
που απέρριψαν τις προσφυγές δεν υπερέβησαν το ευρύ πεδίο της διακριτικής ευχέρειάς τους και ως εκ τούτου δεν είχαν παραβιαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα της
προσφεύγουσας ως προς την απαγόρευση διακρίσεων και τον σεβασμό
της θρησκευτικής της συνείδησης.
Αυτή ήταν η απόφαση που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου στις 15 Ιανουαρίου 2013, επί τεσσάρων υποθέσεων που αφορούσε
την σύγκρουση θρησκευτικής φύσης ενστάσεων στον τομέα των εργασιακών
σχέσεων (Eweida και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προσφυγές αρ. 48420/10,
59842/10, 51671/10 και 36516/10).
έπρεπε να κρίνει αν η απόφαση της δημοτικής αρχής να μην εξαιρέσει την
προσφεύγουσα από τα καθήκοντα για τα σύμφωνα συμβίωσης αποτελούσε έμμεση
διάκριση κατά παράβαση του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου.
Δηλαδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε εάν αυτή η απόφαση να μην εξαιρεθεί
η προσφεύγουσα επιδίωκε έναν νόμιμο στόχο και ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, που πρακτικά σημαίνει να σταθμιστεί αν υπήρχε άλλο μέτρο ηπιότερο
για τα δικαιώματα της προσφεύγουσας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε αντίστροφα την υπόθεση, ξεκινώντας από το γεγονός
ότι οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού για να είναι νόμιμες προϋποθέτουν ιδιαίτερα σοβαρή αιτιολόγηση. Παρατήρησε επίσης οτι τα ομόφυλα ζευγάρια βρίσκονται
σε όμοια κατάσταση με τα ετερόφυλα ζευγάρια ως προς την ανάγκη τους για νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους, μολονότι τα κράτη της Ευρώπης έχουν
ένα ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζουν αυτή
την προστασία με το εσωτερικό τους δίκαιο.
Με αυτές τις σκέψεις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι ο στόχος του μέτρου που
επέβαλε ο δήμος εις βάρος της προσφεύγουσας ήταν δικαιολογημένος, οπότε έπρεπε
σε δεύτερο πια επίπεδο να κριθεί και εάν το μέτρο που ελήφθη ήταν σύμφωνο με
την αρχή της αναλογικότητας.
Ξεκίνησε την εξέταση αναγνωρίζοντας ότι οι συνειδησιακοί λόγοι που επικαλείτο
η προσφεύγουσα είναι σοβαροί και ότι δεν είχε άλλες επιλογές από το να αντιμετωπίσει
την πειθαρχική διαδικασία και τελικά να χάσει την δουλειά της, μια δουλειά στην οποία
όταν εισήλθε δεν της ζητήθηκε να μην εκδηλώνει τις πεποιθήσεις της ειδικά ως προς
το θέμα του συμφώνου συμβίωσης, αφού αυτό αφορούσε μια εξέλιξη αρκετά χρόνια
μετά την είσοδό της στην υπηρεσία. Από την άλλη πλευρά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η δημοτική αρχή είχε ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας για να
σταθμίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα αφενός των πολιτών που είχαν δικαίωμα
να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης και αφετέρου της προσφεύγουσας υπαλλήλου,
οπότε, ως Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να διαπιστώσει μόνο κατά πόσον
η δημοτική αρχή υπερέβη αυτό το ευρύ πεδίο της διακριτικής ευχέρειας στην
συγκεκριμένη περίπτωση. Υπ’ αυτή την οπτική, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις έκρινε ότι η πειθαρχική διαδικασία και τα εθνικά δικαστήρια
που απέρριψαν τις προσφυγές δεν υπερέβησαν το ευρύ πεδίο της διακριτικής ευχέρειάς τους και ως εκ τούτου δεν είχαν παραβιαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα της
προσφεύγουσας ως προς την απαγόρευση διακρίσεων και τον σεβασμό
της θρησκευτικής της συνείδησης.
Αυτή ήταν η απόφαση που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου στις 15 Ιανουαρίου 2013, επί τεσσάρων υποθέσεων που αφορούσε
την σύγκρουση θρησκευτικής φύσης ενστάσεων στον τομέα των εργασιακών
σχέσεων (Eweida και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προσφυγές αρ. 48420/10,
59842/10, 51671/10 και 36516/10).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου