Σελίδες

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

...ο Auguste Corteau...γράφει στο Κατερινάκι...

Pink sky








Κατερινάκι μου,
Αυτή είναι η τελευταία φορά που σου γράφω. 
Σε κούρασα την έρμη τόσα χρόνια, να σε τραβολογάω 
κάθε τόσο απ’ τη γαλήνη της ανυπαρξίας που με τόσην εμμονή αποζήτησες και να μοιράζω το σώμα της μνήμης σου ως αντίδωρο.


Μα βλέπεις μ’ άφησες με τόσο λίγα πράγματα! 
Μια αγκαλιά ημερολόγια και παλιές επιστολές, τη βέρα σου που χάθηκε κατά 
τη μετανάστευσή μου στην Αθήνα, κι ένα σεντόνι ροζ της προίκας σου, 
με μπορντούρα από ρόδα κεντητά, που πια ξηλώθηκε τελείως κι ωστόσο δεν 
μου πάει η καρδιά να την πετάξω. pink, silk, and rose gold image

Φανατική του ‘πετάω και ξαλαφρώνω’ μια ζωή, έφυγες ανάλαφρη και μ’ άφησες 
μ’ άδεια χέρια. Ούτε τάφο δεν έχεις, αφού, όπως το ’χες ζητήσει η ίδια, 
στα τρία χρόνια έριξαν ό,τι είχε απομείνει απ’ το σώμα σου σ’ ένα βαθύ χωνευτήρι 
μ’ ένα μικρό σιδερένιο πορτάκι βαμμένο πράσινο, που γονατιστός μπροστά του 
ένα κρύο φλεβαριάτικο πρωινό του ’09 έκλαψα με την ψυχή μου.
Κι ακόμα κουράστηκα κι εγώ να κουβαλώ το πένθος μου, κι ας το σήκωσε μαζί μου 
και το Κουτάβι – τι έγκλημα, που δεν πρόφτασες να τον γνωρίσεις τον γαμπρούλη σου! 
είμαι βέβαιος πως θα τον λάτρευες – και ο μπαμπάς και οι γιατροί μου. 
Έντεκα χρόνια, το εν τρίτο της ζωής μου, το πέρασα βασανισμένος απ’ την απορία, 
«Υπήρξα καλός γιος;» 
«Γιατί να μη γυρίσω πιο νωρίς εκείνο το βράδυ και να σε προλάβω;», 
κι ας ξέρω πως ακόμα κι αν δεν ήταν εκείνο το μοιραίο βράδυ θα ’ταν κάποιο άλλο, 
κι ότι το φευγιό σου ήταν αναπότρεπτο.
Χώρια που ’χει περάσει καιρός απ’ την τελευταία φορά που σ’ έκλαψα και φοβάμαι 
τι θα γίνει αν μια μέρα ξαφνικά αρχινήσω. 
Ούτε καν όταν κάθισα να πω την ιστορία σου υποδυόμενος το φάντασμά σου 
δεν κύλησε ένα δάκρυ – παγωμάρα και πάλι, όπως όταν σε βρήκα, 
που πέρασα μέρες και μήνες άκλαυτος ώσπου ένα βράδυ άκουσα την Ηρώ Σαΐα 
να τραγουδά το ‘Μαμά γερνάω’ και στη σκέψη πως δεν θα γεράσουμε ποτέ μαζί 
πλάνταξα στο κλάμα, και δεν είχα και χαρτομάντηλα κι έγινα ντιπ ρεζίλι με τις μύξες 
να κρέμονται και κόντεψαν να με πετάξουν έξω διότι απ’ το πολύ αναφιλητό ήρθε 
και μ’ έπιασε λόξιγκας τον αρσίζη.
Ώσπου, ένα πρωινό του Γενάρη που μας πέρασε, έχοντας μόλις τελειώσει την 
ανάγνωση ενός φιλόδοξου πλην όμως προβληματικού μυθιστορήματός μου, 
το Κουτάβι μου είπε: 
«Είναι προφανές ότι θέλεις να αφηγηθείς την ιστορία της οικογένειάς σου.»
Τουτ’ έστιν τη δική σου. 
Κι έτσι φόρεσα το αέρινο ντύμα της απουσίας σου και μες σε δυο βδομάδες 
παγερής οδύνης σ’ έκανα βιβλίο. 
Με γάμησες, Κατερινάκι. 
Μήνες έκανα να συνέλθω, μήνες έτρωγα τις σάρκες μου με τον καλό μου και 
με τους τρελογιατρούς μου για το κατά πόσον έπρεπε να εκδώσω το βιβλίο σου 
ή όχι, αν θα με λύτρωνε ή αν θα με πλάκωνε οριστικό κι αμετακίνητο σαν ταφόπετρα.
Και τότε βρήκα κάτι ακόμα μες στα ελάχιστα υπάρχοντά σου που σώθηκαν: 
μια φωτογραφία σου, σε ηλικία τεσσάρων ετών, όπου ατενίζεις τον κόσμο μ’ ένα 
πλατύ χαμόγελο και μια λάμψη σπαραχτικής αθωότητας στα μάτια, ανυποψίαστη 
για τον πόνο που σε περιμένει. Και θυμήθηκα την ιστορία πίσω απ’ την φωτογραφία, 
που ως τότε δεν είχα συνδέσει με το ανεκτίμητο αυτό ενθύμιο.
Οπότε, μικρή μου ταπεινή Τζοκόντα, όλα στο χαμόγελό σου τα χρωστώ. 
Αυτό μου φώτισε τον δρόμο, κι αυτό επέλεξα ως τρυφερό ανάθημα που ανοίγει 
την πόρτα για την κάθοδο στον ιδιωτικό σου Άδη.
Και πριν σ’ αφήσω για πάντα, κάτι τελευταίο να χαρείς – εγώ πολύ το χάρηκα πάντως.
Μιλούσα προχτές με τη γιατρό μου, και της ανέφερα εν τη ρύμη του λόγου 
την πρώτη φράση του βιβλίου. Ο γιος μου με βρήκε.
Εγώ εννοούσα τη σορό σου. Όμως η ευφυέστατη, καλόκαρδη ψυχίατρος μου είπε, μειδιώντας κι αυτή, ότι η φράση μπορεί να διαβαστεί κι αλλιώς – σαν να σε είχα χάσει 
όλα αυτά τα χρόνια, κι επιτέλους να σ’ έβρισκα.
Κι έτσι ακριβώς νιώθω τώρα. Δεν έχω πια ανάγκη από άλλα θυμητικά, δεν με πειράζει 
το χωνευτήρι, ούτε αν σκιστεί τελείως το ροζ σεντόνι κι αναγκαστώ να το πετάξω. 
Τι να τα κάνω όλα αυτά όταν έχω εσένα να με κοιτάς με το παιδικό σου χαμόγελο 
απ’ το ράφι της βιβλιοθήκης; Μπροστά σε τούτο το βιβλιαράκι, που το γράψαμε μαζί, 
και η πολυτελέστερη τεφροδόχος ωχριά.
Αυτά λοιπόν και τέλος. 
Ελπίζω, όσο κι αν σε απογοήτευσα, όσο κι αν τις δύσκολες 
τελευταίες σου ώρες 
δεν ήμουν κοντά σου, να με συγχώρεσες – ή, έστω, να συγχώρεσα εγώ τον εαυτό μου.

Κι ακόμα κι αν δεν ήμουν καλός γιος, τουλάχιστον ήμουν επίμονος. 

Σ’ έψαξα, σ’ έψαξα παντού, Κατερινάκι μου, και τελικά σε βρήκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου