Μετανάστης σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά προπαντός δουλειά.
Στην ξενιτιά δεν πας για να κάνεις το μάγκα, αλλά για να μαζέψεις φράγκα.Θα κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις.
Θα κάνεις δυο και τρεις δουλειές τη μέρα, ανασφάλιστος, θα ρίξεις το μεροκάματο των ντόπιων,
θα γίνεις απεργοσπάστης, αν χρειαστεί θα πουλάς κακομοιριά, για να αγγίξεις την καρδιά των εργοδοτών, μέχρι να καταλάβεις ότι πολλοί λίγοι τη διαθέτουν, θα στήνεσαι από τα χαράματα
στην πλατεία Ομόνοιας, σαν βρόμικο άγαλμα που ξέχασαν να το πλύνουν τα συνεργεία του Δήμου.
Θα κατοικείς σε τρώγλες, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι άτομα μαζί, καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα
στην κατοικία και το γουρουνοστάσιο.
Θα τρως ψωμί και αλάτι, θα τρως σκέτο ψωμί.
Θα σε πιάνει ο ύπνος πάντα στο λεωφορείο από την εξάντληση και την αϋπνία.
Θα μυρίζεις ιδρώτα σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, γιατί δε θα έχεις χρόνο να πλυθείς αλλά και γιατί
δε θα θέλεις να κάνεις το ντους για να μην πληρώνεις ρεύμα.
Ο πιο διάσημος τσιγκούνης σε σύγκριση με σένα θα μοιάζει κουβαρντάς.
Θα μετράς τα χρήματά σου όπως μετρά ο αναιμικός τις σταγόνες αίματος.
Δε θα ξοδεύεις τίποτα, δε θα αγοράζεις τίποτα, θα ζεις με τα ελάχιστα των ελαχίστων,
θα χορταίνεις μόνο μετρώντας τα χρήματα και ακούγοντας πως για σένα υπάρχει
και άλλη δουλειά, και άλλη, και άλλη.
Και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβεις, θα νιώσεις πως οι δυνάμεις σου λιγοστεύουν,
θα νιώσεις να σε χτυπά η αρθρίτιδα, θα αισθανθείς ύποπτους πόνους στα νεφρά, στην πλάτη,
στην καρδιά.
Θα είσαι τυχερός εάν προλάβεις την εγχείρηση. Πολλοί άλλοι δεν πρόλαβαν.
Έφυγαν πάνω στη δουλειά, τους πλάκωσε κάποιος τοίχος, γιατί οι εργοδότες δεν πληρώνουν
για μέτρα ασφαλείας.
Γιατί καθώς είναι γνωστό ο μετανάστης πεθαίνει αθόρυβα, σαν τη μύγα…
στην καρδιά.
Θα είσαι τυχερός εάν προλάβεις την εγχείρηση. Πολλοί άλλοι δεν πρόλαβαν.
Έφυγαν πάνω στη δουλειά, τους πλάκωσε κάποιος τοίχος, γιατί οι εργοδότες δεν πληρώνουν
για μέτρα ασφαλείας.
Γιατί καθώς είναι γνωστό ο μετανάστης πεθαίνει αθόρυβα, σαν τη μύγα…
Γκαζμέντ Καπλάνι
Μικρό ημερολόγιο συνόρων σελ.: 83-84
Ο Γκαζμέντ Καπλάνι γεννήθηκε το 1967 στη Λούσνια της Αλβανίας και τον Ιανουάριο
του 1991, εδώ και δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, πέρασε τα σύνορα με την Ελλάδα,
όπου και καταπιάστηκε με όλες εκείνες τις δουλειές με τις οποίες οφείλει να
καταπιαστεί ένας μετανάστης αν θέλει να επιβιώσει.
Ταυτόχρονα, όμως, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών και πήρε διδακτορικό από το Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Περνώντας τα σύνορα για να μπει στη χώρα μας, ο Καπλάνι ένιωσε πως
η ύπαρξή του σημαδεύτηκε μια για πάντα και με έναν απολύτως καθοριστικό τρόπο από αυτή τη μετακίνηση.
Το σύνδρομο των συνόρων είναι ένα είδος «αρρώστιας», που δεν υπάρχει
καν στον κατάλογο των αναγνωρισμένων ψυχικών διαταραχών.
Το στοχαστικό αυτό μυθιστόρημα μιλά ακριβώς για την αρρώστια αυτή.
Με δυο διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, μιλά για τα σύνορα του ολοκληρωτισμού,
της φυγής, της ενοχής, του έρωτα, της προσδοκίας, της συνύπαρξης,
της άδειας παραμονής. Γεφυρώνει το ατομικό με το συλλογικό, δίνοντας φωνή σ' όλους
τους μετανάστες που θωρακίστηκαν στη σιωπή τους.
Στο Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων δε συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο –
και ταυτόχρονα συμβαίνουν τα πάντα. Ο πρωταγωνιστής αφηγείται τις εφτά
πρώτες μέρες μιας παρέας Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα στις αρχές του ’90.
Είναι μια αφήγηση όπου το δράμα και η τραγωδία συνυπάρχουν με το μαύρο χιούμορ
και τη λυτρωτική αυτοειρωνεία.
Ένα μυθιστόρημα που μας θυμίζει επιπλέον πως σε αυτό τον κόσμο είμαστε
όλοι μετανάστες, με μια προσωρινή άδεια παραμονής πάνω σε αυτή τη γη,
αθεράπευτα περαστικοί.
καν στον κατάλογο των αναγνωρισμένων ψυχικών διαταραχών.
Το στοχαστικό αυτό μυθιστόρημα μιλά ακριβώς για την αρρώστια αυτή.
Με δυο διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, μιλά για τα σύνορα του ολοκληρωτισμού,
της φυγής, της ενοχής, του έρωτα, της προσδοκίας, της συνύπαρξης,
της άδειας παραμονής. Γεφυρώνει το ατομικό με το συλλογικό, δίνοντας φωνή σ' όλους
τους μετανάστες που θωρακίστηκαν στη σιωπή τους.
Στο Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων δε συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο –
και ταυτόχρονα συμβαίνουν τα πάντα. Ο πρωταγωνιστής αφηγείται τις εφτά
πρώτες μέρες μιας παρέας Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα στις αρχές του ’90.
Είναι μια αφήγηση όπου το δράμα και η τραγωδία συνυπάρχουν με το μαύρο χιούμορ
και τη λυτρωτική αυτοειρωνεία.
Ένα μυθιστόρημα που μας θυμίζει επιπλέον πως σε αυτό τον κόσμο είμαστε
όλοι μετανάστες, με μια προσωρινή άδεια παραμονής πάνω σε αυτή τη γη,
αθεράπευτα περαστικοί.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τα σύνορα μιας άλλης χώρας και η πρώτη φορά επίσης
που έβλεπα τα σύνορα της πατρίδας μου: τα έσχατα όρια ενός κόσμου που ίσως μας είχε
πετάξει έξω από το χρόνο, έξω από τον κόσμο. Στην επιχείρηση φυγής νόμιζα πως
θα ήμουν μόνος, βρέθηκα όμως να βαδίζω με ένα καραβάνι ανθρώπων...
...Στο συνοριακό φυλάκιο, από την αλβανική πλευρά, μας περίμεναν τέσσερις στρατιώτες με Kαλάσνικοφ και ο αξιωματικός, ο οποίος μας κοιτούσε με ένα βλέμμα που φανέρωνε κάτι
ανάμεσα σε περιφρόνηση και θυμό.
Ο αξιωματικός: «Πού πάτε;»
Μια φωνή: «Να φύγουμε...»
Ο αξιωματικός: «Ποιος μίλησε;»
(Σιωπή)
Ο αξιωματικός: «Έχετε διαβατήρια;»
Μια φωνή: «Μας δώσατε εσείς διαβατήρια;»
Ο αξιωματικός: «Ποιος μίλησε;»
(Σιωπή)
Ο αξιωματικός: «Ξέρετε ότι μπορεί να περάσετε χειρότερα εκεί που θα πάτε;»
Μια φωνή: «Ας φύγουμε και ας περάσουμε...»
Ο αξιωματικός: «Εντάξει τότε, όποιος θέλει μπορεί να περάσει...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου