Προσωπικά πιστεύω ότι στο έργο ενός ποιητή δεν προσθέτει τίποτε,
η συμμετοχή του σε ποιητικά συμπόσια ή σε πνευματικές παρέες,
στην πνευματική αγορά, όπως λέτε.
Κάποτε ο Ντύλαν Τόμας, ένας ποιητής που σέβομαι βαθύτατα και συχνά
τον αναφέρω, σε ένα ποιητικό συμπόσιο διέκοψε τους ομιλητές τρέχοντας
qστο παράθυρο και φωνάζοντας στους παρευρισκομένους:
«Πάψτε, πάψτε, ακούστε τα πουλιά πόσο καλύτερα τα λένε από εμάς».
(Μ.Σ.από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου "Ποιός είναι ο τρελός λαγός")
Ο Μίλτος Σαχτούρης (29 Ιουλίου 1919-29 Μαρτίου 2005) φροντίζει να μας
αποστομώνει πάντα και προκαταβολικά, όταν αναφερόμαστε σ’ αυτόν:
«Προσωπικά πιστεύω ότι στο έργο ενός ποιητή δεν προσθέτει τίποτε η
συμμετοχή του σε ποιητικά συμπόσια ή σε πνευματικές παρέες, στην
πνευματική αγορά, όπως λένε.
Κάποτε ο Ντίλαν Τόμας, ένας ποιητής που σέβομαι βαθύτατα και συχνά
τον αναφέρω, σε ένα ποιητικό συμπόσιο διέκοψε τους ομιλητές και
τρέχοντας στο παράθυρο φώναξε στους παρευρισκόμενους:
“Πάψτε, πάψτε, ακούστε τα πουλιά πόσο καλύτερα τα λένε από εμάς”».
Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, το 1945, με τη συλλογή
«Η Λησμονημένη» από τις εκδόσεις Ίκαρος με βινιέτα που σχεδίασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Από τότε, και μέχρι το 1998, τύπωσε άλλες 13 ποιητικές συλλογές:
«Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952),
«Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958),
«Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962),
«Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971),
«Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990),
«Έκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια» (1998).
Στην τελευταία, μάλιστα, συλλογή του ο τόνος μπαίνει στην παραλήγουσα,
όχι από λάθος.
Σε συνομιλία που είχε με τον Βασίλη Κ. Καλαμαρά, και δημοσιεύτηκε στη
«Βιβλιοθήκη» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», στις 23 Δεκεμβρίου 1998,
δίνει μάθημα περί ρυθμού ή μέτρου, εάν θέλετε, που προσωπικά πιστεύω πως
κανείς καθηγητής δεν θα μπορούσε να διδάξει:
«Άμα δεν υπάρχει ρυθμός στην ποίηση, δεν είναι ποίηση. Δεν είναι τίποτα.
Από εκεί καταλαβαίνει κανείς τους κακούς ποιητές.
Τώρα που ελευθερώθηκε ο στίχος, δεν είναι αναγκαστικός ο ρυθμός, όπως ήτανε
στην παλιά, την έμμετρη ποίηση.
Άμα δεν έχει ρυθμό ο ελεύθερος στίχος δεν είναι ποίημα, δεν διαβάζεται. ‘
Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια’. ‘Ανάποδα γύ…ρισαν τα ρολόγια’ δεν βγαίνει».
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919 με καταγωγή από την Ύδρα και ήταν
δισέγγονος του ναυάρχου της Επανάστασης του 1821
Καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Σπούδασε νομικά στο Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά τα εγκατέλειψε και αφοσιώθηκε αποκλειστικά
στην Ποίηση.
Τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία και τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί
σε πολλές γλώσσες.
Πέθανε στην Αθήνα, το 2005, στην περιοχή της πλατείας Αμερικής στην Κυψέλη,
όπου και κατοικούσε δεκαετίες στην οδό Μηθύμνης 14, σ’ ένα κλασικό μικρό
αθηναϊκό δυάρι.
Την εποχή που κατοικούσα στην περιοχή -στην οδό Ι. Δροσοπούλου & Μυτιλήνης
γωνία, στάση Λυσσιατρείο, 7 στενά ακριβώς, παράλληλα με την οδό του Ποιητή
- πέρασα ώρες στα μαρμάρινα σκαλιά της πολυκατοικίας του, προσπαθώντας
να πάρω θάρρος και να του χτυπήσω το κουδούνι.
Δεν το έπραξα ποτέ, και μάλλον καλά έκανα, μια και τόσο η ηλικία μου όσο και η ιδιοσυγκρασία μου μάλλον θα τάραζε τον ηλικιωμένο Σαχτούρη.
Ή εάν έγραφε και τον διέκοπτα να… : «Άμα γράφω ένα ποίημα και μου έρχεται
η έμπνευση και μου μιλήσεις, εκείνη την ώρα μπορεί να σε σκοτώσω…»,
(από τη συνομιλία του με τον Θανάση Λάλα, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
«Το Βήμα», στις 5 Φεβρουαρίου 1995).
Πολλά οφείλουμε στον ποιητή και κινηματογραφιστή-σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο,
που κατέγραψε συνομιλίες με τον Ποιητή. Επίσης στον Γιάννη Δάλλα, για την
πρώτη σοβαρή μελέτη-αποτίμηση του έργου του.
Ακολούθησαν κι άλλοι.
Ο Μίλτος Σαχτούρης πάντα αναφερόταν στη μεγάλη τετράδα της Ελληνικής Ποιήσεως: Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Καρυωτάκης. Ειδικότερα τους Σολωμό-Καβάφη,
τους αναφέρει πάντα στις ελάχιστες συνομιλίες-συνεντεύξεις που μας έχει αφήσει παρακαταθήκη.
Επιρροές του ο Ρίλκε, ο Κάφκα και ο Ντίλαν Τόμας, κι άλλοι που τους μνημονεύει
και στα ποιήματά του.
Ιδιαίτερη η σχέση του με τη ζωγραφική, άλλωστε και η σύντροφός του, από
το 1960 έως το τέλος της ζωής του, ήταν η ζωγράφος Γιάννα Περσάκη.
Αδικημένος από την κριτική, όπως κι άλλοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς,
δικαιώθηκε στην πορεία και το έργο του παραμένει ακρογωνιαίος λίθος και
μεγάλη στιγμή στους αιώνες που μετράει η Γλώσσα και η Ποίησή μας.
Στις παρακάτω παραγράφους παραθέτω κάποιες πικραμένες και μη επόψεις του
που αφορούν, αναμφισβήτητα, μεγάλους Έλληνες ποιητές και φίλους του.
αποστομώνει πάντα και προκαταβολικά, όταν αναφερόμαστε σ’ αυτόν:
«Προσωπικά πιστεύω ότι στο έργο ενός ποιητή δεν προσθέτει τίποτε η
συμμετοχή του σε ποιητικά συμπόσια ή σε πνευματικές παρέες, στην
πνευματική αγορά, όπως λένε.
Κάποτε ο Ντίλαν Τόμας, ένας ποιητής που σέβομαι βαθύτατα και συχνά
τον αναφέρω, σε ένα ποιητικό συμπόσιο διέκοψε τους ομιλητές και
τρέχοντας στο παράθυρο φώναξε στους παρευρισκόμενους:
“Πάψτε, πάψτε, ακούστε τα πουλιά πόσο καλύτερα τα λένε από εμάς”».
Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, το 1945, με τη συλλογή
«Η Λησμονημένη» από τις εκδόσεις Ίκαρος με βινιέτα που σχεδίασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Από τότε, και μέχρι το 1998, τύπωσε άλλες 13 ποιητικές συλλογές:
«Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952),
«Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958),
«Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962),
«Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971),
«Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990),
«Έκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια» (1998).
Στην τελευταία, μάλιστα, συλλογή του ο τόνος μπαίνει στην παραλήγουσα,
όχι από λάθος.
Σε συνομιλία που είχε με τον Βασίλη Κ. Καλαμαρά, και δημοσιεύτηκε στη
«Βιβλιοθήκη» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», στις 23 Δεκεμβρίου 1998,
δίνει μάθημα περί ρυθμού ή μέτρου, εάν θέλετε, που προσωπικά πιστεύω πως
κανείς καθηγητής δεν θα μπορούσε να διδάξει:
«Άμα δεν υπάρχει ρυθμός στην ποίηση, δεν είναι ποίηση. Δεν είναι τίποτα.
Από εκεί καταλαβαίνει κανείς τους κακούς ποιητές.
Τώρα που ελευθερώθηκε ο στίχος, δεν είναι αναγκαστικός ο ρυθμός, όπως ήτανε
στην παλιά, την έμμετρη ποίηση.
Άμα δεν έχει ρυθμό ο ελεύθερος στίχος δεν είναι ποίημα, δεν διαβάζεται. ‘
Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια’. ‘Ανάποδα γύ…ρισαν τα ρολόγια’ δεν βγαίνει».
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919 με καταγωγή από την Ύδρα και ήταν
δισέγγονος του ναυάρχου της Επανάστασης του 1821
Καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Σπούδασε νομικά στο Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά τα εγκατέλειψε και αφοσιώθηκε αποκλειστικά
στην Ποίηση.
Τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία και τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί
σε πολλές γλώσσες.
Πέθανε στην Αθήνα, το 2005, στην περιοχή της πλατείας Αμερικής στην Κυψέλη,
όπου και κατοικούσε δεκαετίες στην οδό Μηθύμνης 14, σ’ ένα κλασικό μικρό
αθηναϊκό δυάρι.
Την εποχή που κατοικούσα στην περιοχή -στην οδό Ι. Δροσοπούλου & Μυτιλήνης
γωνία, στάση Λυσσιατρείο, 7 στενά ακριβώς, παράλληλα με την οδό του Ποιητή
- πέρασα ώρες στα μαρμάρινα σκαλιά της πολυκατοικίας του, προσπαθώντας
να πάρω θάρρος και να του χτυπήσω το κουδούνι.
Δεν το έπραξα ποτέ, και μάλλον καλά έκανα, μια και τόσο η ηλικία μου όσο και η ιδιοσυγκρασία μου μάλλον θα τάραζε τον ηλικιωμένο Σαχτούρη.
Ή εάν έγραφε και τον διέκοπτα να… : «Άμα γράφω ένα ποίημα και μου έρχεται
η έμπνευση και μου μιλήσεις, εκείνη την ώρα μπορεί να σε σκοτώσω…»,
(από τη συνομιλία του με τον Θανάση Λάλα, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
«Το Βήμα», στις 5 Φεβρουαρίου 1995).
Πολλά οφείλουμε στον ποιητή και κινηματογραφιστή-σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο,
που κατέγραψε συνομιλίες με τον Ποιητή. Επίσης στον Γιάννη Δάλλα, για την
πρώτη σοβαρή μελέτη-αποτίμηση του έργου του.
Ακολούθησαν κι άλλοι.
Ο Μίλτος Σαχτούρης πάντα αναφερόταν στη μεγάλη τετράδα της Ελληνικής Ποιήσεως: Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Καρυωτάκης. Ειδικότερα τους Σολωμό-Καβάφη,
τους αναφέρει πάντα στις ελάχιστες συνομιλίες-συνεντεύξεις που μας έχει αφήσει παρακαταθήκη.
Επιρροές του ο Ρίλκε, ο Κάφκα και ο Ντίλαν Τόμας, κι άλλοι που τους μνημονεύει
και στα ποιήματά του.
Ιδιαίτερη η σχέση του με τη ζωγραφική, άλλωστε και η σύντροφός του, από
το 1960 έως το τέλος της ζωής του, ήταν η ζωγράφος Γιάννα Περσάκη.
Αδικημένος από την κριτική, όπως κι άλλοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς,
δικαιώθηκε στην πορεία και το έργο του παραμένει ακρογωνιαίος λίθος και
μεγάλη στιγμή στους αιώνες που μετράει η Γλώσσα και η Ποίησή μας.
Στις παρακάτω παραγράφους παραθέτω κάποιες πικραμένες και μη επόψεις του
που αφορούν, αναμφισβήτητα, μεγάλους Έλληνες ποιητές και φίλους του.
Σαχτούρης & Σεφέρης
«Όταν γνώρισα τον Σεφέρη στη μοναδική φορά που πήγα σπίτι του, μετά την
επιστροφή του από τη Μέση Ανατολή, με ρώτησε:
‘Δοκίμια δε θα γράψετε;’ Και του είπα ‘Ποτέ’. Γυρίζει στη γυναίκα του και λέει:
‘Μαρώ, δες, δε θα γράψει δοκίμια’.»,
(συνομιλία με τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, «Εντευκτήριο», τχ. 20, Σεπτέμβριος 1992).
«Νομίζω η γενιά του ’30 ήταν πολύ φειδωλή. […]
Ο δε Σεφέρης είπε: ‘Έντιμος ποιητής ο Σαχτούρης’. Έντιμος δε θα πει τίποτα.»,
(συνομιλία με την Όλγα Σελλά, «Η Καθημερινή», 20 Φεβρουαρίου 2000).
«Όταν γνώρισα τον Σεφέρη στη μοναδική φορά που πήγα σπίτι του, μετά την
επιστροφή του από τη Μέση Ανατολή, με ρώτησε:
‘Δοκίμια δε θα γράψετε;’ Και του είπα ‘Ποτέ’. Γυρίζει στη γυναίκα του και λέει:
‘Μαρώ, δες, δε θα γράψει δοκίμια’.»,
(συνομιλία με τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, «Εντευκτήριο», τχ. 20, Σεπτέμβριος 1992).
«Νομίζω η γενιά του ’30 ήταν πολύ φειδωλή. […]
Ο δε Σεφέρης είπε: ‘Έντιμος ποιητής ο Σαχτούρης’. Έντιμος δε θα πει τίποτα.»,
(συνομιλία με την Όλγα Σελλά, «Η Καθημερινή», 20 Φεβρουαρίου 2000).
Σαχτούρης & Εγγονόπουλος
«Ο Εγγονόπουλος, όταν του πρωτοδιάβασα τη ‘Λησμονημένη’ -το θυμάμαι,
ήταν συγκινητική ημέρα για μένα: πήγα στο ατελιέ του, αυτό το υγρό υπόγειο που
είχε χώμα κάτω κι εκεί έζησε και κοιμότανε όλα τα χρόνια, αλλά είχε γερή κράση
κι άντεξε- συγκινήθηκε πολύ.
Ο Εγγονόπουλος άμα χαιρόταν του ανέβαινε μια κοκκινίλα στο στέρνο εδώ
(δείχνει το στέρνο του) μέχρι πάνω στο κεφάλι…
Κοκκίνισε ολόκληρος λοιπόν και μου είπε: ‘
Κύριε Σαχτούρη, είστε ποιητής’. Σηκώθηκε, πήγε στη βιβλιοθήκη του,
πήρε έναν ‘Μπολιβάρ’ που μόλις είχε βγει -το ’44 ήταν- και μου έγραψε μια αφιέρωση:
‘Στον κύριο Μιλτιάδη Σαχτούρη’ -Μιλτιάδη, όχι Μίλτο- ‘που είναι’ -το είναι μεγαλύτερο
από τις άλλες λέξεις- ‘ποιητής’!
Εγώ τρελάθηκα… Πήγα στη μάνα μου και της το ’δειξα. Ήταν μεγάλη συγκίνηση… », (συνομιλία με τον Θανάση Λάλα, «Το Βήμα», 5 Φεβρουαρίου 1995).
«Ο Εγγονόπουλος, όταν του πρωτοδιάβασα τη ‘Λησμονημένη’ -το θυμάμαι,
ήταν συγκινητική ημέρα για μένα: πήγα στο ατελιέ του, αυτό το υγρό υπόγειο που
είχε χώμα κάτω κι εκεί έζησε και κοιμότανε όλα τα χρόνια, αλλά είχε γερή κράση
κι άντεξε- συγκινήθηκε πολύ.
Ο Εγγονόπουλος άμα χαιρόταν του ανέβαινε μια κοκκινίλα στο στέρνο εδώ
(δείχνει το στέρνο του) μέχρι πάνω στο κεφάλι…
Κοκκίνισε ολόκληρος λοιπόν και μου είπε: ‘
Κύριε Σαχτούρη, είστε ποιητής’. Σηκώθηκε, πήγε στη βιβλιοθήκη του,
πήρε έναν ‘Μπολιβάρ’ που μόλις είχε βγει -το ’44 ήταν- και μου έγραψε μια αφιέρωση:
‘Στον κύριο Μιλτιάδη Σαχτούρη’ -Μιλτιάδη, όχι Μίλτο- ‘που είναι’ -το είναι μεγαλύτερο
από τις άλλες λέξεις- ‘ποιητής’!
Εγώ τρελάθηκα… Πήγα στη μάνα μου και της το ’δειξα. Ήταν μεγάλη συγκίνηση… », (συνομιλία με τον Θανάση Λάλα, «Το Βήμα», 5 Φεβρουαρίου 1995).
Σαχτούρης & Ελύτης
«Όχι δεν αναγνώριζαν την αξία μου… Με αγνοούσαν… Ακόμη κι οι φίλοι μου…
Τα ’χω πει, κι ο Ελύτης φουρκίζεται άμα τα λέω.
Με τον Ελύτη παίζαμε καρπαζιές, τρόπος του λέγειν, και μου έλεγε:
‘Δεν είναι ποίηση αυτή που γράφεις… Είναι γκραν γκινιόλ!’.»,
((συνομιλία με τον Θανάση Λάλα, «Το Βήμα», 5 Φεβρουαρίου 1995).
«Με τον Ελύτη ήμαστε φίλοι, όμως δεν είπε ποτέ για μένα κάποιον έπαινο.»,
(συνομιλία με την Όλγα Σελλά, «Η Καθημερινή», 20 Φεβρουαρίου 2000).
«Όχι δεν αναγνώριζαν την αξία μου… Με αγνοούσαν… Ακόμη κι οι φίλοι μου…
Τα ’χω πει, κι ο Ελύτης φουρκίζεται άμα τα λέω.
Με τον Ελύτη παίζαμε καρπαζιές, τρόπος του λέγειν, και μου έλεγε:
‘Δεν είναι ποίηση αυτή που γράφεις… Είναι γκραν γκινιόλ!’.»,
((συνομιλία με τον Θανάση Λάλα, «Το Βήμα», 5 Φεβρουαρίου 1995).
«Με τον Ελύτη ήμαστε φίλοι, όμως δεν είπε ποτέ για μένα κάποιον έπαινο.»,
(συνομιλία με την Όλγα Σελλά, «Η Καθημερινή», 20 Φεβρουαρίου 2000).
«Ο πυρετός της χαράς»
Ηλεχτρικές κουρτίνες σ’ άλλη εποχή
ηλεχτρικοί πολυέλαιοι
δυο πρωινά παράθυρα
δυο μάτια φωτισμένα
η σκιά τ’ ανθρώπου διαβαίνει
μέρα να ’ναι για νύχτα
κι η φωνή: Μην τρέχεις μη φεύγεις
σ’ αγαπώ
La voix du rêve
ηλεχτρικοί πολυέλαιοι
δυο πρωινά παράθυρα
δυο μάτια φωτισμένα
η σκιά τ’ ανθρώπου διαβαίνει
μέρα να ’ναι για νύχτα
κι η φωνή: Μην τρέχεις μη φεύγεις
σ’ αγαπώ
La voix du rêve
Η Λησμονημένη, 1945
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο»,
της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή»,
την Κυριακή 27 Μαρτίου 2016, σελ. 4.
της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή»,
την Κυριακή 27 Μαρτίου 2016, σελ. 4.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου