Σελίδες

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

...τι χαρά σ αυτό το μέρος φταίει για τούτο ο Βολταίρος κι αν δεν...

Φωτογραφία του Κώστας Αρβανίτης.
ξανασηκωθώ 
είναι λάθος του Ρουσσώ


...μικρός Γαβριάς από τους Αθλιους

Ο Γαβριάς των Αθλίων του Ουγκώ ήταν παιδί των άθλιων Θεναρδιέρων. 
Ο πατέρας του ανήκε στον υπόκοσμο, η μάνα του ήταν μέγαιρα, 
οι αδερφές του πόρνες, ο ίδιος αλητάκι. 
Δεδομένα άθλια λοιπόν, αλλά το παιδί ήταν ένα κεφάτο σπουργίτι, τριγυρνούσε 
και τραγουδούσε, ζούσε όπου έβρισκε, όπως μπορούσε. 
Κάποια στιγμή περιμάζεψε δυο παιδάκια χαμένα στην πόλη κι έγινε 
προστάτης τους. Ήταν τα μικρά αδέρφια του, αλλά δεν το ήξερε.
Στο οδόφραγμα του 1832 όπου πήγε μαζί με τους επαναστάτες φίλους του, 
σκοτώθηκε τραγουδώντας. Ήταν δηλαδή ένα παιδί- υπόδειγμα για τον 
Ουγκώ της τάξης των εξαθλιωμένων που αποκτά συνείδηση και διεκδικεί 
πολιτικά καλύτερη θέση και δικαιώματα.
Ο Γαβριάς πάλευε να γίνει καλύτερος ο ίδιος, ήταν «τρεις μήνες μαθητευόμενος 
σ’ έναν τυπογράφο», εκτιμούσε τα καλά πράγματα που συναντούσε στη ζωή του 
και στην πόλη του. 
Στο βιβλίο υπάρχουν άλλα πρόσωπα που δεν ενδιαφέρονται να ξεφύγουν 
απο τη μοίρα τους, πρόσωπα που έχουν ξεχαστεί. 
Ο Γαβριάς δεν ήταν τέτοιος ήρωας, γι αυτό τον θυμόμαστε.
~~~~~~~~~~~
*Σημείωση:
Οι Άθλιοι
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ (1802-1885)
Είμαστε στο Παρίσι του 1832. 
Οι Παριζιάνοι, δυσαρεστημένοιμε τον ανώτατο άρχοντά τους Λουδοβίκο-Φίλιππο, εξεγείρονται.
Ένα νέο αγόρι, ο Γαβριάς, άφησε την ασφάλεια του οδοφράγματος όπου οι εξεγερμένοι* φίλοι του αντιστέκονται εναντίον των εθνοφρουρών.
Με κίνδυνο της ζωής του, προσπαθεί να γεμίσει ένα καλάθι με φυσίγγια 
των νεκρών στρατιωτών για να τα φέρει στους υπερασπιστές του 
οδοφράγματος απ’ τους οποίους λείπουν τα πολεμοφόδια.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΑΒΡΙΑ
Μπουσουλούσε μπρούμυτα, έτρεχε με τα τέσσερα, βαστούσε το καλάθι 
στα δόντια του, στριφογύριζε, γλιστρούσε, αλαφροσέρνονταν, γυρόκλωθε 
απ’ τον ένα σκοτωμένο στον άλλον, κι άδειαζε τις μπαλάσκες* ή τις φυσιγγιοθήκες 
όπως ένας πίθηκος ανοίγει μια καρύδα. 
Απ’ το οδόφραγμα, απ’ το οποίο δεν είχε απομακρυνθεί ακόμα πολύ, δεν τολμούσαν 
να του φωνάξουν να γυρίσει πίσω, από φόβο μήπως προκαλέσουν απάνω του 
την προσοχή των αντιπάλων. 
Απάνω σ’ ένα πτώμα δεκανέα βρήκε ένα φλασκί με μπαρούτι*.
*Αυτό είναι για τη δίψα, είπε βάζοντάς το μέσα στην τσέπη του.
Με το να πηγαίνει όλο πιο πέρα, έφτασε στο σημείο όπου η καταχνιά των 
πυροβολισμών γινόταν διάφανη...
Τη στιγμή που ο Γαβριάς ξαλάφρωνε απ’τα φυσέκια του ένα λοχία που 
κοίτονταν νεκρός κοντά σ’ ένα οδόσημο, μια σφαίρα χτύπησε απάνω στο κουφάρι.
- Πανάθεμά τους! Έκαμε ο Γαβριάς. 
Μου σκοτώνουν τώρα και τους νεκρούς μου.   
Μια δεύτερη σφαίρα άστραψε στο λιθόστρωτο, δίπλα του. 
Μια τρίτη έριξε κάτω το καλάθι του.
Ο Γαβριάς κοίταξε και είδε πως αυτή προερχόταν απ’ το προάστιο.
Ανασηκώθηκε τότε ολόισος, ολόρθος με τα μαλλιά του στον άνεμο. 
Με τα χέρια στη μέση με το βλέμμα καρφωμένο στους εθνοφρουφρούς 
του πυροβολούσαν, και τραγούδησε:

Το Ναντέρ 1_είν’άθλιο μέρος,
φταίει εκείνος ο Βολταίρος 2_
τούβλα είναι στο Παλαισώ 3_
φταίει εκείνος ο Ρουσσώ 4_
~
1_ Προάστιο στα δυτικά του Παρισιού.
2_  Γάλλος συγγραφέας
3_ Προάστιο στα νότια του Παρισιού.
4_ Γάλλος συγγραφέας.

Έπειτα σήκωσε από χάμου το καλάθι του, έβαλε μέσα τα φυσέκια που 
είχαν πέσει, χωρίς να χάσει ούτ’ ένα και προχωρώντας προς το μέρος 
των πυροβολισμών έσκυψε ν’απογυμνώσει μιαν άλλη μπαλάσκα. 
Εκεί παρά λίγο να τον πετύχει μια τέταρτη σφαίρα. 

Ο Γαβριάς τραγούδησε:

Αν δεν είμαι αφέντης βέρος,
φταίει εκείνος ο Βολταίρος,
αν με κράζουν νεοσσό,
φταίει εκείνος ο Ρουσσώ.

- Μια πέμπτη σφαίρα δεν κατάφερε παρά να 
του αποσπάσει μια τρίτη στροφή:

Αν πειράζω ιδιαιτέρως
φταίει εκείνος ο Βολταίρος,
τους παράδες αν μισώ,
φταίει εκείνος ο Ρουσσώ.

- Αυτό τράβηξε έτσι κάμποση ώρα.
Το θέαμα ήταν τρομερό και θελκτικό. 
Ο Γαβριάς, ενώ τον ντουφεκούσαν, κορόιδευε τις ντουφεκιές. 
Φαινόταν πως έκανε πολύ γούστο. 
Ήταν το σπουργίτι που τσιμπούσε τους κυνηγούς. 
- Σε κάθε ομοβροντία απαντούσε με μια στροφή
Τον σκόπευαν αδιάκοπα κι όλο δεν τον πετύχαιναν.
Οι εθνοφρουφοί κι οι στρατιώτες γελούσαν καθώς τον ζύγισαν με το μάτι...
Ωστόσο, μια σφαίρα ριγμένη πιο εύστοχα ή πιο ύπουλη απ’ τις άλλες, κατάφερε 
να πετύχει το παιδί-πυγολαμπίδα*
Είδαν το Γαβριά να τρικλίζει, έπειτα έγειρε χάμου. 
Όλοι απ’ το οδόφραγμα έβγαλαν ένα ξεφωνητό. 
Αλλά... ο Γαβριάς δεν έπεσε παρά για να ξανασηκωθεί. 
Ανακάθισε, ενώ μια μακριά χαρακιά αίματος αυλάκωνε το πρόσωπό του. 
Σήκωσε τα δυο του μπράτσα στον αέρα, κοίταξε προς το μέρος απ’όπου 
τον είχαν πυροβολήσει κι άρχισε να τραγουδάει:

Γλίστρησα, κι ας είναι θέρος,
φταίει εκείνος ο Βολταίρος,
ένα ρούπι και μισό, 
φταίει εκείνος ο...

Αλλά δεν αποτελείωσε. 
Μια δεύτερη σφαίρα του ίδιου σκοπευτή τον σταμάτησε μονομιάς. 
Αυτήν τη φορά έπεσε με τα μούτρα στο λιθόστρωτο και δεν ξανασάλεψε πια. 
Αυτή η μεγάλη ψυχούλα είχε πετάξει πέρα.

Λεξικό
* ανακάθισε: κάθισε πίσω, πάνω στα πισινά του.
*  εξεγερμένοι: (συν.) επαναστατημένοι.
* μπαλάσκες: θήκη καλυμμένη με δέρμα που το έφερναν στη ζώνη 
ή στη ζωστήρα τους, όπου οι στρατιώτες έβαζαν τα φυσίγγια τους. 
* πυγολαμπίδα:  Έντομο που βγάζει από πίσω μια μικρή φλόγα 
που αναβοσβήνει.
Λέγεται για κάποιον που είναι σβέλτος, γρήγορος, άπιαστος.
* φλασκί με μπαρούτι: μικρό πλατύ δοχείο, όπου έβαζαν το μπαρούτι 
για τα φλογοβόλα όπλα.
~~~~~~~~~~~~~~~~


Το μυθιστόρημα λειτουργεί με γνώμονα το πώς η ψυχή του Γιάννη Αγιάννη 
εξιλεώθηκε, συγχωρέθηκε για όλες τις αμαρτίες της. 
Και ό,τι έκανε ο Γιάννης Αγιάννης αποτελούν γεννήματα της αιχμαλωσίας 
της ψυχής του από την αγάπη και το φως που της έδωσε ο επίσκοπος Μυριήλ. 
Αυτή είναι η δύναμη ενός αγίου που βγάζει από την αθλιότητα μία ψυχή. 
Η ελεημοσύνη, η δημιουργικότητα και η προσφορά στους συνανθρώπους του, 
η παραίτηση από την δική του δόξα και η επαναπρόσληψη της ιδιότητας του 
κατάδικου για να μην πληρώσει για λογαριασμό του κάποιος που δεν έφταιγε, 
η πατρότητα στο πρόσωπο της Τιτίκας, η εφευρετικότητα και η σιωπή, η προσευχή 
και η υπομονή και την ίδια στιγμή η καλλιέργεια του δρόμου της συγχώρεσης προς 
την κοινωνία και τον νόμο, όπως εκφράζονται στο πρόσωπο του αστυνόμου Ιαβέρη, 
αλλά και η αποδοχή από τον Γιάννη Αγιάννη ότι δεν του ανήκει ούτε το παιδί 
που έσωσε, η Τιτίκα,  και η απόσυρση στην αλήθεια της απόλυτης ταπείνωσης 
που την ίδια στιγμή ελευθερώνει και την ίδια στιγμή οδηγεί στον πόνο της απόλυτης μοναξιάς, για να έρθει η λύτρωση πριν το θάνατο με την συναίσθηση ότι τόσο 
ο Θεός όσο και οι άνθρωποι τον συγχώρεσαν  και του έδειξαν την αγάπη 
που τόσο του έλειψε στη ζωή, είναι σημεία που βγαίνουν από τη γραφίδα 
ενός συγγραφέα που η αξία του είναι διαχρονική.

Αν δεν έγινα νοταίρος
σ’ αυτό φταίει ο Βολταίρος
ειμ’ ένα στρουθί μικρό
γράψε λάθος του Ρουσώ

Τραγουδώ χειμώνα-θέρος
Σ’ αυτό φταίει ο Βολταίρος
φτώχεια έχω για προικιό
γράψε λάθος του Ρουσσώ

*Και συνεχίζει: 
«Ήταν το χαμίνι-πνεύμα. 
Θάλεγε κανείς πως ήταν ο άτρωτος νάνος της σύρραξης. 
Οι σφαίρες τρέχαν ολούθε πίσω του αλλά αυτός ήταν πιο σβέλτος από κείνες. 
Έπαιζε, λες, κάποιο τρομερό κρυφτούλι στο Χάρο […] 
Ξάφνου, ένα βόλι, καλλίτερα και πιο ύπουλα ζυγιασμένο από τα άλλα, πέτυχε 
και βρήκε εκείνη την πυγολαμπίδα παιδί. 

Είδαν τότε τον Γαβριά να τρεκλίζει και να σωριάζεται χάμω. 
Όλο το οδόφραγμα έβγαλε μια φωνή. 
Όμως, μέσα σ’ αυτόν τον πυγμαίο, κρυβόταν ένας Ανταίος. 
Το ν’ αγγίζει το λιθόστρωτο ένα χαμίνι είναι το ίδιο σα ν’ ακουμπάει στη γη 
ένας γίγαντας. 
Ο Γαβριάς δεν είχε πέσει παρά μονάχα για να αναστυλωθή. 

Έμεινε καθιστός. 
Ένα μακρύ αυλάκι αίμα χαράκωνε το πρόσωπό του. 
Σήκωσε τα δυο του χέρια ψηλά στον αέρα κοίταξε κατά τη μεριά απ’ όπου 
τούχαν στείλει το βόλι κι άρχισε να τραγουδάει:
Χάμου αν στρώθηκα τα υστέρου
γράψε λάθος του Βολταίρου
λάσπη τώρα κι αν μασώ
γράψε λάθος του Ρου…

Δεν τελείωσε. 
Μια σφαίρα, από τον ίδιο εθνοφρουρό, τον έκοψε στη μέση. 
Αυτή τη φορά έπεσε με τα μούτρα πάνω στο λιθόστρωτο και δεν ξανασάλεψε. 
Η μικρούλα εκείνη μεγάλη ψυχή είχε πετάξει».[1]
[1] Je ne suis pas notaire,
C'est la faute à Voltaire,
Je suis petit oiseau,
C'est la faute à Rousseau.

Joie est mon caractère,

C'est la faute à Voltaire,
Misère est mon trousseau,
C'est la faute à Rousseau. 

Je suis tombé par terre
c' est la faute à Voltaire
le nez dans le ruisseau
c' est la faute à…
(Οι Άθλιοι, Εκδόσεις Περγαμηνή, 1953, Μετάφραση Μανώλη Σκουλούδη). 
Νοταίρος είναι ο συμβολαιογράφος, στρουθί είναι το πουλί· 
«τα υστέρου» στο οποίο κατέφυγε ο μεταφραστής για να κάνει ρίμα 
με το «Βολταιρου» πρέπει μάλλον να το εννοήσουμε ως «στο τέλος, τελικά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου