Γνωρίζετε πόσα μίλια έχουν διανύσει τα φρούτα, πόσα σύνορα έχουν περάσει
οι ντομάτες και σε ποια νερά έχουν κολυμπήσει τα ψάρια στο ψυγείο σας;
Μια εξήγηση και μερικές ιδέες για το μέλλον.
Kαλό είναι να ξεκινήσουμε τη συζήτηση με μια βασική παραδοχή:
Σε μια παγκόσμια αγορά δεν υπάρχουν σύνορα. Τι πιο «φυσιολογικό» αν μια χώρα δεν παράγει ένα προϊόν (βλπ. μπανάνες) ή το παράγει σε τέτοιες ποσότητες που δεν καλύπτουν τις ανάγκες της (π.χ. τομάτες) να στρέφεται σε εισαγωγές; Πολλώ δε μάλλον στην Ελλάδα των 11 εκατ. πολιτών και των 30 εκατ. τουριστών, η οποία όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, δεν έχει, δεν θέλει και δεν μπορεί, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, να ανακτήσει το χαμένο έδαφος στην πρωτογενή παραγωγή.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε αναγκάζεται να εισάγει προϊόντα τα οποία και λόγω κλίματος θα μπορούσε να παράγει σε αφθονία, όπως λεμόνια, σουσάμι, σταφίδα, ρεβίθια, κυδώνια και άλλα πολλά που “ξεριζώθηκαν” εξαιτίας της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, καθώς οι παραγωγοί στράφηκαν σε επιδοτούμενα προϊόντα εγκαταλείποντας παραδοσιακές ελληνικές ποικιλίες. Η πραγματικότητα λοιπόν, για το τι συμβαίνει σήμερα, από το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, απέχει έτη φωτός.
Το παράδειγμα της τομάτας: Η χαμηλή παραγωγικότητα
Το λεμόνι λοιπόν που μόλις αγοράσατε, το πιο πιθανό είναι να έχει διανύσει 12.000 χιλιόμετρα σε ένα υπερατλαντικό ταξίδι κοντά ενός μήνα προκειμένου να φτάσει στην ελληνική εισαγωγική εταιρεία, από εκεί στα ράφια του σούπερ μάρκετ ή στον πάγκο της λαϊκής, και τελικά στα χέρια σας. Το 1981 η εγχώρια παραγωγή λεμονιών ξεπερνούσε
τους 216.000 τόνους.
Τριάντα χρόνια μετά η παραγωγή (όχι όμως και η κατανάλωση) υποχώρησε λίγο πάνω
από τους 70.000 τόνους.
Οι καλλιέργειες που αφήσαμε να χαθούν (w.kathimerini.gr/7 ), οπότε η Ελλάδα στράφηκε
σε εισαγωγές, κυρίως από την Αργεντινή και δευτερευόντως η Τουρκία.
Το λεμόνι λοιπόν που μόλις αγοράσατε, το πιο πιθανό είναι να έχει διανύσει 12.000 χιλιόμετρα σε ένα υπερατλαντικό ταξίδι κοντά ενός μήνα προκειμένου να φτάσει στην ελληνική εισαγωγική εταιρεία, από εκεί στα ράφια του σούπερ μάρκετ ή στον πάγκο της λαϊκής, και τελικά στα χέρια σας. Το 1981 η εγχώρια παραγωγή λεμονιών ξεπερνούσε
τους 216.000 τόνους.
Τριάντα χρόνια μετά η παραγωγή (όχι όμως και η κατανάλωση) υποχώρησε λίγο πάνω
από τους 70.000 τόνους.
Οι καλλιέργειες που αφήσαμε να χαθούν (w.kathimerini.gr/7 ), οπότε η Ελλάδα στράφηκε
σε εισαγωγές, κυρίως από την Αργεντινή και δευτερευόντως η Τουρκία.
Για να καταλάβουμε το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγής, ας πάρουμε για παράδειγμα την τομάτα. Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση νωπής τομάτας στην Ελλάδα φθάνει τα 55 κιλά, όταν στην Ιταλία αγγίζει τα 30 κιλά και στη Γερμανία τα 18 και ήταν ένα από τα βασικά αγροτικά προϊόντα που παραδοσιακά παρήγαγε η χώρα για να καλύψει τις ανάγκες της. Όχι πια. Το 1/3 των αναγκών της χώρας πλέον καλύπτεται μέσω εισαγωγών από την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ισπανία αλλά κυρίως την Πολωνία. Εύκολα μπορεί ένα κιλό τομάτες, με τις οποίες φτιάξατε τη σαλάτα σας, να έχει περάσει τα σύνορα τεσσάρων κρατών. Εισάγουμε τομάτες ακόμη και τους θερινούς μήνες, περίοδο όπου η παραγωγή τους βρίσκεται στο πικ της.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Προφανώς επειδή έχουν αποσυρθεί κάποιοι παραγωγοί από τη συγκεκριμένη καλλιέργεια, είτε γιατί έχουν στραφεί σε άλλες καλλιέργειες, είτε γιατί έγιναν μικροξενοδόχοι, είτε γιατί προτίμησαν να εγκατασταθούν στα μεγάλα αστικά κέντρα», λέει στο inside story ο Θύμης Ευθυμιάδης, αντιπρόεδρος του ομίλου Αγροτεχνολογία Ευθυμιάδη. «Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα δεν παράγει τις ποσότητες που καταναλώνει. Το ακόμη πιο παράδοξο όμως είναι ότι η χώρα δεν καλύπτει ούτε τη ζήτηση του καλοκαιριού, κάτι που σίγουρα είναι οξύμωρο. Και να φανταστείτε ότι πριν από λίγα χρόνια κάναμε και εξαγωγές. Σήμερα τους θερινούς μήνες εξάγουμε πολύ λίγες ποσότητες και μάλιστα β’ ποιότητας τομάτας στη Βουλγαρία».
Από τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, προκύπτει πως η αξία της ελληνικής τομάτας που εξάγεται είναι υποπολλαπλάσια εκείνης που εισάγεται. Το 2016 η Ελλάδα εξήγαγε 41.332 τόνους τομάτες προς 13,9 εκατ. ευρώ, όμως ξόδεψε 13,043 εκατ. ευρώ για να εισάγει 18.216 τόνους τομάτες νωπές ή διατηρημένες με απλή ψύξη. Από αυτό και μόνο γίνεται σαφές ότι αγορά μεν υπάρχει, δεν υπάρχει όμως εγχώρια προσφορά για να καλύψει την ζήτηση.
[Wonderplant]
Το παράδειγμα της Wonderplant και της Ευθυμιάδη: Το κενό της προσφοράς έχει γίνει αντιληπτό και κάποιοι επιχειρηματίες έχουν προσπαθήσει τα τελευταία χρόνια να το καλύψουν.
Ένας εξ αυτών είναι και ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος της Chipita που με τους
Σταύρο Νένδο ((Select Αρτοσκευάσματα (w.selectbakery.gr/ ),
Αχιλλέα Φώλια (Goodys), Μιχάλη Αραμπατζή (Ελληνική Ζύμη w.elzymi.gr/) και
Θέμη Μακρή δημιούργησε το 2011 την Wonderplant (w.wonderplant.gr/ ), η οποία διαθέτει μονάδα υδροπονικής καλλιέργειας τομάτας.
Στο πλάνο είναι να δημιουργηθούν 5 ακόμη αντίστοιχες μονάδες ανά την Ελλάδα προκειμένου να αντικατασταθεί κοντά στο 30% των εισαγωγών τομάτας που κάνει
η χώρα ετησίως.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;
Όφελος για την ελληνική οικονομία κοντά στα 50 εκατ. ευρώ ετησίως, όπως έχει πει
ο κ. Θεοδωρόπουλος ( http://news247.gr/eid)
[Αγροτεχνολογίας Ευθυμιάδη]
Εκτός από την Wonderplant στην τομάτα δραστηριοποιούνται και άλλες εταιρείες, όπως ο όμιλος Αγροτεχνολογίας Ευθυμιάδηredestos.gr, ο οποίος δημιούργησε την πρώτη επώνυμη ελληνική τομάτα, ονόματι Lucialuciasfarm.gr, σε ένα υπερσύγχρονο θερμοκήπιο, δύο χιλιόμετρα έξω από την Αλεξάνδρεια Ημαθίας, με ετήσια παραγωγή που ξεπερνά τους 5.000 τόνους. Εκτός από τις τομάτες Lucia, ο όμιλος δίνει έμφαση στη συμβολαιοποιημένη γεωργία για παραγωγή αγροδιατροφικών προϊόντων στοχευμένης προστιθέμενης αξίας. Επίσης σχεδιάζει να συμμετάσχει σε αγροδιατροφικές συμπράξεις για την παραγωγή επώνυμων ελληνικών αγροτικών προϊόντων, στα πρότυπα της ντομάτας Lucia και της πατάτας Μυρτώ. Αυτή τη στιγμή προωθεί την παραγωγή του μικρού καρπουζιού, βάρους 3-5 κιλών, ενώ έχει ξεκινήσει η πιλοτική παραγωγή της πατάτας ραγού, που είναι οικονομικά βιώσιμη, όπως λέει ο κ. Ευθυμιάδης. Η εσωτερική ζήτηση για τον συγκεκριμένο τύπο πατάτας βαίνει αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια. Μέχρι στιγμής η εγχώρια κατανάλωση καλύπτεται από εισαγωγές που γίνονται αποκλειστικά από την Γαλλία και στόχος του ομίλου Αγροτεχνολογία Ευθυμιάδη είναι να τις υποκαταστήσει.
Το παράδειγμα του μπρόκολου: Η εποχική παραγωγή
Η περίπτωση της τομάτας δεν είναι η μοναδική. Οι εισαγωγές νωπών προϊόντων, προϊόντων που η Ελλάδα παρήγαγε εν αφθονία κάποια χρόνια πίσω, είναι καθημερινό φαινόμενο καθώς η εγχώρια παραγωγή σε αρκετά προϊόντα ακολουθεί τον κύκλο της εποχικότητας. Είναι όπως στον τουρισμό, το εγχώριο τουριστικό προϊόν βγαίνει προς πώληση συγκεκριμένους μήνες τον χρόνο χάνοντας τους τουρίστες που δεν θέλουν να κάνουν διακοπές το καλοκαίρι, έτσι και η εγχώρια παραγωγή περιορίζεται σε συγκεκριμένους μήνες. Γιατί μπορεί η εγχώρια παραγωγή να είναι εποχική, δεν είναι όμως και η κατανάλωση.
Η περίπτωση της τομάτας δεν είναι η μοναδική. Οι εισαγωγές νωπών προϊόντων, προϊόντων που η Ελλάδα παρήγαγε εν αφθονία κάποια χρόνια πίσω, είναι καθημερινό φαινόμενο καθώς η εγχώρια παραγωγή σε αρκετά προϊόντα ακολουθεί τον κύκλο της εποχικότητας. Είναι όπως στον τουρισμό, το εγχώριο τουριστικό προϊόν βγαίνει προς πώληση συγκεκριμένους μήνες τον χρόνο χάνοντας τους τουρίστες που δεν θέλουν να κάνουν διακοπές το καλοκαίρι, έτσι και η εγχώρια παραγωγή περιορίζεται σε συγκεκριμένους μήνες. Γιατί μπορεί η εγχώρια παραγωγή να είναι εποχική, δεν είναι όμως και η κατανάλωση.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το μπρόκολο.
Η καλλιέργειά του στην Ελλάδα ξεκινά τον Ιούλιο, οι πρώτες παραγωγές βγαίνουν στην αγορά στις αρχές Οκτωβρίου και η τροφοδοσία διαρκεί έως και τα μέσα Δεκεμβρίου. Ουσιαστικά λοιπόν, οι Έλληνες παραγωγοί «παίζουν μπάλα» εμπορικά με το μπρόκολο μόλις 2,5 μήνες τον χρόνο. Δηλαδή η χώρα δεν καλύπτει τις ανάγκες της με εισαγωγές από τον Οκτώβριο έως και τα μέσα Δεκεμβρίου και το μπρόκολο που κυκλοφορεί στην αγορά είναι ελληνικό. Ωστόσο οι 15.000 τόνοι που πέφτουν όλοι μαζί στην αγορά πιέζουν τις τιμές παραγωγού προς τα κάτω. Με αυτόν τον τρόπο, από τον Οκτώβριο έως και τα μέσα Δεκεμβρίου, η μέση τιμή παραγωγού κινείται στα 40 λεπτά το κιλό (στοιχεία 2016), και η τελική τιμή στο ράφι ή στον πάγκο της λαϊκής παίζει στο 1 ευρώ. Δηλαδή η στρεμματική απόδοση [το στρέμμα βγάζει 1.500 κιλά], κυμαίνεται στα 600 ευρώ.
Η καλλιέργειά του στην Ελλάδα ξεκινά τον Ιούλιο, οι πρώτες παραγωγές βγαίνουν στην αγορά στις αρχές Οκτωβρίου και η τροφοδοσία διαρκεί έως και τα μέσα Δεκεμβρίου. Ουσιαστικά λοιπόν, οι Έλληνες παραγωγοί «παίζουν μπάλα» εμπορικά με το μπρόκολο μόλις 2,5 μήνες τον χρόνο. Δηλαδή η χώρα δεν καλύπτει τις ανάγκες της με εισαγωγές από τον Οκτώβριο έως και τα μέσα Δεκεμβρίου και το μπρόκολο που κυκλοφορεί στην αγορά είναι ελληνικό. Ωστόσο οι 15.000 τόνοι που πέφτουν όλοι μαζί στην αγορά πιέζουν τις τιμές παραγωγού προς τα κάτω. Με αυτόν τον τρόπο, από τον Οκτώβριο έως και τα μέσα Δεκεμβρίου, η μέση τιμή παραγωγού κινείται στα 40 λεπτά το κιλό (στοιχεία 2016), και η τελική τιμή στο ράφι ή στον πάγκο της λαϊκής παίζει στο 1 ευρώ. Δηλαδή η στρεμματική απόδοση [το στρέμμα βγάζει 1.500 κιλά], κυμαίνεται στα 600 ευρώ.
Από τον Ιανουάριο και μετά, όταν δεν υπάρχει εγχώρια παραγωγή, η ζήτηση καλύπτεται από τις εισαγωγές και οι τιμές χτυπάνε «κόκκινο». Η τιμή παραγωγού για ένα κιλό εισαγόμενο μπρόκολο που θα φθάσει στην αγορά εκτός εποχής κυμαίνεται στο 1-1,5 ευρώ και κινείται στα 2-2,5 ευρώ στο ράφι. Δηλαδή η μέση στρεμματική απόδοση την άνοιξη, αν κάποιος Έλληνας παραγωγός συνέχιζε να παράγει μπρόκολο, θα έφθανε τα 1.500 ευρώ, δηλαδή θα ήταν υπερδιπλάσια των 600 ευρώ που πιάνει το διάστημα που η αγορά «πνίγεται» στο μπρόκολο.
Λόγω της εποχικότητας στην παραγωγή, παρατηρείται το φαινόμενο να παραμένουν αδιάθετα φρέσκα προϊόντα και να σαπίζουν στα χωράφια. Ακόμη όμως και για προϊόντα που πωλούνται, οι τιμές είναι πολύ χαμηλές, λόγω της υψηλής προσφοράς, ενώ οι πληρωμές από αρκετούς εμπόρους γίνονται στην εκκαθάριση, δηλαδή ο παραγωγός αφήνει το προϊόν στον έμπορο και πληρώνεται για όσες ποσότητες πωληθούν, όποτε πουληθούν.
«Παράγουμε αγροτικά προϊόντα τους μήνες που υπάρχουν εν αφθονία στην αγορά. Αν μπορέσουμε να διευρύνουμε αυτή την περίοδο σε κάποια προϊόντα και να τα παράγουμε όλο τον χρόνο τότε θα πετύχουμε και καλύτερες τιμές και θα έχουμε και διαπραγματευτική δύναμη», λέει στο inside story ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Αγροτών Θεσσαλίας ΘΕΣγη http://www.thesgi.gr/el Παναγιώτης Καλφούντζος.
«Πρέπει να παράγουμε προϊόντα τα οποία να αφήνουν κέρδος και να πάμε σε
μια γεωργία ακριβείας». Σύμφωνα με τον κ. Καλφούντζο, σήμερα το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον 30% πιο υψηλό σε σχέση με την Ισπανία και την Ιταλία,
ενώ οι στρεμματικές αποδόσεις σε αυτές τις χώρες είναι τουλάχιστον 20% υψηλότερες
απ’ ότι στην Ελλάδα.
«Πρέπει να παράγουμε προϊόντα τα οποία να αφήνουν κέρδος και να πάμε σε
μια γεωργία ακριβείας». Σύμφωνα με τον κ. Καλφούντζο, σήμερα το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον 30% πιο υψηλό σε σχέση με την Ισπανία και την Ιταλία,
ενώ οι στρεμματικές αποδόσεις σε αυτές τις χώρες είναι τουλάχιστον 20% υψηλότερες
απ’ ότι στην Ελλάδα.
Το πρόβλημα της εποχικότητας, απ’ ό,τι φαίνεται είναι αποκλειστικά ελληνικό.
Στην Ισπανία και την Ιταλία έχουν αναπτυχθεί τεχνολογίες σε αρκετά προϊόντα ώστε η παραγωγή να πραγματοποιείται περισσότερους μήνες τον χρόνο, μας εξηγεί o Παναγιώτης Καλφούντζος. Αυτό από μόνο του αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για τον παραγωγό ο οποίος καλύπτει μεγαλύτερη χρονική περίοδο τις ανάγκες του αγοραστή. Μέσω της τεχνολογίας που έχουν αναπτύξει οι Ιταλοί και Ισπανοί πετυχαίνουν και καλύτερες στρεμματικές αποδόσεις, έχουν μειώσει το κόστος παραγωγής και έχουν καταφέρει να συντηρούν περισσότερο χρόνο τα προϊόντα τους: το ελληνικό μπρόκολο αντέχει στο ψυγείο 1 εβδομάδα, ενώ το ιταλικό και το ισπανικό, μέσω των τεχνολογιών που έχουν αναπτυχθεί, 20-25 ημέρες.
Στην Ισπανία και την Ιταλία έχουν αναπτυχθεί τεχνολογίες σε αρκετά προϊόντα ώστε η παραγωγή να πραγματοποιείται περισσότερους μήνες τον χρόνο, μας εξηγεί o Παναγιώτης Καλφούντζος. Αυτό από μόνο του αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για τον παραγωγό ο οποίος καλύπτει μεγαλύτερη χρονική περίοδο τις ανάγκες του αγοραστή. Μέσω της τεχνολογίας που έχουν αναπτύξει οι Ιταλοί και Ισπανοί πετυχαίνουν και καλύτερες στρεμματικές αποδόσεις, έχουν μειώσει το κόστος παραγωγής και έχουν καταφέρει να συντηρούν περισσότερο χρόνο τα προϊόντα τους: το ελληνικό μπρόκολο αντέχει στο ψυγείο 1 εβδομάδα, ενώ το ιταλικό και το ισπανικό, μέσω των τεχνολογιών που έχουν αναπτυχθεί, 20-25 ημέρες.
Το παράδειγμα της μπανάνας: Η ανάγκη κρίσιμης μάζας
Σήμερα η μπανάνα αποτελεί το τρίτο πιο σημαντικό νωπό προϊόν στις πωλήσεις ενός σούπερ μάρκετ (την πρώτη θέση να καταλαμβάνουν οι πατάτες και τη δεύτερη οι τομάτες) και στη χώρα καταναλώνονται περίπου 4,5 εκατ. κιβώτια (19 κιλά έκαστο). Τα τελικά σημεία πώλησης μιλάνε με 3-4 μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις και κλείνουν ετήσιες συμφωνίες που εκτός από τις ποσότητες, περιλαμβάνουν συχνά και κλειδωμένες τιμές. Δηλαδή ο εισαγωγέας και το τελικό σημείο πώλησης γνωρίζουν εξαρχής τι ποσότητες χρειάζεται να εισαχθούν και ποια η τιμή και μπορούν σχετικά εύκολα να προγραμματιστούν.
Πρόκειται για μια win win συμφωνία και για τα δύο μέρη.
Πρόκειται για μια win win συμφωνία και για τα δύο μέρη.
Ο εμπορικός διευθυντής ενός ελληνικού σούπερ μάρκετ μιλά λοιπόν με 3-4 εισαγωγείς μπανάνας και με ακόμη 180 συνεταιρισμούς, εμπόρους και παραγωγούς, τα προϊόντα των οποίων ελέγχει προκειμένου να κλείσει συμφωνίες για την προμήθεια των υπολοίπων νωπών προϊόντων που πουλά. Οι περισσότερες συμφωνίες με τους 180 συνεταιρισμούς, εμπόρους και παραγωγούς δεν είναι ετήσιες, ούτε οι τιμές είναι κλειδωμένες στις περισσότερες περιπτώσεις.
Οπότε το «κλειδί» για να μπορέσει κάποιος να μειώσει τα κόστη του, να γίνει πιο ανταγωνιστικός, και να βρει δίοδο στο τελικό σημείο πώλησης, περνάει και μέσα από τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων, όπως είναι οι ομάδες παραγωγών. Καλώς ή κακώς ο κλήρος στην Ελλάδα είναι μικρός και αυτό από μόνο που αποτελεί μειονέκτημα. Για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να δημιουργηθούν μεγαλύτερα σχήματα, τα οποία θα παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες, θα έχουν ενιαία φωνή και θα προσφέρουν στον εκάστοτε αγοραστή περισσότερους κωδικούς και μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων.
Η κρίσιμη μάζα δίνει και ένα ακόμη πλεονέκτημα στον παραγωγό, είτε συνεργάζεται με το τελικό σημείο πώλησης είτε δίνει το προϊόν του στον έμπορο. Πετυχαίνει καλύτερες τιμές, ενώ μπορεί να αντέξει πιο εύκολα τις καθυστερήσεις στις πληρωμές, οι οποίες στις περιπτώσεις των αλυσίδων σούπερ μάρκετ σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούν τους 3 μήνες.
Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι με βάση κοινοτική οδηγία, η οποία ας σημειωθεί θα έπρεπε να είχε μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών έως τις 16 Μαρτίου του 2013, οι πληρωμές νωπών και ευπαθών προϊόντων πρέπει να γίνονται εντός 60 ημερών, εκτός αν υπάρξει διαφορετική ρητή συμφωνία. Μέχρι στιγμής πάντως η Ελλάδα το μόνο που έχει κάνει είναι να τρώει κόκκινες κάρτες από τις ΒρυξέλλεςΤο Δελτίο Τύπου της Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα μέτρα κατά Ελλάδας, Σλοβακίας, Ιταλίας και Ισπανίας για τις καθυστερήσεων πληρωμών. Το πολυδιαφημιζόμενο από τις αρχές του έτους νομοσχέδιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης έχει κατατεθεί στη Βουλή και έχει προκαλέσει λογικές αντιδράσεις.
Το παράδειγμα του ΘΕΣΓη: Ο ΘΕΣΓη ιδρύθηκε το 2013, εν μέσω κρίσης δηλαδή, από 30 αγρότες που διαχειρίζονταν 15-16.000 στρέμματα και σήμερα έχει 75 μέλη τα οποία διαχειρίζονται πάνω από 28.000 στρέμματα στα οποία παράγονται δημητριακά, βαμβάκι, ψυχανθή. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια ο συνεταιρισμός έχει καταφέρει να μειώσει, όπως λέει στο inside story o κ. Καλφούντζος, το κόστος παραγωγής πάνω από 15% σε σχέση με κάποιον που λειτουργεί μεμονωμένα. Επίσης ο συνεταιρισμός λειτουργεί με το μοντέλο της συμβολαιακής γεωργίας στα περισσότερα προϊόντα που παράγει εκτός από το σιτάρι. Δηλαδή έχει κλειδωμένες τιμές, παραγωγή και συνεργασίες, πέρα των εμπόρων, και με σούπερ μάρκετ και βιομηχανίες, όπως με τον Μπάρμπα Στάθη, ο οποίος απορροφά το 60% των κηπευτικών που παράγει ο συνεταιρισμός, με αποτέλεσμα η παραγόμενη ποσότητα κηπευτικών σε αξία να έχει αυξηθεί από τα 200.000 ευρώ το 2011, στα 1,3 εκατ. ευρώ ή στο 30% του συνολικού του τζίρου που πέτυχε το 2016.
[Θες γη]
«Αν είχαμε 3.000 μέλη στον συνεταιρισμό ΘΕΣΓη, δεν θα χρειαζόμαστε να έχουμε ούτε επιδοτήσεις», λέει ο Παναγιώτη Καλφούντζος. «Το πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος δεν το έχει αντιληφθεί».
Για την ανάγκη απόκτησης κρίσιμης μάζας κάνει λόγο στο inside story και ο κ. Ευθυμιάδης. «Ο αγοραστής του σούπερ μάρκετ θέλει να καλύψει τις ανάγκες του σε αγγούρια, τομάτα, φρούτα κ.λπ. μέσω μιας συμφωνίας πακέτο. Θέλει εύρος προϊοντικό αλλά και κάλυψη των αναγκών του το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου. Με όσο λιγότερους προμηθευτές μιλάει και συνεργάζεται, τόσο πιο ομαλά θα γίνονται οι παραδόσεις και η τροφοδοσία του δικτύου του».
Το παράδειγμα του πορτοκαλιού: Τα ακριβά μεταφορικά
Πολλά χιλιόμετρα όμως διανύει και ένα εγχώριο προϊόν για να φθάσει στα χέρια μας. Τα πορτοκάλια που παράγονται στη Λακωνία, μετά τη συγκομιδή και την τυποποίησή τους στο κοντινό συσκευαστήριο, ξεκινούν το ταξίδι τους προκειμένου να φθάσουν στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη, την Ξάνθη, την Ρόδο και την Γαύδο. Μια μεγάλη διαδρομή, στην οποία συχνά παρεμβάλλεται πλοίο, ανεβάζοντας στα ύψη το μεταφορικό κόστος, το οποίο συγκριτικά με το κόστος μεταφοράς εισαγόμενων προϊόντων από την Αργεντινή, την Ισπανία ή την Πολωνία, είναι εξωφρενικό και οφείλεται στο κόστος ενέργειας, στη φορολογία και τα εργατικά.
Το μεταφορικό κόστος για ένα κοντέινερ (24-25 τόνοι) λεμόνια που εισάγονται από την Αργεντινή, βγαίνει στα 15-20 λεπτά το κιλό. Από την Πολωνία το μεταφορικό κόστος για εισαγωγή τομάτας κυμαίνεται στα 12-13 λεπτά ενώ από την Ισπανία για τη μεταφορά μιας παλέτας μπρόκολο (800 κιλά) κυμαίνεται στα 20-22 λεπτά το κιλό. Την ίδια ώρα η μεταφορά ενός φορτίου πορτοκαλιών από τη Λακωνία στοιχίζει 5-6 λεπτά για να φθάσει στην Αθήνα. Άλλα 10 λεπτά κοστίζει να μεταφερθεί το συγκεκριμένο φορτίο στη Θεσσαλονίκη ενώ με 8-10 λεπτά το κιλό επιβαρύνεται η μεταφορά αν παρεμβάλλεται πλοίο.
To παράδειγμα της πατάτας Νευροκοπίου: Προϊόντα αγνώστου πατρός
Από την εξίσωση δεν πρέπει να βγάλουμε έναν ακόμη σημαντικό δείκτη: τις ελληνοποιήσεις και τις βαπτίσεις (με τον ίδιο τρόπο που το λευκό τυρί βαφτίζεται φέτα στη χωριάτικη των εστιατορίων). Όπως υποστηρίζουν παραγωγοί από το Νευροκόπι, όπου η πατάταΟι γευστικές πατάτες Νευροκοπίου | Γαστρονόμος είναι προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης και η τιμή παραγωγού είναι 20-30% υψηλότερη, πολύ συχνά πατάτες από την Πελοπόννησο περνάνε μια βόλτα από το Νευροκόπι. Την ίδια στιγμή δεν αποκλείεται οι τομάτες που αγοράσατε ως ελληνικές να μιλάνε άλλη γλώσσα.
Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και όπως καταγγέλλουν όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας που ασχολούνται με τον κλάδο, οι έλεγχοι ανύπαρκτοι. Όπως λένε παράγοντες της αγοράς, αν οι έλεγχοι ήταν συνεχείς, το πρόβλημα θα είχε περιοριστεί. «Αν θέλει κάποιος να μάθει ποιος κάνει ελληνοποιήσεις μπορεί να τον βρει», λέει στέλεχος της αγοράς, το οποίο σημειώνει πως δεν πρέπει μόνο να επιβάλλονται πρόστιμα, αλλά και να κατάσχεται το εμπόρευμα. Για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη αυτή πληγή, ο αρμόδιος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Β. Αποστόλου, έχει εξαγγείλει από τον περασμένο Φεβρουάριο, κατά τη διάρκεια της 10ης Διεθνούς Έκθεσης Zootecnica, συγκεκριμένα μέτρα, όπως την εγκατάσταση σε τέσσερις πύλες εισόδου της χώρας εργαλείων σκαναρίσματος των αγροτικών προϊόντων που εισέρχονται.
Όμως μετά από όλα αυτά, το ερώτημα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Yπάρχει ελπίδα, μπορεί κάτι να αλλάξει; Ίσως, μέσω της οργάνωσης, της τεχνολογίας και της συμβολαιακής γεωργίας.
~
Σήμερα παρουσιάζουμε το τρίτο από τα θέματα που ψήφισαν οι συνδρομητές μας στην εκδήλωση #YourStoryΤο event στη σελίδα του inside story στο facebook, που έλαβε χώρα στο βιβλιοπωλείο Ιανός την 16η Μαΐου. Ο Νικήτας Γκαβογιάννης και η Αθανασία Βασδέκη, με την πρότασή τους «Hungry Greek City: Χαρτογραφήσεις της ελληνικής παραγωγής και κατανάλωσης», προκάλεσαν το ενδιαφέρον του κοινού και συγκέντρωσαν τις ψήφους του. Η Αλεξάνδρα Γκίτση ανέλαβε να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσαν.
~
Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017
Κείμενο
Αλεξάνδρα Γκίτση
~
Σήμερα παρουσιάζουμε το τρίτο από τα θέματα που ψήφισαν οι συνδρομητές μας στην εκδήλωση #YourStoryΤο event στη σελίδα του inside story στο facebook, που έλαβε χώρα στο βιβλιοπωλείο Ιανός την 16η Μαΐου. Ο Νικήτας Γκαβογιάννης και η Αθανασία Βασδέκη, με την πρότασή τους «Hungry Greek City: Χαρτογραφήσεις της ελληνικής παραγωγής και κατανάλωσης», προκάλεσαν το ενδιαφέρον του κοινού και συγκέντρωσαν τις ψήφους του. Η Αλεξάνδρα Γκίτση ανέλαβε να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσαν.
~
Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017
Κείμενο
Αλεξάνδρα Γκίτση
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
https://insidestory.gr/article/food-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου