Το Θεό τις μέρες αυτές, Τον νιώθουν οι απλές ψυχές.
Που έχουν χιούμορ και ξέρουν να χαμογελούν
με απλά πράγματα.
Που μπορούν να αυτοσαρκάζονται και να τσαλακώνουν το φοβερό τους κύρος και το υψηλό τους επίπεδο.
Που δεν σφίγγονται να κάνουν τους καλούς και ευσεβείς,
μα ζουν αβίαστα την αγάπη του Θεού.
Που δεν νιώθουν σπουδαίοι και φτασμένοι χριστιανοί,
μα αμαρτωλοί που ελπίζουν στο Χριστό το νεογέννητο.
Που δεν ντρέπονται την όποια υπαρξιακή γύμνια τους,
μιας κι αυτή τους κάνει οικείους του γυμνού θείου Βρέφους.
Είναι αυτοί που κοιτούν τη γυναίκα τους, τον άντρα τους,
τα παιδιά τους, με ζεστά μάτια,
και λένε λέξεις που μαλακώνουν την καρδιά του άλλου.
Αυτοί που ξαπλώνουν στον καναπέ,
και χαϊδεύουν τα μαλλιά του ανθρώπου τους,
με ευγνωμοσύνη που ζουν, που αναπνέουν,
που χαίρονται την απλή καθημερινότητά τους.
Δεν είναι φαντασμένοι.
Δεν είναι υποκριτές και διπλοπρόσωποι.
Είναι αυτοί οι πολλοί νέοι, αλήτες, ναρκομανείς,
περιθωριακοί, αμαρτωλοί, άγνωστοι κι ανώνυμοι του δρόμου,
που μου δίνουν το χέρι λέγοντας ¨γεια σου, κύριε πάτερ¨,
μα έχουν μια λάμψη στο βλέμμα,
ένα βάθος ειρήνης,
μια ήσυχη σκέψη.
Δεν περιμένουν τίποτα.
Τα έχουν χάσει όλα...
Κι απλά, αφήνονται.
Όπου πάει, όπου βγει.
Και κυρίως, είναι αυτοί,
που αγνοούν όλη αυτή την ομορφιά
που τους στολίζει αυθόρμητα και φυσικά.
Αγνοούν την παράδοξη αγιοσύνη τους.
Δεν ξέρουν ότι είναι σπουδαίοι και εκλεκτοί,
και ότι τραβούν πάνω τους
τα μάτια του Μεγάλου Θεού,
που γίνεται πάλι Παιδί.
Που έχουν χιούμορ και ξέρουν να χαμογελούν
με απλά πράγματα.
Που μπορούν να αυτοσαρκάζονται και να τσαλακώνουν το φοβερό τους κύρος και το υψηλό τους επίπεδο.
Που δεν σφίγγονται να κάνουν τους καλούς και ευσεβείς,
μα ζουν αβίαστα την αγάπη του Θεού.
Που δεν νιώθουν σπουδαίοι και φτασμένοι χριστιανοί,
μα αμαρτωλοί που ελπίζουν στο Χριστό το νεογέννητο.
Που δεν ντρέπονται την όποια υπαρξιακή γύμνια τους,
μιας κι αυτή τους κάνει οικείους του γυμνού θείου Βρέφους.
Είναι αυτοί που κοιτούν τη γυναίκα τους, τον άντρα τους,
τα παιδιά τους, με ζεστά μάτια,
και λένε λέξεις που μαλακώνουν την καρδιά του άλλου.
Αυτοί που ξαπλώνουν στον καναπέ,
και χαϊδεύουν τα μαλλιά του ανθρώπου τους,
με ευγνωμοσύνη που ζουν, που αναπνέουν,
που χαίρονται την απλή καθημερινότητά τους.
Δεν είναι φαντασμένοι.
Δεν είναι υποκριτές και διπλοπρόσωποι.
Είναι αυτοί οι πολλοί νέοι, αλήτες, ναρκομανείς,
περιθωριακοί, αμαρτωλοί, άγνωστοι κι ανώνυμοι του δρόμου,
που μου δίνουν το χέρι λέγοντας ¨γεια σου, κύριε πάτερ¨,
μα έχουν μια λάμψη στο βλέμμα,
ένα βάθος ειρήνης,
μια ήσυχη σκέψη.
Δεν περιμένουν τίποτα.
Τα έχουν χάσει όλα...
Κι απλά, αφήνονται.
Όπου πάει, όπου βγει.
Και κυρίως, είναι αυτοί,
που αγνοούν όλη αυτή την ομορφιά
που τους στολίζει αυθόρμητα και φυσικά.
Αγνοούν την παράδοξη αγιοσύνη τους.
Δεν ξέρουν ότι είναι σπουδαίοι και εκλεκτοί,
και ότι τραβούν πάνω τους
τα μάτια του Μεγάλου Θεού,
που γίνεται πάλι Παιδί.
Και είμαι σε θέση να ξέρω,
ότι πολλοί εδώ μέσα
ανήκουν σ' αυτές τις ψυχές,
τις υπέροχες,
που κάνουν το Θεό να χαίρεται,
και Τον δοξάζουν.
ότι πολλοί εδώ μέσα
ανήκουν σ' αυτές τις ψυχές,
τις υπέροχες,
που κάνουν το Θεό να χαίρεται,
και Τον δοξάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου