Στις 22 Ιουνίου 1973, μεσούσης της χούντας έκανε πρεμιέρα στην Αθήνα μια παράσταση που έμελλε να μείνει στην ιστορία. Ο Ιάκωβος Καμπανέλης έχει ολοκληρώσει ένα νέο έργο που διατρέχει την ιστορία της Ελλάδας με σατυρικό τρόπο, τη νεότερη ιστορία από την Τουρκοκρατία και τα χρόνια του Όθωνα έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη γερμανική Κατοχή. Το έργο ήταν παραγγελία της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου προς τον συγγραφέα.
Γραμμένο με την λογική µουσικής παράστασης µε σπονδυλωτά σκετς
που διαπερνούσαν την ελληνική ιστορία.
Στην επιτροπή λογοκρισίας υποβλήθηκε ως ιστορική κωμωδία τµηµατικά και χωρίς σειρά, ενώ παράλληλα υποβάλλονταν και επεισόδια που δεν επρόκειτο
να παιχτούν, τα οποία θα λειτουργούσαν ως αλεξικέραυνα µε αντιδικτατορικά στοιχεία εντελώς πασιφανή, που σαφώς θα αποβάλλονταν.
Η διάθεση τους αποτυπώνεται σε μια αφήγηση της Τζένης Καρέζη:
Θέλαμε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θά ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θά’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν.
Θέλαμε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θά ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θά’ πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν.
Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη,
Τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν του Φαίδωνα Πατρικαλάκη.
Τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και
τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης.
Ο διάκοσμος του χώρου της εισόδου, καθώς και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη
Συμμετείχαν οι ηθοποιοί:
Κώστας Καζάκος, Τζένη Καρέζη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος,
Νίκος Κούρος, Τίμος Περλέγκας και Χρήστος Καλαβρούζος.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο «Αθήναιον»
της οδού Πατησίων, που βρισκόταν απέναντι από το Πολυτεχνείο.
Ο κόσμος αμέσως το αγκάλιασε και το αγάπησε.
Το έργο έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας.
Η αλληγορία του κατόρθωσε έξυπνα να διαφύγει της λογοκρισίας, δίνοντας αποφασιστικά χτυπήματα κατά της δικτατορίας. Ανάμεσα στον κόσμο υπήρχαν και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που κατέγραφαν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών.
Τον Οκτώβριο του 1973 η Τζένη Καρέζη συνελήφθη και φυλακίστηκε στην απομόνωση του ΕΑΤ-ΕΣΑ για ένα μήνα. Όταν αφέθηκε ελεύθερη επέστρεψε στο θέατρο Αθήναιον ακόμα πιο αποφασισμένη και συνέχισε τις παραστάσεις. Λίγο αργότερα συνελήφθη ξανά και μαζί και ο σύζυγός της, Κώστας Καζάκος. Στις 15 Δεκεμβρίου αφέθηκαν ελεύθεροι και στις 22 Δεκεμβρίου ξαναξεκίνησε η παράσταση.
Ο κόσμος είχε κρυμμένα κόκκινα γαρύφαλλα στις τσέπες του και όταν έπεσε η αυλαία έρανε τη σκηνή και τους συντελεστές.
Η Τζένη Καρέζη ψιθύρισε «Ναι. Θα ξαναπάω φυλακή. Αν χρειαστεί θα ξαναπάω» 22 Δεκεμβρίου 1973 :
Το ζεύγος δεν κάμφθηκε από τη σύλληψή του και ανέβασε το έργο εκ νέου μετά την αποφυλάκισή τους με μεγαλύτερη επιτυχία.
3 Αυγούστου 1974 :
Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των σκηνών που εíχαν λογοκριθεí κι ενός τραγουδιού («Το Προσκύνημα») στο
φινάλε της παράστασης, για να τιμήσει τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.
Την παράσταση είδαν περίπου 400.000 άνθρωποι εκφράζοντας
την επανάσταση- διαμαρτυρία τους ενάντια στη Χούντα.
Κυρίαρχα συνθήματα, γνωστά από την εξέγερση του Πολυτεχνείου,
όπως «ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και «ΦΩΝΗ ΛΑΟΥ — ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ» ,
είχαν πρωτοεμφανιστεί στην παράσταση. Ερμηνευτής, συνθέτης και μουσικοί δέχονταν σχεδόν καθημερινά τις «επισκέψεις» των οργάνων της Χούντας.
Το έργο ανεβαίνει ξανά από τον ίδιο θίασο μετά την πτώση της χούντας σε
Αθήνα και επαρχία και γνωρίζει και πάλι τεράστια επιτυχία.
Τα τραγούδια της παράστασης επανακυκλοφόρησαν σε βινύλιο το 1974,
ενώ το 2003 έγινε επανέκδοση του δίσκου σε CD. Το 2016 στο πλαίσιο του προγράμματος ΝΕΟΝ Έργο Στην Πόλη ο καλλιτέχνης Ζάφος Ξαγοράρης εμπνέεται από την ιστορική παράσταση και με ανάθεση του Οργανισμού ΝΕΟΝ παρουσιάζει την εικαστική εγκατάσταση Η Παράσταση, σε ένα χώρο στάθμευσης πίσω από το ερειπωμένο θέατρο Αθήναιον, σε επιμέλεια Κατερίνας Γρέγου.
Πηγές: Τέταρτο, Ημερόδρομος, Βικιπέδια
*το διάβασα εδώ: http://parallaximag.gr/life/45-chronia-apo-to-megalo-mas-tsirko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου