Ο ποιητής και πεζογράφος Νικηφόρος Βρεττάκος, γεννήθηκε και έζησε τα
παιδικά του χρόνια στις Κροκεές της Λακωνίας.
Μία επαρχία «πνευματικά άνυδρη» δεν εμπόδισε ωστόσο το μικρό αγόρι να
αρχίσει να γράφει ποιήματα, χωρίς ακόμη
να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που ήθελε
να κάνει.
Σε ηλικία δέκα ετών έγραφε με κάρβουνο στίχους πάνω στα παντζούρια
του σπιτιού του. «Ο Νικηφόρος μουντζουρώνει τα παντζούρια», φώναζε
η μικρότερη αδερφή του.
«Ας’ τον να μουντζουρώνει», ήταν η απάντηση του καλού πατέρα.
Στο βορινό παράθυρο της σάλας πίσω άπ’ το παραθυρόφυλλο ειχε γράψει:
Αυτά εγώ τα έγραφα την
έκτην Ιουλίου
ώρα επτά που βράδιαζεν
με δύσιν του ηλίου.
Ο χρόνος σκούπισε προσεκτικά αυτούς τους απλοϊκούς στίχους, έμεινε μόνο
η χρονολογία, χαραγμένη όπως ήταν μ’ ένα μικρό σουγιά: «1922».
Αποτέλεσαν όμως, όπως αποδείχτηκε, την απαρχή της μοίρας του.Εμφανίζεται στα γράμματα το 1929 σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, με την
πρωτόλεια ποιητική συλλογή «Κάτω από σκιές και φώτα».
Την ίδια εποχή η οικογένειά του, οικονομικά κατεστραμμένη, αναγκάζεται να
εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Λόγω των οικονομικών δυσχερειών δε σπούδασε στο Πανεπιστήμιο,αλλά σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος.
Αρχίζουν τα δύσκολα χρόνια για τον ποιητή.
«Η ζωή με σφυροκοπούσε, ένιωθα σά να ‘φυγα από
την πολιτεία και να ‘ρθα στην ερημιά.
Ένιωθα σαν το χαμένο καράβι στο πέλαγος», έχει πει.
Δουλεύει σκληρά, αλλάζοντας πολλών ειδών επαγγέλματα, κυρίως μετά το 1945 οπότε απολύθηκε από το Δημόσιο. Από εργάτης σε εργοστάσιο μέχρι υπάλληλος στην Ένωση Εκτελωνιστών, εργάζεται σ’ ένα ανήλιο χαμηλοτάβανο μεσοπάτωμα, πάντοτε με το φως
του ηλεκτρικού, προσπαθώντας να κλείσει τους λογαριασμούς με τους οποίους δεν
ειχε ποτέ καλή σχέση. Ο πενιχρός μισθός του τον υποχρέωνε συχνά να χρεώνεται μικροποσά που σπάνια είχε τη δυνατότητα να επιστρέψει.
Σ’ αυτό το διάστημα συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής γράφοντας
άρθρα, κυρίως πολιτιστικά.Μετά το 1967 δεν υποχωρεί στον πειρασμό του επικούρειου «λάθε βιώσας» αλλά δίνει
μάχη με σκόρπια ποιήματα και μανιφέστα.
Αυτοεξορίζεται πρώτα στην Ελβετία και κατόπιν στην Ιταλία όπου μία πολύμηνη ασθένεια τον καθηλώνει σε νοσοκομείο του Παλέρμο.
Το 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα.
Από τότε ξαναγυρίζει συχνά στη γενέθλια γή του, στην Πλούμιτσα, ένα αετοχώρι του Ταϋγέτου κοντά στις Κροκεές.
«Εκεί με βλέπει η χλόη, με ακούει το χώμα, γνωρίζω
τρεις λέξεις ανέμου», γράφει στο ποίημά του «Επιστροφές».
Ήταν φαίνεται γραφτό να αφήσει εκεί και την τελευταία του πνοή μέσα στις μυρωδιές του βουνού που τραγούδησε και αγάπησε όσο άλλος κανείς, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση στους συμπατριώτες του που τόσο τον τιμούσαν και αγαπούσαν. «Κατέβηκε στη σιγή των αιώνων» στις 4 Αυγούστου 1991 χτυπημένος από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο, νωρίς το πρωί της Κυριακής. Τάφηκε στην αγαπημένη του Πλούμιτσα.
Ο Ν. Βρεττάκος πέρασε μία ζωή πλούσια σε δοκιμασίες και αγώνες, πλούσια σε δημιουργία και ποίηση. Ειχε κερδίσει την αγάπη του κόσμου και την αναγνώριση των ειδικών. Τιμήθηκε με δύο Κρατικά βραβεία (1941 και 1956). Το 1976 τιμήθηκε με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ στις 10 Φεβρουαρίου 1988 «εισήλθε» στο Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα της χώρας, στην
Ακαδημία Αθηνών. Τα συναισθήματα που του προκάλεσε η ύπατη αυτή εκλογή του παρέμειναν απλά, ανθρώπινα, μετρημένα. Μόνο συγκίνηση.
«Η Ακαδημία είναι ένα ορόσημο, το τέλος μιας πολύ δύσκολης εποχής.
Ούτε το προγραμμάτισα, ούτε το σκέφτηκα ποτέ», έλεγε. Και το μόνο το οποίο τον απασχολούσε ήταν πως να μην απομακρυνθούν από κοντά του οι απλοί άνθρωποι,
την επαφή με τους οποίους ειχε πάντα ανάγκη. Όμως επίσης τον απασχολούσε και
το να φανεί χρήσιμος στην εσωτερική αναβάθμιση του ανώτατου Πνευματικού
Ιδρύματος της χώρας.
Ο Ν. Βρεττάκος διένυσε την απόσταση από την ορεινή Πλούμιτσα
μέχρι την Αθήνα, από την ιδιότητα του κακοπληρωμένου γραφιά σ’ ένα ανήλιαγο
γραφείο στον Πειραιά μέχρι την αίγλη του Ακαδημαϊκού,χωρίς καθόλου να αλλάξει.
Η πίστη του στον άνθρωπο,στο θείο,στην ποίηση,στην ειρήνη,η στράτευσή του σε
αγώνες κοινωνικούς, ηθικούς, εθνικούς, σφυρηλατήθηκαν με την πάροδο
των χρόνων. Έγιναν ρυτίδες στο γαλήνιο και ευγενικό πρόσωπό του.
Στίχοι γεμάτοι φως, με λόγο διαυγή, κατανοητό, έτοιμοι λες να τραγουδηθούν από
έφηβους που έχουν ανάγκη στηρίγματος και αισιοδοξίας.
Η ποίηση ήταν γι’ αυτόν από την αρχή «λόγος που απευθύνεται στον άλλο άνθρωπο».
Χωρίς αγωνιώδεις αισθητικές αναζητήσεις, μακριά από συρμούς, ο Ν. Βρεττάκος
πίστευε στην καθημερινότητα του ποιητικού λόγου, στο «να μιλήσουμε απλά»
του Γιώργου Σεφέρη. Τα έργα του ποτέ δεν έβαλαν φραγμό, ερμητικότητα,
στον αμύητο αναγνώστη.
Στο κείμενό του «Εξομολόγηση στον αναγνώστη» γραμμένο το 1964 ως προλογικό
σημείωμα σε μία εκλογή ποιημάτων γράφει:
«Στην ποίηση αυτή, λοιπόν από σιγά σιγά και χωρίς να το καταλάβω,
έδωσα την ψυχή μου. Και χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είμαι ποιητής, ξέρω τώρα
πως δεν είμαι τίποτα άλλο».
Παρά το γεγονός ότι η βιωματική του πορεία τον ανάγκασε να συνειδητοποιήσει από
πολύ ενωρίς τη σκληρή και ανελέητη πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι τα
εφηβικά του όνειρα διαψεύστηκαν, ο ποιητής δεν χάνει την πίστη του στον άνθρωπο. Αγκαλιάζει με συμπάθεια και αγάπη τους ανθρώπους και την ίδια τη ζωή την οποία
δέχεται ως «μέγα καλό και πρώτο». Συγκινείται από τις καθημερινές μικροχαρές και
λύπες και προσεγγίζει τη ζωή των απλών ανθρώπων σαν κάτι το ιδεώδες,
εξωραΐζοντάς τους στη φαντασία του.
Έτσι γεφυρώνεται το χάσμα ανάμεσα στην αγάπη και στη διαμαρτυρία και έτσι
οι δύο αυτές αντιθετικές τάσεις εξισορροπούνται στη διαλεκτική σχέση μύθου -πραγματικότητας.
Η απαισιοδοξία ως διέξοδος, η απόγνωση και η διαμαρτυρία (πολλές φορές
δικαιολογημένη) μετασχηματίζονται τελικά σ’ ένα γαλήνιο ανθρωπισμό.
Η αγάπη για τη φύση ως πηγή ομορφιάς και αισιοδοξίας και η καθολική αγάπη
που αγκαλιάζει όλο τον κόσμο φαίνεται εν τέλει να κυριαρχεί.
Με λυρισμό και εικόνες λαϊκής παράδοσης, με μετρική απλότητα και συγκινησιακή
αμεσότητα ο ποιητής δηλώνει «ακόμη ο κόσμος είναι όμορφος».
Κατά το Μάριο Βίτι, κριτικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, η διαμαρτυρία εναντίον
της αδικίας βοήθησε τον ποιητή να ξεπεράσει την κατάθλιψη και να ανακαλύψει την
ομορφιά της φύσης, να γίνει ο απόστολος της αγάπης μέσα σε μία ανθρωπότητα βασανισμένη και ο ειρηνιστής που θα παρηγορήσει τους συνανθρώπους του ανάμεσα
σε λαούς που αλληλοσπαράσσονται.
Οι ποιητικές του δημιουργίες αριθμούνται σε δεκάδες.
Αλλά και ως πεζογράφος ο Ν. Βρεττάκος εμφανίζεται βαθυστόχαστα
προβληματισμένος έχοντας συναίσθηση του χρέους του συγγραφέα και της πολιτικοκοινωνικής ευθύνης που φέρει απέναντι στα γεγονότα.
Με φραστική σαφήνεια και ενίοτε με τη χρήση αυτοβιογραφικών στοιχείων μάς
εκθέτει τους προβληματισμούς και τις σκέψεις του,
μένοντας πιστός στις αρχές και τα ιδανικά του. Δραστηριοποιήθηκε αξιόλογα επίσης
και ως κριτικός λογοτεχνικών έργων.
Ξεχωρίζει η εμπεριστατωμένη μελέτη του για το έργο του Ν Γ Καζαντζάκη.
Ο λόγος του ήταν γι’ αυτόν άρρηκτα δεμένος με την εθνική αλήθεια και είχε βαθιά
συνείδηση του χρέους των πνευματικών ανθρώπων να στρατευτούν στη σωτηρία
του ψυχισμού της Ελλάδας. «Άξιο διάδοχο» των εθνικών μας ποιητών τον αποκάλεσε
ο Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Γιώργος Μερίκας.
Και ειχε δίκιο.
«Προσπαθώ όσο γίνεται να ξεπεράσω τη ματαιοδοξία.
Πάντως το ότι όταν θα φύγουμε άπ’ αυτόν τον κόσμο
δεν θα χάσει τίποτα το Σύμπαν το λαμπρό,
όπως λέει ο Β. Ουγκώ, αυτό είναι βέβαιο»
Ν. Βρεττάκος.
Πηγή: Τριμηνιαίο ορθόδοξο χριστιανικό περιοδικό «Η Φανερωμένη»,
τ. 9ο, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012
http://www.diakonima.gr/2013/02/08/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου