Σελίδες

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Βία καί... βίος ἀβίωτος...*Γράφει ο Σαράντος Καργάκος

Φωτογραφία του χρήστη Σαράντος Ι. Καργάκος.
Η ΘΑΝΑΤΩΣΗ γνωστοῦ δικηγόρου μέσα στό γραφεῖο του καί ἡ νέα πυρπολική 
δράση στά Ἐξάρχεια μέ ἔβαλε σέ πικρές σκέψεις. 
Ἄγριο μέλλον περιμένει τοῦτα τά δύστυχα παιδιά πού κάνουν τόν ἄγριο καί τόν 
ἐπιθετικό σέ τοῦτο τόν κακό μας τόν καιρό.
Ὅπως ἐνσπείρουν τό φόβο, ἔτσι κι αὐτά θά ζοῦν στή λοιπή τους ζωή μέ τό φόβο. 
Κι ἄν φθάσουν ψηλά, θά εἶναι συνεχῶς ὑπό φρούρηση. 
Δέν θά ἔχουν τή χαρά οὔτε ἑνός ἁπλοῦ περιπάτου. 
Εἰλικρινά θεωρῶ δυστυχία τό νά ἔχεις στή ζωή μιά μεγάλη ἐπιτυχία καί νά εἶσαι 
ὁλιμερίς ὑπό τήν προστασία τῆς ἀστυνομίας εἴτε εἰδικῶν προσωπικῶν φρουρῶν. 
Ἄς τό σκεφθοῦν καλά τοῦτα τά παιδιά πού ἐπιτίθενται σέ καθηγητές, πού κτίζουν, 
σάν τή γυναῖκα τοῦ πρωτομάστορα τοῦ γεφυριοῦ τῆς Ἄρτας, τούς πρυτάνεις μέσα 
στά γραφεῖα τους, τό πῶς θά εἶναι τό δικό τους μέλλον, ἄν κάποιοι –τό πιθανώτερο ὅλοι– γίνουν μελλοντικά μέλη μιᾶς πανεπιστημιακῆς κοινότητας; 
Γιατί ἐπιτρέπουν νά διαχέεται τόσο μῖσος στή ζωή τους; 
Τό μῖσος κάνει τούς ἀνθρώπους μισούς. Τούς ἀφαιρεῖ τήν ἀνθρωπιά τους. 
Εἶχα γράψει παλαιά σ’ ἕνα βιβλίο μου προοριζόμενο γιά μαθητές μιά φράση 
σάν παροιμία: «Ὅταν παίρνεις τό δρόμο τοῦ μίσους, σκάψε δύο λάκκους». 
Μέ λίγη σκέψη μπορεῖ κανείς νά βρεῖ τό γιατί.
Μέ τό μῖσος δημιουργοῦμε γύρω μας ἕναν ἀπομονωτικό κλοιό. 
Οὐσιαστικά βγαίνουμε ἀπό τήν ἀνθρώπινη κοινότητα, γινόμαστε ἀκοινώνητοι. 
Κάνουμε ἐχθρό τόν πλησίον μας. 
Στή δική μας κακία καί ὁ γείτονας ἀπαντᾶ μέ τή δική του κακία. 
Ἔλεγαν οἱ σοφοί γέροντες παλιά: 
«Ὁ κακός χρόνος περνάει, ὁ κακός γείτονας δέν περνάει». 
Δέν τό βλέπουν τοῦτα τά ἔξυπνα παιδιά ὅτι κάναμε τήν πατρίδα μας 
ἀλληλοσπαρασσόμενη γειτονιά; 
Δέν τό βλέπουν ὅτι κληρονόμησαν ἔνδοξους νεκρούς καί θά κληροδοτήσουν... νέκρα; 
Ἕνας ξένος παρατηρητής μέ γνώσεις ζωονομίας, ἄν ἔκανε ζωοφυσικές ἔρευνες στήν Ἑλλάδα, θά χώριζε τούς Ἕλληνες σέ δύο κατηγορίες: 
τούς μασῶντες καί τούς... μισοῦντες. 
Αὐτή ἡ κατάσταση κάνει κάθε ἄνθρωπο στοχαστικό νά μένει σκυθρωπός βλέποντας 
τήν κακή πορεία τῶν καιρῶν. Φεύγει ἀπό τή χώρα τό ἀνθηρό ὑλικό καί μᾶς μένουν τά... ἀποκαΐδια. Βέβαια δέν λείπει τό γέλιο ἀπό τή ζωή μας. 
Διότι ἡ κωμωδία στήν Ἑλλάδα εἶναι μίμηση πολιτικῆς. 
Μόνο πού αὐτό τό γέλιο εἶναι... Σαρδόνιος γέλως!
Μαθαίνουν πολλά τά σύγχρονα παιδιά χάρη στό «λάπτοπ» καί τό «τάμπλετ» ἀλλά 
ξεχνοῦν ἤ ἀγνοοῦν στοιχειώδεις ἀρχές τῆς Φυσικῆς. Καί μάλιστα τήν πιό βασική: 
ὅτι ἡ δράση γεννᾶ τήν ἀντίδραση. 
Εἰδικά αὐτή ἡ τρομοκρατική δράση θά προκαλέσει μιά ἀντιτρομοκρατική ἀντίδραση, 
πού κατ’ οὐσίαν θά εἶναι καί αὐτή τρομοκρατική. 
Ἡ διεύρυνση τῆς ἀστυνομεύσεως φέρνει τήν ἀστυνομοκρατία πού εἶναι μιά μορφή 
ἔννομης τρομοκρατίας. Ὅταν βλέπω τίς πάνοπλες ἀστυνομικές ὁμάδες μέ τίς 
περίεργες στολές πού θυμίζουν παλιές ταινίες ἱπποτικές, προσβάλλεται ἡ 
δημοκρατική μου εὐαισθησία. 
Νιώθω ὅτι δέν ζῶ σέ κράτος μέ ἐλευθερία καί δημοκρατία. 
Θυμᾶμαι τίς θλιβερές ἡμέρες τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς ὅταν τά Ἔς Ἔς ἔκαναν 
περιπολία μέ βαριά στολή. Νιώθω προσβολή ὅταν χρειάζεται νά περάσω ἀπό 
ἠλεκτρονικούς ἐλέγχους γιά νά μπῶ σ’ ἕνα δικαστικό μέγαρο, σέ μιά δημόσια 
ὑπηρεσία, σέ μιά ἰδιωτική ἐπιχείρηση ἤ νά ἐπισκεφθῶ τά γραφεῖα μιᾶς ἐφημερίδας. 
Νιώθω πικρία καί δυσφορία ὅσες φορές περνάω ἀπό τήν ἀγαπημένη μου 
ἀθηναϊκή πλατεῖα, τήν πλατεῖα Ἐξαρχείων πού ἔχει συνδεθεῖ μέ τίς καλύτερες 
ἀναμνήσεις τῆς νεανικῆς καί ἐπαγγελματικῆς μου ζωῆς. 
Γιά τήν ἐξαχρείωση τῆς πλατείας αὐτῆς ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους πνευματικούς ἀνθρώπους τῆς χώρας μας, ὁ ἀείμνηστος Τάσος Λιγνάδης εἶχε γράψει:
«Ἰσχυρίζομαι ὅτι τά Ἐξάρχεια δέν εἶναι συνοικία τῆς Ἀθήνας. 
Εἶναι εἰκόνα τῆς ἐποχῆς μας. 
Καί τίς εἰκόνες τῆς ἐποχῆς τίς δίνει πάντα ἡ νεολαία της. 
Ἡ νεολαία εἶναι ἡ φωτογραφία τῆς ἐποχῆς».
Τό ἀπόσπασμα αὐτό εἶναι ἀπό ἄρθρο τοῦ Λιγνάδη πού ὑπό τόν τίτλο 
«Θερίζουμε σήμερα ὅ,τι σπείραμε χθές» εἶχε δημοσιευθεῖ στήν ἐφημερίδα 
«Καθημερινή» στίς 7 Ὀκτωβρίου 1984 καί ἀναδημοσιευθεῖ στό βιβλίο του 
«Καταρρέω» (ἐκδ. Ἀκρίτας, σσ. 33-38) πού κυκλοφορήθηκε λίγο προτοῦ ὁ 
συγγραφέας ἀποχωρήσει ἀπό τή ζωή. 
Ὁ Λιγνάδης δέν κρατᾶ μαστίγιο γιά τούς «ἀνασούμπαλους» νέους πού κατέκλυζαν 
ἀπό τότε τήν περιοχή. Ἤξερε ὅτι ἡ βία ἔχει ἐνήλικους γονεῖς. Καί ἀναγνωρίζει ὅτι 
τό βάρος γιά τήν κατιοῦσα πορεία ἑνός μέρους τῆς νεολαίας πέφτει στούς ὤμους 
τῶν πρεσβυτέρων. 
«Καί πραγματικοί ἔνοχοι εἴμαστε ἐμεῖς». 
Καί παρακάτω: 
«Σ’ αὐτά τά μεταφορικά Ἐξάρχεια τῆς σύγχρονης ζωῆς θερίζουμε σήμερα ὅ,τι 
σπείραμε χθές» (σ. 34). Στήν πιό ἐπανασταστική δεκαετία τοῦ περασμένου αἰῶνα, 
τή δεκαετία τοῦ ’60, στίς πιό πλούσιες χῶρες τῆς γῆς ξεπήδησε ἕνα ἀμφισβητικό 
κίνημα πού ἁπλώθηκε εὐρύτερα κι ἔφθασε μέ κάποια καθυστέρηση –ὡς δῆθεν 
προέκταση τοῦ Πολυτεχνείου– ὥς τή χώρα μας. 
Μετά τήν πτώση τοῦ ἀπριλιανοῦ καθεστῶτος ξεφύτρωσαν σάν μανιτάρια οἱ Μέντορες 
ἑνός ἀναρχικοῦ, κατεδαφιστικοῦ κινήματος πού διαπότισε ἕνα μεγάλο μέρος 
τῆς φοιτητικῆς νεολαίας, μιᾶς νεολαίας μέ ἀστικές καί μεγαλοαστικές καταβολές. 
Παιδιά πλουτοκρατῶν ἐναντίον τῆς πλουτοκρατίας. 
Τότε στίς γραφικές καί «σπαζοπλακίστικες» διαδηλώσεις ἀκούσαμε καί τό σύνθημα:
«Βραστούς, βραστούς θά φᾶμε τούς ἀστούς
καί τούς γραφειοκράτες θά φᾶμε μέ πατάτες»!
Τότε ἄρχισαν νά ἐπιβάλλονται στή ζωή μας νέες κοινωνικές ἀρχές, ὅπως 
«τά παιδιά ἔχουν πάντα δίκιο» καί τό «ἀπαγορεύεται νά ἀπαγορεύεις». 
Καί τό πρῶτο πού ἀπαγορεύτηκε ἦταν ἡ τιμωρία εἴτε στό σπίτι, εἴτε στό σχολεῖο, 
εἴτε στήν κοινωνία. Ἐπικράτησε παντοῦ καί πάντα ἡ παιδοκολακία. 
Ἔτσι δημιουργήθηκε μιά κοινωνία ἀνοχῆς. 
Ἀλλ’ ὅταν ἡ κοινωνία ἀνέχεται, τότε ὅποιος ἔχει ροπή πρός τήν ἐκτροπή ἐπωφελεῖται. 
Ἡ ἀτιμωρησία ἦταν ἡ μεγαλύτερη μωρία. 
Ἡ ἀνοχή της ἔναντι τῆς ἐκτροπῆς γίνεται τώρα βαριά τιμωρία. 
Ἔγραψα τό 1984 στό βιβλίο μου «Θέματα Σύγχρονου Προβληματισμοῦ» ὅτι 
τόν ἐγκληματία δέν τόν γεννᾶ ἡ μάνα του ἀλλά ἡ κοινωνία. 
Ἡ κοινωνία εὐθύνεται στό μεγαλύτερο βαθμό γιά τήν ἔξαρση κι ἔξαψη τῆς νεανικῆς ἐγκληματικότητας. Ὅσο βολικό ὅμως εἶναι τό νά ἐπιρρίπτουμε εὐθύνες στήν 
κοινωνία καί στό ἀόριστο «σύστημα», τόσο σοβαρό λάθος εἶναι νά περιορίζουμε τίς 
εὐθύνες μόνο σ’ αὐτή. 
Ἡ εὐθύνη βαρύνει καί τό ἄτομο, πού ἀποθρασύνεται κυριολεκτικά, βλέποντας ἕνα 
κοινωνικό σύνολο ἀνεκτικό ἀπέναντί του. 
Ὅλοι οἱ νεαροί κακοποιοί, ὅταν διαπράττουν τό ἔγκλημά τους, γνωρίζουν τί ἀκριβῶς πράττουν. Οἱ δικαιολογίες τους πώς τάχα «δέν ἤξερα» ἤ ὅτι «παρασύρθηκαν» καί 
κυρίως ὅτι «ἡ κοινωνία μέ ἔσπρωξε στό βοῦρκο», θυμίζουν τούς κλαυθμηρισμούς 
τοῦ πατροκτόνου πού ζητοῦσε τήν ἐπιείκεια τῶν ἐνόρκων, ἐπειδή ἦταν... ὀρφανός!
Ἔχω δεῖ τό τοιχογράφημα: 
«Ἡ βία εἶναι θηλυκό τοῦ βίος». 
Ὄντως, ἀλλά ἑνός βίου ἀβίωτου ὄχι μόνο γι’ αὐτόν πού τήν ὑφίσταται ἀλλά καί 
γι’ αὐτόν πού τήν ἀσκεῖ.
Ἑστία, 27/10/17

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου