Σελίδες

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Η Αλεξία είναι 63 και ήρθε η ώρα να μάθει να Γράφει το Όνομά της






Ένα πρωϊνό του Νοέμβρη, διασχίσαμε το γεωγραφικό, 
ταξικό και κοινωνικό σύνορο που σηματοδοτεί η οδός 
Φυλής και στρίψαμε για Ζεφύρι. 
Οι περίπου επαρχιακοί και 
όλο μπαλώματα δρόμοι της γειτονιάς ήταν γεμάτοι με 
γυναίκες που έκαναν μανιωδώς μπουγάδα και έπλεναν 
τις αυλές τους, πιτσιρίκια που πλατσούριζαν στα νερά 
και έφηβους που μάζευαν λιακάδα.
Με το που μας πήραν χαμπάρι, μαγκώθηκαν. «Δημοσιογράφοι», σου λέει, 
«δεν θα ’ναι για καλό». 
Με το δίκιο τους, σ’ έναν βαθμό. 
Σχεδόν κάθε φορά που η κάμερα μπήκε στο Ζεφύρι, ήταν για να διανθίσει με 
επιλεκτικές και αδιάκριτες εικόνες το αστυνομικό ρεπορτάζ και να δαιμονοποιήσει 
μια ήδη αρκετά ταλαιπωρημένη και αποκλεισμένη περιοχή. 
Τον υπόλοιπο καιρό, το Ζεφύρι είναι ένα no man’s land πεταμένο από τον χάρτη 
του δημόσιου ενδιαφέροντος. Λες κι εδώ η ζωή δεν γεννάει πόνους και χαρές, 
παρά μόνο περιστρέφεται γύρω από ένα αέναο νταλαβέρι. 
Εμείς δεν είχαμε έρθει γι’ αυτό. 
Είχαμε έρθει για να βρούμε την Αλεξία, μια Ρομά που στα 63 της μαθαίνει πρώτη 
φορά πώς να κρατάει σταθερά το μολύβι στα χέρια της.

Η Αλεξία γεννήθηκε στη Σπάρτη και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στον καταυλισμό. 
Δεν πήγε ποτέ στο σχολείο. Δεν έχει καμία αναπαράσταση διδασκαλίας και σχολικού περιβάλλοντος. Πρόκειται για μια συνθήκη που μοιράζονται πολλοί Ρομά. 
Ειδικά στις παλιότερες γενιές, ο οργανικός ή λειτουργικός αναλφαβητισμός σημειώνει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά. Στις γυναίκες το πρόβλημα είναι εντονότερο, εξαιτίας των έμφυλων ρόλων που υπάρχουν στην κοινότητα. Όσες μεγάλωσαν σε καταυλισμούς 
με ανύπαρκτες υποδομές και καμία κρατική μέριμνα, είτε δεν έχουν πάει ποτέ σχολείο 
είτε πήγαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να πάρουν το πολυπόθητο απολυτήριο. Η Αλεξία, σε ηλικία 14 ετών, παντρεύτηκε. 
«Ο άνδρας μου ήταν 15 χρονών, από την Καλαμάτα. 
Αυτός ήξερε λίγα γράμματα, έβαζε την υπογραφή του. Μαζί μεγαλώσαμε και κάναμε ολόκληρη οικογένεια. Ζούσαμε στον καταυλισμό, μες στις βροχές, το κρύο και τις λάσπες. Μετά ήρθαμε στο Ζεφύρι, στην αρχή στον καταυλισμό και αργότερα σε σπίτι. 
Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύαμε ακατάπαυστα. 
Εγώ δουλεύω από δέκα χρονών, σαν σκυλί. 
Πηγαίναμε στις επαρχίες και μαζεύαμε πορτοκάλια και ελιές τον χειμώνα, ντομάτες 
το καλοκαίρι, μέχρι τη Λάρισα φτάναμε για βαμβάκια. 
Με τον ιδρώτα μας τα βγάζαμε πέρα», λέει.
Έχει εννέα παιδιά, 50 εγγόνια, οκτώ-εννιά δισέγγονα και 
τα φροντίζει όλα όσο μπορεί. 
Δεν φοράει κάποια πολύχρωμη πλουμιστή φούστα, όπως αρκετές γυναίκες Ρομά. 
Τα ρούχα της είναι μαύρα, όπως και το μαντήλι που σκεπάζει τα μαλλιά της. 
Η Αλεξία πενθεί, επειδή έχασε πρόσφατα τον έναν από τους γιους της και λίγο 
αργότερα τον σύζυγό της. 
Χάραξε με μελάνι στον καρπό της τη διπλή απώλεια, «Σταύρος» και «Ανδρέας».

Διηγείται ξανά την ιστορία που σκέφτεται κάθε μέρα: 
«Πρώτα έχασα τον γιο μου, τον Ανδρέα. Έπινε το παιδί. 
Παρακάλαγα αυτούς που πουλάνε να μην του δίνουνε, αλλά τίποτα. 
Τον έβλεπα και έλιωνα. 
Και τι δεν έκανα: Πήγα στην Αστυνομία και ζήτησα να τον βάλουν φυλακή, 
μπας και σωθεί, έκλαιγα στο γραφείο του εισαγγελέα, για να βγάλει το ένταλμα. 
Δεν πρόλαβα, όμως. 
Τον βρήκα σκοτωμένο στο ΚΑΤ και ποτέ δεν έμαθα τι του κάνανε. 
Κανείς δεν με βοήθησε. Μου άφησε τέσσερα ορφανά παιδάκια, που τώρα 
τα κοιτάζω εγώ. Βρίσκω καμιά φορά εδώ στο Ζεφύρι παλικαράκια δικά σας, 
μπαλαμούς, χάλια, πεσμένους κάτω. 
Ξέρεις πόσους έχω σώσει; 
Πηγαίνω τα μαζεύω, τους βάζω λεμόνι στο στόμα, για να συνέλθουν. 
Τα ’μαθα όλα αυτά από τον γιο μου. 
Είναι κρίμα να χάνουν οι μανάδες έτσι τα παιδιά τους. 
Μ’ αυτόν τον καημό έφυγε και ο άνδρας μου. Μαράζωσε μετά τον θάνατο του Ανδρέα. 
Μια μέρα, ένιωθε δυσφορία. Πήγαμε στο νοσοκομείο. Τους είπα ότι θέλει καρδιολόγο. 
Αυτοί έστειλαν έναν ορθοπεδικό, του έβαλαν ένα κολάρο και μας έδιωξαν. 
Ούτε στο σπίτι δεν πρόλαβε να φτάσει. Ξεψύχησε μες στο αμάξι από ανακοπή. 
Πενήντα χρόνια ζήσαμε μαζί. Τώρα ζω με τα προβλήματα».
Κάπως έτσι, μέσα από τα ζόρια που της έφερε η ζωή, η Αλεξία είδε το σύμπαν της 
να καταρρέει και αποφάσισε να αλλάξει το «πεπρωμένο» της. 
Βρέθηκε σε προχωρημένη ηλικία μόνη της, επικεφαλής μιας πολυμελούς οικογένειας, 
χωρίς σύνταξη, με μηδαμινά εισοδήματα και ανελαστικές ανάγκες επιβίωσης. 
Μέσα σ’ όλα αυτά, να ’χει να αντιμετωπίσει και το τέρας της ελληνικής γραφειοκρατίας, 
που όταν βρίσκει μπροστά του ευάλωτους και αβοήθητους ανθρώπους, 
γίνεται αδυσώπητο και ρατσιστικό. 
Η ταυτότητά της γράφει «αδυναμία υπογραφής». 
Αυτό σημαίνει ότι για να συνδιαλλαγεί με οποιαδήποτε υπηρεσία, πρέπει να έχει 
μαζί της δύο μάρτυρες - και αν αυτό στο Ζεφύρι είναι κάπως εφικτό, στο χαοτικό κέντρο 
της Αθήνας είναι αδύνατο. 
Δεν μπορεί να κάνει μόνη της μια αίτηση, να διαβάσει τα ονόματα των δρόμων, 
να διαβάσει τις ταμπέλες στο μετρό, να κάνει μια καταγγελία, αν βιώσει μια αυθαιρεσία 
ή αδικία - πράγμα καθόλου ασυνήθιστο. 
Οι υπηρεσίες, ενίοτε, συμπεριφέρονται στους Ρομά με αλαζονική μεροληψία, 
σαν να πρόκειται για άτομα που δεν είναι φορείς δικαιωμάτων, αλλά κάποιοι ενοχλητικοί 
και παρείσακτοι «άλλοι». 
Οι ίδιοι οι Ρομά, εξαιτίας του πολύ περιορισμένου εκπαιδευτικού υπόβαθρού τους, 
δεν έχουν τη γνώση ή την αυτοπεποίθηση να κάνουν μια καταγγελία και να 
διεκδικήσουν το δίκιο τους. 
Η Αλεξία δεν είναι καν δικαιούχους του ΚΕΑ (Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης), 
αφού θέτει ως προϋπόθεση την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ή 
την ένταξη σε σχολεία δεύτερης ευκαιρίας.

«Θέλω να μάθω κι εγώ γράμματα. 
Η κόρη μου μαζεύει από τα σούπερ μάρκετ τα ληγμένα. 
Οι γιοι μου ψάχνουν όλη μέρα παλιοσίδερα, για 10-20 ευρώ. 
Ό,τι βγάζουμε, θα το βγάζουμε με ιδρώτα, όχι με θάνατο. 
Τον ίσιο τον δρόμο θα πάρουμε. 
Αυτό τους έχω πει. Έχω παιδιά άρρωστα. Το ένα εγγόνι είναι επιληπτικό. 
Μπήκε μια μέρα η Αστυνομία στο σπίτι με τα όπλα, όταν ήταν πέντε χρονών 
και έπαθε σοκ. Προχθές πάλι, πήδηξαν τη μάντρα τα μεσάνυχτα και μπήκαν 
μέσα με τα όπλα. Ήταν το κοριτσάκι μας, η Αγγελική, στο μπάνιο και τρόμαξε 
το καημένο, έσκουζε. 
Είναι σωστά πράγματα αυτά; 
Όποτε ψάχνουν κάτι στη γειτονιά, να μπαίνουν έτσι στα σπίτια του κόσμου; 
Χωρίς χαρτί από εισαγγελέα, χωρίς τίποτα; Άλλα δυο εγγονάκια είναι κωφάλαλα. 
Στο ένα κάναμε εγχείρηση και βάλαμε μηχάνημα για να ακούει. 
Τώρα πρέπει να κάνει εγχείρηση και το άλλο. 
Θέλω και εγώ να βοηθήσω την οικογένειά μου, όπως μπορώ. 
Να μάθω γράμματα, να μπορώ να υπογράφω μόνη μου, να μπορώ να κατεβαίνω 
στην Αθήνα, να διαβάζω τις πινακίδες, να πηγαίνω στην τράπεζα και στο νοσοκομείο, 
να βοηθάω τα εγγονάκια μου στο σχολείο, να κάνω αίτηση ή για το επίδομα 
ή για δουλειά. 
Μου φαίνεται δύσκολο, αλλά θα τα καταφέρω. 
Αφού δεν κάνει το κράτος κάτι για μας, θα βρούμε λύσεις μόνοι μας», επιμένει.
Για την Αλεξία, το να μάθει να γράφει το όνομά της, να εμπεδώσει το αλφάβητο, 
να διαχωρίσει τα φωνήεντα από τα σύμφωνα, να τραβάει ίσιες και σταθερές γραμμές 
στο τετράδιο που με καμάρι κουβαλάει, δεν είναι καθόλου απλό. 
Είναι ένας ολότελα καινούργιος κόσμος, αγχωτικός και μαζί γοητευτικός και χρήσιμος. 
Σ’ αυτό το ταξίδι προς τη μάθηση βρήκε πολύτιμους συνοδοιπόρους τους ανθρώπους 
που εργάζονται στο Κέντρο Ημέρας για τους Ρομά της ΜΚΟ «Κλίμακα»
Το Κέντρο δραστηριοποιείται στην περιοχή από το 2001, προσφέροντας μια γκάμα υπηρεσιών, όπως ψυχολογική υποστήριξη, ενισχυτική διδασκαλία, εμβολιασμούς, 
βοήθεια στη διευθέτηση κοινωνικοπρονοιακών θεμάτων. 
Μεταξύ άλλων, βοηθάει τα ανήλικα παιδιά που πάνε στο Δημοτικό, αλλά έχει και 
τμήματα ενηλίκων για ανθρώπους που είτε δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο είτε 
διέκοψαν γρήγορα τη φοίτησή τους. 
Είναι από τους ελάχιστους φορείς που εμπιστεύονται οι Ρομά. 
Από τις αίθουσες του Κέντρου έχουν περάσει πολλοί ενήλικες που στη συνέχεια 
έφεραν και τα παιδιά τους εδώ. 
Για την Αλεξία, η πορεία ήταν αντίστροφη. 
Πρώτα ήρθε η κόρη της, η Χριστίνα, παρακολούθησε τα μαθήματα, έδωσε εξετάσεις, 
πήρε το απολυτήριο του Δημοτικού, το γιόρτασαν και μετά απευθύνθηκε στη δομή 
και η ίδια η Αλεξία. 
Από τον Οκτώβρη ξεκίνησε να έρχεται με τη «σάκα» της, όπως λέει – μια κίτρινη νάιλον σακούλα, που έχει μέσα ένα τετράδιο και ένα μολύβι.

Η Ελευθερία Κουμαλάτσου, κοινωνιολόγος στην Κλίμακα, είναι η δασκάλα της. 
«Φέτος είχαμε πάνω από 30 εγγραφές ενηλίκων. 
Η Αλεξία είναι από τις πιο σταθερές μαθήτριες. 
Τώρα μαθαίνουμε μαζί να πιάνουμε το μολύβι. 
Πράγματα, όπως το να κάνεις μια ευθεία γραμμή, που για μας είναι δεδομένα, 
γι’ αυτήν είναι ολόκληρος αγώνας. Έχει όρεξη, όμως. 
Ο πρώτος στόχος είναι να μάθει να γράφει το όνομά της, όχι σαν ζωγραφιά, 
να το συλλαβίζει, να το καταλαβαίνει. 
Μεσοπρόθεσμα, το ζητούμενο είναι να γίνει πιο ανεξάρτητη, να μπορεί μόνη της 
να κάνει μια αίτηση σε μια δημόσια υπηρεσία και να στέλνει ένα μήνυμα στο κινητό. 
Θα βελτιωθεί πολύ η ποιότητα της ζωής της», εξηγεί.
Ένας βασικός λόγος -πέρα από τις διακρίσεις και το ίχνος καχυποψίας που 
αναπόφευκτα αφήνουν- που τόσο οι ανήλικοι, πόσο μάλλον οι ενήλικες Ρομά 
δυσκολεύονται στην εκμάθηση, είναι ότι τα ελληνικά, στην πραγματικότητα, 
δεν αποτελούν τη μητρική τους γλώσσα. 
Η μητρική τους γλώσσα είναι η Ρομανί, που μάλιστα δεν αποτυπώνεται γραπτά 
και τα ελληνικά είναι η δεύτερη γλώσσα. 
Οι άνδρες έχουν καλύτερη αντίληψη των ελληνικών, ακόμη και στην προφορική 
χρήση, επειδή αλληλεπιδρούν πιο συχνά με μη τσιγγάνικους πληθυσμούς. 
Οι γυναίκες μένουν περιχαρακωμένες στις γειτονιές τους, που επειδή είναι συνήθως δομημένες στην άκρη και όχι στον ιστό των πόλεων, ευνοούν συνθήκες γκετοποίησης 
και περιορισμένης πολιτισμικής και γλωσσικής όσμωσης.

«Οι άνδρες κατεβαίνουν στην Αθήνα για τις δουλειές τους, έρχονται σε 
επαφή με μπαλαμούς. Για τις γυναίκες, η Αθήνα είναι ένας άλλος τόπος, ξένος. 
Δεν νιώθουν ασφαλείς χωρίς τον άνδρα τους, να πάρουν το λεωφορείο και να 
πάνε στο κέντρο. Δεν είναι ιδιοτροπία, είναι καθαρά θέμα φόβου. 
Έχει τύχει να χάσουν και ραντεβού στο δημόσιο νοσοκομείο γι’ αυτόν τον λόγο. 
Υπάρχουν παγιωμένες συμπεριφορές στην κουλτούρα των ανθρώπων που θέλουν 
χρόνο και επιμονή να αλλάξουν. Ωστόσο, είναι εφικτό. 
Στην Κλίμακα έχουμε προσφέρει εκπαίδευση σε 60 τσιγγάνους στο παρελθόν, 
τους οποίους στη συνέχεια τους απορρόφησε επαγγελματικά ο φορέας. 
Η ανταπόκρισή τους ήταν θεαματική. 
Η εμπειρία μας τόσα χρόνια μας έχει δείξει ότι η εκπαίδευση είναι πολύ σημαντικό 
εργαλείο ένταξης. Αλλιώς, μένουν περιθωριοποιημένοι και χρησιμοποιούνται 
καταλλήλως - για την ακρίβεια, ακαταλλήλως. 
Οι τοπικές υπηρεσίες στο Ζεφύρι είναι πολύ ρατσιστικές. 
Με το που βλέπουν τσιγγάνο, ορμούν. 
Εμείς έχουμε χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους. 
Αυτό που έχει σημασία πάντα είναι να τους φέρεσαι ισότιμα», επισημαίνει 
η Έφη Χασιώτη, επιστημονικά υπεύθυνη του Κέντρου.
Στη δική μας ναρκισσιστική κοσμοθεωρία, οι Ρομά είναι είτε ρομαντικοί νομάδες 
είτε παραβατικοί φτωχοδιαβόλοι που απεχθάνονται την ασφάλεια και αποστρέφονται 
την εκπαίδευση. Αυτή η αντίληψη καθρεφτίζει πολύ περισσότερο τη δική μας άγνοια, 
παρά τη δική τους πραγματικότητα. 
Το πρόβλημα της εκπαίδευσης των Ρομά σχετίζεται με την αδυναμία του ελληνικού 
κράτους να παρέχει μια συμπεριληπτική παιδεία και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. 
Το υπόλοιπο είναι στερεότυπο που βολικά αναπαράγουμε. 
Η Αλεξία που στα 63 της αντί να παρακολουθεί μοιρολατρικά το πέρασμα του χρόνου, μαθαίνει γράμματα, είναι η πιο τρανή απόδειξη. Αν και εκείνη την οδήγησε πρωτίστως 
η ανάγκη στο θρανίο που δεν έκατσε ποτέ, διαισθάνεται ότι αυτή είναι η διέξοδος: 
«Τα εγγόνια μου θέλω να πάνε όλα σχολείο, να μάθουν μια τέχνη, 
να φτιάξουν τη ζωή τους», λέει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου