Σελίδες

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

«Τα μάτια μου ζούνε μια θάλασσα...Θυμάσαι;

Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO


...κάναμε μια μεγάλη κουβέντα, 
στην οποία προσπάθησα να 
χωρέσουν όλα όσα θα επιθυμούσε 
να τον ρωτήσει ένας τρίτος: 
Για τις μουσικές καταβολές του, 
τις έντονες σχέσεις του παρελθόντος με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον 
Διονύση Σαββόπουλο, για τον 
αδελφό του, Ανδρέα Μικρούτσικο, 
ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, για τη θέση του έρωτα στη ζωή του, καθώς, φυσικά, και για την εμπλοκή του με την πολιτική, την υπουργοποίησή του, 
όλα αυτά.

Σαν γύρισα σπίτι και πήγα να ξεκινήσω την απομαγνητοφώνηση του χειμαρρώδους λόγου του, συνειδητοποίησα πως δεν είχε γραφτεί τίποτα... Συνέβη για δεύτερη φορά στη δουλειά μου να έχω πατήσει μόνο το play και 
όχι το rec στο κασετοφωνάκι μου. «Είσαι μαλάκας», μου είπε με έναν μάλλον πατρικό τόνο στη φωνή του, «που δεν έγραψες την πιο εξομολογητική μου συνέντευξη». Μοιραία, έτσι, το ραντεβού μας δρομολογήθηκε εκ νέου, το νήμα πιάστηκε απ’ την αρχή και εκείνη τη φορά, ευτυχώς, το κασετοφωνάκι έγραψε κανονικότατα.   
—  Αφορμή γι’ αυτή μας τη συνάντηση είναι ένα ολοκαίνουργιο βιβλίο-CD 
με δύο κύκλους τραγουδιών λόγιας μουσικής. Πάντα ήθελα να σας ρωτήσω 
για την ευκολία με την οποία περνάτε κατά καιρούς από τη λόγια ή τη σύγχρονη 
μουσική στα λαϊκά τραγούδια, π.χ., για τον συχωρεμένο τον Μητροπάνο, 
την Αλεξίου και πρόσφατα τον Κότσιρα. 
Οφείλω να σας πω ότι αν κάναμε τη συνέντευξη αυτή 20 χρόνια πριν, 
θα δυσκολευόμουν να απαντήσω με ειλικρίνεια, γιατί μέσα μου δεν 
θα είχα ξεκαθαρίσει αν είναι θέμα ματαιοδοξίας, δηλαδή να αποδείξω 
σε όλους ότι μπορώ να τα κάνω όλα. 
Τo ’ψαξα, όμως, γιατί, από την άλλη πλευρά, ξέρω ότι είμαι εντάξει παιδί. Μοιραία, θα σας πάω πολλά χρόνια πίσω, τότε που η θεία μου η Ηλέκτρα 
μού έβαλε τα χέρια στο πιάνο, τεσσάρων ετών, το 1951, και παίξαμε μαζί 
μια improptu του Σούμπερτ. Την αίσθηση ενός ηλεκτρικού ρεύματος που 
ακόμη και τώρα την αισθάνομαι. 
Από τεσσάρων μέχρι 12 ετών έπαιζα πιάνο 
καθημερινά και, μάλιστα, πριν μπω στα 13, ήμουν προ του πτυχίου,παίζοντας Ντεμπισί και Μπετόβεν. Δεν ήταν ότι απλώς έπαιζα, το ευχαριστιόμουν! 
Μη φανταστείτε ότι ήμουν κάνα παιδί περίεργο, «φυτό», αφού την επομένη, 
το απόγευμα, ήμουν στην πλατεία κι έπαιζα ποδόσφαιρο, όπως επίσης και ο πρώτος που άγγιξα το χέρι μιας κοπέλας.   Ήμουν, δηλαδή, ένα παιδί νορμάλ, 
το οποίο όμως απορροφούσε η μουσική. Άρα, η κλασική μουσική ή η λόγια, 
όπως πολύ σωστά την είπατε, μια και υπάγεται σ’ αυτήν και η σύγχρονη μουσική του 20ού αι., μπήκε εντός μου. Επειδή ήμουν και παιδί της πιάτσας, πολύ σύντομα άρχισα να παίζω στο πιάνο τα τραγούδια κυρίως του Χατζιδάκι που ακούγαμε τότε και, αργότερα, του Θεοδωράκη. Αν σε όλα αυτά βάλουμε μέσα 
και το ροκ εν ρολ που ακούγαμε από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των αμερικανικών αεροπλανοφόρων στην Πάτρα, ξαφνικά έχουμε ένα παιδί με 
πάρα πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα. Κι αν, πάλι, κάνουμε ένα άλμα και 
πάμε στα φοιτητικά μου χρόνια, μπορούμε να μιλήσουμε για τη σύνδεσή μου ξανά με τη μουσική, πιο επιστημονικά. Άρχισα μαθήματα σύνθεσης με τον 
Γιάννη Παπαϊωάννου, κοντά στον οποίο έμαθα για τους μεταδωδεκαφθογγιστές. Στα 21 μου, λοιπόν, δεν ήξερα αν θα γινόμουν ερευνητής στα μαθηματικά, στα οποία ήμουν πολύ καλός, ή αν θα ακολουθούσα τη μουσική. 
— Ήδη όμως από τα 20 σας, το 1967, 
είχατε κάνει την πρώτη σας εμφάνιση ως επαγγελματίας μουσικός. 
Ναι. Στην Πλάκα, λίγο πριν από τη δικτατορία, παίζαμε στη δημοφιλή μπουάτ «Παράγκα» μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο και την Καίτη Χωματά. Παίρνοντας το πτυχίο μου στα Μαθηματικά και παρά τις δύο υποτροφίες για Γαλλία και Αμερική στη συγκεκριμένη επιστήμη, άρχισα να βλέπω την εντελώς έντιμη πρόθεσή μου να ασχοληθώ με τον χώρο του τραγουδιού. Γενικά, είναι η ανάγκη να εκφράζω όλα τα ενσωματωμένα εντός μου στοιχεία. Διόλου τυχαίο που εν μέσω προβών και παραστάσεων για τον Καββαδία στο Badminton, έγραψα ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Είναι σαν κάτι να μου λείπει 
και τρέχω εκεί κάθε φορά! Αυτό!    
— Αν παρατηρήσει κανείς την εργογραφία σας, μπορεί να διαπιστώσει ότι 
στοιχεία λόγιας μουσικής έχουν περάσει και στην τραγουδοποιία σας. 
Θυμίζω τα κομμάτια από τον «Σταυρό του Νότου», που αρκετά χρόνια μετά, 
στις «Γραμμές των Οριζόντων», επανεξετάστηκαν από εσάς ως πιο jazzy.  
Έχετε δίκιο, αν και το πιο τρανό παράδειγμα αυτού είναι 
η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» το 1976. 
Εκεί υπήρξαν ατονάλ στοιχεία, προερχόμενα από τον άλλο χώρο. 
Εδώ θα σας πω τι ενδιαφέρον έχω ως συνθέτης. Νομίζω ότι δικαιούμαι, 
έπειτα από τόσα χρόνια, να το πω εγώ ο ίδιος. Δεν είναι αξιολογικό, ένα 
στοιχείο σας παραθέτω: επειδή δεν παύω, και στη μία και στην άλλη 
περίπτωση, να ’μαι ο Θάνος Μικρούτσικος, με τον αγαπητικό μου τρόπο 
στους δικούς μου ανθρώπους, με τον τρόπο ζωής μου, με την πίπα που 
δεν βγαίνει ποτέ απ’ το στόμα μου, είτε γράφω τη «Ρόζα» είτε τη «Βαρνά», νιώθω να τα συνδέει κάτι σαν τους δοκιμαστικούς σωλήνες των εργαστηρίων. Έτσι, στο τραγούδι μου μπήκε το λόγιο στοιχείο και σε αρκετά λόγια έργα μου 
η αμεσότητα του τραγουδιού. Σε κάποια φάση, μάλιστα, ήθελα να κάνω 
μεικτά έργα. 
Αυτό που δεν άλλαξε σ’ εμένα από τότε που ήμουν παιδί μέχρι σήμερα είναι η έννοια της Αριστεράς ως εξής: ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που με αδικίες προχώρησε την ανθρωπότητα για 100-150 χρόνια, επειδή αύξησε τις παραγωγικές δυνάμεις, αλλά μοίρασε τον πλούτο σε πολύ λίγους, ενώ τον παρήγαγαν οι πολλοί... Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
 Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
— Σαν το «Άξιον Εστί» εννοείτε; Ένα λαϊκό ορατόριο; 
Τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι τους σέβομαι απόλυτα, αλλά δεν ξεκίνησα έτσι. Ο Χατζιδάκις ειδικά δεν έκανε και τα δύο, ενώ ο Θεοδωράκης 
τα έκανε, όχι με την έννοια του πειραματικού αλλά του πιο κλασικού.   
— Πάντως, στον Χατζιδάκι αναφέρεστε συχνά. 
Στο CD σας τώρα υπάρχει ακόμη ένα κομμάτι σας αφιερωμένο σ’ αυτόν. 
Σας θυμίζω ότι στα πιανιστικά έργα μου που εκδόθηκαν από την EMI Classics 
το βασικό θέμα είναι η σουίτα «Καλημέρα σας, κύριε Χατζιδάκι». 
Και ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις με είχαν παρουσιάσει με τα καλύτερα λόγια ως «μοναδικό». Ο Θεοδωράκης δεν τo’ χε πει δημοσίως, είχε στείλει 
ένα γράμμα. Ο Χατζιδάκις, αντίθετα, τo ’πε δημοσίως. 
Όταν κάναμε την press conference για τη «Μουσική πράξη στον Brecht» 
το 1978 είχε πει ότι είμαι ο πιο σημαντικός Έλληνας συνθέτης. 
Μάλιστα, επειδή εγώ ήμουν και ταυτισμένος με την άκρα Aριστερά τότε, 
επί λέξει είχε πει ο Χατζιδάκις: 
«Είμαι εδώ όχι για πολιτικούς λόγους αλλά για να προλογίσω τον πιο σημαντικό Έλληνα συνθέτη». Κι εγώ τότε δεν είχα κλείσει τα 31 μου! Ωστόσο, η σχέση μου με τον Χατζιδάκι είχε ξεκινήσει πολύ χάλια. Έβγαλα τα «Πολιτικά τραγούδια», Χικμέτ - Μπίρμαν, κι εκείνον τότε η κυβέρνηση Καραμανλή τον είχε διορίσει γενικό διευθυντή της ΕΡΤ. Από τα κρατικά ραδιόφωνα, λοιπόν, που έπαιζαν περισσότερο τα παλιά τραγούδια, ο Χατζιδάκις έκοψε τα 9 από τα 11 πρώτα τραγούδια μου. Όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι τα έκοψε για λόγους αισθητικής.   
— Είχατε αντιδράσει; 
Έστειλα μια επιστολή στις εφημερίδες, την οποία το «Βήμα», νομίζω, 
είχε πρωτοσέλιδο, όπου τον κατηγορούσα ως «εκφραστή της άρχουσας τάξης 
και μεγάλο λογοκριτή». Δεν απάντησε. Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, όπως 
και πολλοί από το σινάφι, πήραν το μέρος μου. Δείτε το εκ των υστέρων: 
ήταν τρελό να έχει κόψει τραγούδια όπως η «Πιο όμορφη θάλασσα», 
το «Αν η μισή μου καρδιά», το «Τους έχω βαρεθεί» κ.λπ. Κατά τη γνώμη μου, είχε συμβεί το εξής: το υπουργείο Προεδρίας ήθελε απλώς να κόψει αυτά τα τραγούδια και χρειαζόταν απαραιτήτως την υπογραφή του γενικού διευθυντή 
της ΕΡΤ. Δεν ξέρω τι σκέφτηκε ο Χατζιδάκις και υπέκυψε! 
— Μου ακούγεται παράξενο ο Χατζιδάκις να υπέκυψε σε άνωθεν πιέσεις, 
αλλά πραγματικά δεν μπορούμε να ξέρουμε τι σκέφτηκε. 
Ακριβώς την ίδια περίοδο είχε κόψει από το ραδιόφωνο και το πρώτο 
45άρι δισκάκι του Νικόλα Άσιμου. 
Σίγουρα επρόκειτο για άνωθεν πιέσεις. 
Το αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί τρεις μήνες αργότερα και να αναλάβει 
μετά μόνο το Τρίτο. Δεν είχαμε μιλήσει καθόλου από το 1975. 
Το ’77 με κάλεσε κάποιος για συνέντευξη στο Τρίτο Πρόγραμμα. 
Μπαίνει μέσα ο «αντ’ αυτού», ο Γιώργος Κουρουπός, και μου λέει: 
«Σας θέλει ο κύριος Χατζιδάκις». Πάω στο γραφείο του. 
Ο Χατζιδάκις είναι καθισμένος και κοιτάει κάτι χαρτιά, όχι εμένα. 
«Κύριε Μικρούτσικε», μου λέει, «σκέφτομαι να ξεκινήσω μια σειρά κονσέρτων του Τρίτου στην Εθνική Πινακοθήκη και θα ήθελα να εγκαινιαστούν μ’ εσάς». «Ευχαρίστως, κύριε Χατζιδάκι» απαντάω και σε ελάχιστο χρόνο δίνω το 
κονσέρτο μου με τρομερή επιτυχία στην Εθνική Πινακοθήκη. 
Βγαίνει στην press conference που σας έλεγα, λίγο μετά, χαρακτηρίζοντας 
το κονσέρτο μου εκείνο «ποταμό μουσικής». 
Έκτοτε, η σχέση μας βασίστηκε στην αλληλοεκτίμηση και στον σεβασμό. Γνωρίζω, μάλιστα, πως το πρωί της ίδιας μέρας που έφυγε από τη ζωή, είχε πει του γιου του: «Να φωνάξουμε τον Θάνο σπίτι, να φάμε το μεσημέρι, και να του έχουμε μακαρόνια, που του αρέσουν». Το απόγευμα πέθανε... Δεν θα ξεχάσω, τέλος, τη στιγμή που αντίκρισα το άψυχο σώμα του στο νοσοκομείο που τον μετέφεραν και το σεντόνι που έριξα από πάνω για να σκεπάσω τη γύμνια του.    
— Με τον Διονύση Σαββόπουλο, πάντως, αν και ξεκινήσατε μαζί, 
επήλθε οριστική ρήξη. Τα λέτε και στη βιογραφία σας. 
Ο Σαββόπουλος έκανε κάτι που με είχε πειράξει πολύ. 
Το 1975 τον επισκέφθηκα μαζί με τον Χρόνη Μπότσογλου για να συμμετάσχει 
σε μια συναυλία με αίτημα την αποφυλάκιση των τριών ηγετών του ΕΚΚΕ. 
Το αρνήθηκε και πάνω που φεύγαμε, με απογοήτευση, με έπιασε και 
χαρακτήρισε «άθλιο» τον πρώτο μου δίσκο, τα «Πολιτικά Τραγούδια», που 
μόλις είχε κυκλοφορήσει. Έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς να αναφερθούμε καν στον δίσκο σε εκείνη την επίσκεψή μας στο σπίτι του. Πιθανώς να τον είχε πειράξει που λίγο καιρό πριν τον είχα χαρακτηρίσει εγώ πρώτος σε συνέντευξή μου «ιδιοφυή καλλιτέχνη, ο οποίος λειτουργεί με τη μέθοδο του κολάζ». Έκτοτε, άρχισαν οι δημόσιες αντιπαραθέσεις μας, με αποκορύφωμα τη δήλωσή του 
στα «Νέα» το 1978, ότι «η Ραφαέλα Καρά είναι καλύτερη από τον Θάνο Μικρούτσικο», μ’ εμένα όμως να απαντώ την επομένη στην ίδια εφημερίδα: 
«Ο Σαββόπουλος είναι ένας ιδιοφυής συνθέτης, ο οποίος ενίοτε χάνει την ψυχραιμία του». Ξαναμιλήσαμε το ’86, όταν με κάλεσε να βγούμε μαζί στην εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», ντυμένοι ο ένας λιοντάρι κι ο άλλος αρκούδα, όπου και καλά θα έπεφταν μετά οι μάσκες και 
θα αγκαλιαζόμασταν. Του απάντησα πως η εκπομπή θα γινόταν μόνο αν περνούσε πρώτα απ’ το σπίτι μου και κάναμε μια μεγάλη κουβέντα για το αν 
η μακροχρόνια κόντρα μας βασιζόταν σε αισθητικο-ιδεολογικές διαφορές 
ή σε ψυχοπαθολογικά αίτια. 
Θα το σκεφτόταν, είπε, 
και εξαφανίστηκε για άλλα εννέα χρόνια!
Η σχέση μου με τον Χατζιδάκι είχε ξεκινήσει πολύ χάλια. Έβγαλα τα «Πολιτικά τραγούδια», Χικμέτ - Μπίρμαν, κι εκείνον τότε η κυβέρνηση Καραμανλή τον είχε διορίσει γενικό διευθυντή της ΕΡΤ. Από τα κρατικά ραδιόφωνα, λοιπόν, που έπαιζαν περισσότερο τα παλιά τραγούδια, ο Χατζιδάκις έκοψε τα 9 από τα 11 πρώτα τραγούδια μου. Όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι τα έκοψε για λόγους αισθητικής. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
 Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
— Τώρα, με την πάροδο των χρόνων και δεδομένης 
της ιστορίας που κουβαλάει ο καθένας σας, 
πού θα αποδίδατε τη συγκεκριμένη κόντρα; 
Πιστεύω πως κατά βάθος τον είχε πειράξει τον Σαββόπουλο εκείνη η 
δήλωση του Μάνου Χατζιδάκι που είχε μιλήσει και για τους δυο μας με πολύ κολακευτικά λόγια, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Έτσι, για τον Χατζιδάκι 
ο Σαββόπουλος ήταν «εκφραστής του κλίματος των ποιητών της ήττας της Θεσσαλονίκης», ενώ εγώ «ένας ποταμός μελωδίας και μουσικής». 
Ίσως πάλι να τρόμαξε με την απήχηση των «Πολιτικών Τραγουδιών» μου 
στην εταιρεία που ανήκε κι αυτός, τη Lyra, αφού δεν πίστευε πως εγώ, ένας σπουδαγμένος μουσικός, θα είχα απήχηση στη νεολαία. Κι εμείς νέοι, παιδιά ήμασταν τότε. Θέλω να πω ότι ο Σαββόπουλος μάλλον θεωρούσε τη νεολαία προνομιακό πεδίο, αλλά μόνο για τον εαυτό του. 
— Θα ήθελα να πούμε λίγα πράγματα και για τον αδελφό σας, 
τον Ανδρέα Μικρούτσικο. Προσωπικά, τον θεωρώ εξαιρετικό συνθέτη 
στο πλαίσιο της πoπ, αν και ένας δίσκος του σε στίχους Μανώλη Ρασούλη, 
το «Να ’μαστε πάλι εδώ, Αντρέα», ανήκει στους αγαπημένους μου ελληνικούς. 
Πώς είδατε όλη αυτήν τη ροπή του προς το πιο φτηνό τηλεοπτικό θέαμα; 
Με τον αδελφό μου μας συνδέουν πολλά, πέραν της οικογενειακής σχέσης. Ιδεολογικοί αγώνες, κοινά πρόσωπα, η μουσική. Θεωρώ εξαιρετικούς τους στίχους που μου είχε δώσει για τη «Μικρή μου, μοβ βεντάλια» με την Αλεξίου. Διαφώνησα κάθετα με την ενασχόλησή του με την τηλεόραση, όπως –μην ξεχνάμε– είχα διαφωνήσει δημοσίως και με τη στάση του μεγάλου Μάνου Ελευθερίου αναφορικά με τη χαλαρότητά του απέναντι στο πιο αναλώσιμο 
είδος τραγουδιού.   
— Μα, ο Ελευθερίου αυτός είναι. 
Κάποτε είχε δηλώσει πως ευχαρίστως θα έγραφε 
δέκα ποιητικές συλλογές για μια τραγουδίστρια της πίστας, 
αν έτσι θα εξασφάλιζε το ενοίκιο και τα φάρμακά του. 
Διαφωνώ οριζοντίως και καθέτως! 
Η συνέπεια πρέπει να είναι το άλφα και το ωμέγα στην πορεία ενός καλλιτέχνη. Όλα αυτά θυμίζουν την αισθητική της χούντας, τότε που ακούγαμε την 
«Κυρα-Γιώργαινα» και ξέραμε πως αναφερόταν σε έναν δικτάτορα. 
Κι εμένα, αν μου λέγανε να μου φέρουν έναν τραγουδιστή-σταρ να πει τα τραγούδια μου, σαν ποιον, ας πούμε...    
— Ας «επιστρέψουμε» καλύτερα στον αδελφό σας. 
Θα σας πω κάτι άλλο, που το θεωρώ σημαδιακό στη σχέση μου με τον 
αδερφό μου. Το 2002 είχα ηχογραφήσει το «Δελτίο ειδήσεων» στο CD 
«Ο σχοινοβάτης» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, με τη Γεωργία Συλλαίου και τον Κώστα Θωμαΐδη, ένα πεντάλεπτο έργο μου που «κοιμόταν» για 22 ολόκληρα χρόνια, παρόλο που είχε παιχτεί ζωντανά πάνω από 200 φορές. 
Γυρίζω βράδυ στο σπίτι μου και μου λέει η γυναίκα μου να δω στην τηλεόραση τη νέα εκπομπή του Χατζηνικολάου στον ALPHA, που θα εγκαινιαζόταν με καλεσμένο τον Ανδρέα. Υπ’ όψιν, είχα να μιλήσω έξι μήνες με τον αδελφό μου. Κάτι τον είχε πιάσει τον Χατζηνικολάου, πες το φιλοσοφική διάθεση, και ξεκινάει την εκπομπή, ρωτώντας τον φιλοξενούμενό του: 
«Μετά απ’ όλα αυτά, τι μένει, Ανδρέα;». Και τι του απαντάει αυτός; 
«Μένει μονάχα εκείνος ο πέτρινος άγγελος, ακέφαλος / μπορείς να του βάλεις ό,τι κεφάλι θες / έτσι είπε κι έφυγε»! Το ακούω και λιποθυμώ! 
Ήταν στίχοι του Ρίτσου από το «Δελτίο Ειδήσεων»! 
Μέχρι σήμερα το θεωρώ ένα από τα πολύ λίγα μεταφυσικά πράγματα που 
έχουν συμβεί στη ζωή. Πώς να μην αγαπώ αυτό τον άνθρωπο με όλη την τρυφερότητα και τη γενναιοδωρία του; 
Έναν άνθρωπο με παιδεία και κουλτούρα που σχεδόν διαμοίρασε τα ιμάτιά του; 
— Είστε ένας άνθρωπος που ενώ στον πυρήνα σας παραμένετε αριστερός, 
εντούτοις δεν αρνηθήκατε την υπουργοποίηση επί Ανδρέα Παπανδρέου. 
Θα φτάσουμε κι εκεί, εγώ όμως θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τη διαγραφή σας 
από το ΚΚΕ εν έτει 1984. 
Πολλά έχουν ειπωθεί για μένα: 
«Στη Μεταπολίτευση ήταν στο ΕΚΚΕ, μετά πήγε στο ΚΚΕ, μετά έγινε 
υπουργός του Παπανδρέου»... Δόθηκε έτσι μια εντύπωση εύκολης 
μεταπήδησης από χώρο σε χώρο. Αυτό που δεν άλλαξε σ’ εμένα από τότε που ήμουν παιδί μέχρι σήμερα είναι η έννοια της Αριστεράς ως εξής: ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που με αδικίες προχώρησε την ανθρωπότητα για 100-150 χρόνια, επειδή αύξησε τις παραγωγικές δυνάμεις, αλλά μοίρασε τον πλούτο σε πολύ λίγους, ενώ τον παρήγαγαν οι πολλοί. Μάλιστα, τα τελευταία 20 χρόνια, 
με τον νεοφιλελευθερισμό στην Ευρώπη, τα «χέρια» γίνονται όλο και λιγότερα. Εγώ, ως αριστερός, θέλω όλα τα παιδιά που γεννιούνται να έχουν το ίδιο σημείο εκκίνησης, αλλά από κει και πέρα, ποιο θα εξελιχθεί καλά και ποιο καλύτερα 
είναι άλλης τάξεως συζήτηση. Ένα άλλο χαρακτηριστικό μου είναι ότι δεν θέλω την ασφάλεια 100%, δηλαδή: «Συμφωνείς 100% με το ΚΚΕ; Τότε μίλα!».   
Όχι, και 60% να συμφωνώ, θα εκτεθώ. Στο ΚΚΕ ανήκα, αλλά διαφωνούσα εξαρχής στα ζητήματα πολιτισμού και αισθητικής. Ήταν πολύ μονόπατο το ΚΚΕ... Έλεγα τότε: «Παιδιά, ο Καβάφης είναι μέγιστος ποιητής. Θα ήθελα να δω στον “Ριζοσπάστη” τέσσερις σελίδες για τον Καβάφη! 
Εντάξει, ο Μαγιακόφσκι είναι μεγάλος, ο Ρίτσος υπέρ μεγάλος, το ίδιο και ο Χικμέτ, αλλά ορίζονται από κάποια πράγματα. Δεν είναι μόνο αυτοί. 
Υπάρχουν και ο Καβάφης, και ο Έζρα Πάουντ, και μην ξεχνάμε ότι και ο Μαρξ, τον οποίο εγώ διαβάζω από το πρωτότυπο και όχι μέσω τρίτων, θεωρούσε μεγαλύτερο λογοτέχνη για τα προηγούμενα 100 χρόνια τον αριστοκράτη Μπαλζάκ. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο φουαγέ του θεάτρου “Καρέζη - Καζάκος” μετά το τέλος μιας παράστασης. Ο σπουδαίος ηθοποιός, ο συχωρεμένος 
Βασίλης Διαμαντόπουλος, πιάνει απ’ τον ώμο τον Χαρίλαο και του λέει: 
«Σύντροφε, εμείς, τελικά, οι διανοούμενοι δεν έχουμε το ανάστημα που έχει 
το ίδιο το ΚΚΕ». Μόλις τελείωσε, πήρα εγώ τον λόγο, 35 ετών τότε: 
«Επιτρέπεται να διαφωνήσω με αυτό που είπε ο Βασίλης;». 
Και μετά: 
«Το ΚΚΕ στους αγώνες, στις απεργίες, στις διαδηλώσεις, είναι πάντα μπροστά! Στον πολιτισμό, όμως, είναι πολύ πίσω, Χαρίλαε! Βρισκόμαστε στη δεκαετία 
του 1980, ο κόσμος έχει προοδεύσει και το Ευαγγέλιο Πολιτισμού του ΚΚΕ είναι το βιβλίο του Πλεχάνοβ, που είχε εκδοθεί το 1903!». 
Ο Φλωράκης έδωσε γροθιά στο τραπέζι: 
«Η αισθητική του Πλεχάνοβ είναι αμετακίνητη!». 
«Διαφωνώ» απάντησα. Γυρνάει ο Φλωράκης στον Φαράκο: 
«Συμφωνείς, Γρηγόρη;». Και ο Φαράκος δεν απάντησε, συμφωνώντας 
μάλλον μαζί μου. Λίγες μέρες μετά έμαθα για τη διαγραφή μου από το ΚΚΕ, 
ενώ βρισκόμουν στις Βρυξέλλες, και μάλιστα ήταν το παρθενικό ρεπορτάζ του πρωτοεμφανιζόμενου δημοσιογράφου Νίκου Χατζηνικολάου στη «Μεσημβρινή», νομίζω, με τίτλο: 
«Το ΚΚΕ διέγραψε τον Θάνο Μικρούτσικο!».   
— Με το χέρι στην καρδιά και μιλώντας με έναν πρώην 
υπουργό Πολιτισμού, η εξουσία φθείρει τον άνθρωπο, 
και δη έναν καλλιτέχνη; 
Θα πω ότι είμαι ένας πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος, και αυτό είναι 
αποτέλεσμα λαθών και σωστών πραγμάτων που έχω κάνει. Αν άλλαζα ένα κομμάτι, δηλαδή, του παρελθόντος, δεν ξέρω αν θα ’μουν τόσο ευτυχισμένος. Λοιπόν, η εξουσία φθείρει του κερατά! 
Από το 1996 είμαι εντελώς αρνητικός σε προτάσεις για παρόμοιες θεσμικές θέσεις, γιατί πραγματικά δεν μπορώ να μπαινοβγαίνω στη μουσική. 
Μια φορά βγήκα και παραλίγο να μην ξαναμπώ! 
Ξέρετε γιατί δεν με έφθειρε η εξουσία; 
Διότι από παιδί δεν κοιτούσα ποτέ τους ανθρώπους αφ’ υψηλού. 
Μην ξεχνάτε ότι υπάρχω 45 χρόνια στον χώρο, άρα η φήμη του ονόματός μου 
θα ίσχυε και πάλι, άνευ υπουργείων και πολιτικής.   Με έσωσε η ιδιοσυγκρασία μου και το ότι οι θυρωροί μου με ήξεραν πολύ πριν γίνω υπουργός, κατά την περιβόητη φράση του Κατσιφάρα. Ακούστε κάτι, σε κάθε περίοδο υπήρχαν 
τρεις κατηγορίες διανοουμένων. Οι οργανικοί διανοούμενοι, οι οποίοι θέλουν 
να υπάρχει το σύστημα και βοηθούν στη διαιώνισή του. 
Οι άλλοι, που κουράστηκαν και αποχώρησαν από τα κοινά και τον δημόσιο λόγο. 
Δεν είμαι σαν κι αυτούς, αλλά τους σέβομαι! Και υπάρχουν και οι διανοούμενοι που αντιστέκονται. Πώς όμως; Με καλάσνικοφ στον Όλυμπο; Όχι, βέβαια. Συμμετέχοντας στο σύστημα! Εγώ, ας πούμε, από πού να βγάλω τους δίσκους μου; Από εταιρείες και μεγάλα κεφαλαιοκρατικά συγκροτήματα. 
Πώς να τους διαφημίσω; Από τα ΜΜΕ! 
Μοιάζουμε με τους σχοινοβάτες ισορροπιστές και εγώ στην ιστορία των ισορροπιστών δεν έχω δει κανέναν που να μην πέφτει τελικά. 
Το στοίχημα δεν είναι αν θα πέσει, αλλά αν θα ξανασηκωθεί και θα συνεχίσει 
την ισορροπία. Σας λέω, λοιπόν, λίγο πριν κλείσω τα 69 μου χρόνια, 
ότι όποτε έπεσα, ξανασηκώθηκα και συνέχισα. 
Και γι’ αυτό θεωρώ τον εαυτό μου μάγκα!   
— Στη διάρκεια της θητείας σας λογικό είναι να υπήρξαν φίλοι 
και συνάδελφοί σας, αξιόλογοι καλλιτέχνες, που να χτύπησαν 
την πόρτα σας για κάτι εν είδει χάρης, αν θέλετε. 
Θεωρείτε ότι απογοητεύσατε κάποιους με την όποια στάση σας;
...η συνέχεια εδώ
https://www.lifo.gr/articles/obituaries/264329/pethane-o-thanos-mikroytsikos-
apo-tin-ora-poy-genniomaste-mexri-tin-ora-poy-pethainoyme-pernane-4-160-savvatokyriaka

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου