Στους πρόποδες των Αγράφων
και τις όχθες του ποταμού
Πάμισου, λίγο έξω από το Μουζάκι,
έχει στηθεί ένα σκηνικό που όμοιο του είναι εξαιρετικά δύσκολο να συναντήσεις παγκοσμίως. Είναι ένα μικρό χωριό βγαλμένο από παραμύθι, με αρχιτεκτονική που από μόνη της αποτελεί αξιοθέατο.
Η ανθρώπινη παρέμβαση μοιάζει πλήρως εναρμονισμένη με το εντυπωσιακό φυσικό τοπίο. Περιτριγυρισμένος από δάσος με έλατα, πλατάνια, βελανιδιές
και οξιές, ο οικισμός των 30 στρεμμάτων έχει οικοδομηθεί με βάση την πέτρα
και το ξύλο της περιοχής.
Όχι όμως με συμβατικό τρόπο.
Οι πόρτες των οχτώ πέτρινων μικρών σπιτιών είναι κανονικά δέντρα
και ανοίγοντας τις αισθάνεσαι ότι μπαίνεις στο εσωτερικό τους!
Σαν να γίνεσαι μέρος του κόσμου της Μέσης – Γης στην τριλογία του Τόλκιν.
Στο μέσα χώρο ένα πλατάνι σου δίνει την εντύπωση ότι στηρίζει τη σκεπή,
ενώ κορμοί δέντρων έχουν μετατραπεί σε τραπέζια, καθίσματα και τζάκια.
Τα σπιτάκια είναι αρκετά ευρύχωρα και συνδυάζουν την παράδοση
με την πολυτέλεια. Διαθέτουν όλες τις σύγχρονες ανέσεις όπως
κεντρική θέρμανση, κλιματισμό, τζακούζι, τζάκι (και υπέρδιπλο κρεβάτι),
ενώ στον περιβάλλοντα χώρο έχει δημιουργηθεί μια χαμηλή πισίνα στο
ίδιο αρχιτεκτονικό μοτίβο που πλαισιώνεται από γκαζόν και
πέτρινα μονοπάτια.
Εκτός από την χλωρίδα, το δικό της ιδιαίτερο χρώμα δίνει και η πανίδα
της περιοχής. Ένα κοπάδι ελαφιών ζει εκεί και έχει εξοικειωθεί με την
ανθρώπινη παρουσία, κόβοντας συχνά – πυκνά βόλτες μέσα στον οικισμό.
Το προφίλ μιας ιδιότυπης φάρμας πλαισιώνουν τα κουνέλια, οι κότες,
οι γαλοπούλες, τα παγώνια, τα πόνυ, το πρωτότυπο για τα ελληνικά
δεδομένα (και προερχόμενο εκ Αυστραλίας) εμού και ο γάιδαρος,
που αποτελεί κάτι σαν τη μασκότ του τοπίου.
Η ομώνυμη ταβέρνα (Κεραμαριό) που βρίσκεται στο χώρο αποτελεί σημείο αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή και προσελκύει κόσμο απ’ όλο το νομό
τόσο για την ποιότητα του φαγητού, όσο και για την εσωτερική διακόσμηση του.
Ο τεράστιος αποξηραμένος πλάτανος που στηρίζει τη στέγη της
και η κεντρική είσοδος, που έχει διαμορφωθεί πάνω σε ένα κορμό δέντρου, τείνουν να γίνουν οι κύριες τουριστικές ατραξιόν της περιοχής.
Το πρωινό μπορεί να το πάρει κανείς είτε στην ταβέρνα, είτε σε καλαθάκια
σε κατάσταση… delivery στο σπίτι διαμονής. Είναι υπερπλήρες και στηρίζεται
σε ντόπια υλικά, όπως και τα πιάτα ημέρας που σερβίρονται στο γεύμα και
το δείπνο.
Ιδιοκτήτης του οικισμού και της ταβέρνας είναι ο Δημήτρης Σταμούλης,
ο οποίος επαναπατρίστηκε ύστερα από 25 χρόνια στις ΗΠΑ, όπου έφυγε μετανάστης σε ηλικία 17 ετών.
Σπούδασε μηχανικός αυτοκινήτων, έκανε οικογένεια και μια
επιτυχημένη επιχείρηση, αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε να γυρίσει στο
χωριό που γεννήθηκε. Όταν ξεκίνησε να υλοποιεί το όραμά του, φτιάχνοντας μόνος του τις δέντρινες πόρτες, κάποιοι συγχωριανοί του θεωρούσαν ότι του είχε… σαλέψει.
Ήταν μία πολύ επίμονη και επίπονη δημιουργία, αφού έπρεπε να περιμένει
δύο χρόνια για να στεγνώσουν και να τις κόψει στο σχήμα που επιθυμούσε.
Όσες προτάσεις κι αν είχε από εντυπωσιασμένους επισκέπτες για να αντιγράψει την πρακτική του και να εξάγει όμοιες πόρτες στο εξωτερικό, έπεσαν στο κενό. Δεν τον ενδιέφερε να μεταδώσει την τεχνογνωσία του, παρά μόνο να την εφαρμόσει στον τόπο του.
Έχοντας κολλήσει το μικρόβιο από το επάγγελμά του, ο Δημήτρης Σταμούλης είναι και μανιώδης συλλέκτης παλιών αυτοκινήτων και ένα δείγμα της συλλογής υπάρχει στο γκαράζ που βρίσκεται πίσω από την ταβέρνα. Εκεί δηλαδή, που
η σύζυγός του, κυρία Βασιλική, δίνει καθημερινά τη δική της «μάχη» στην κουζίνα, προσπαθώντας (με ιδιαίτερη επιτυχία ομολογουμένως) να συνδυάσει το τερπνόν της παραμυθένιας διαμονής με το ωφέλιμο της γαστρονομικής απόλαυσης.
με την πολυτέλεια. Διαθέτουν όλες τις σύγχρονες ανέσεις όπως
κεντρική θέρμανση, κλιματισμό, τζακούζι, τζάκι (και υπέρδιπλο κρεβάτι),
ενώ στον περιβάλλοντα χώρο έχει δημιουργηθεί μια χαμηλή πισίνα στο
ίδιο αρχιτεκτονικό μοτίβο που πλαισιώνεται από γκαζόν και
πέτρινα μονοπάτια.
Εκτός από την χλωρίδα, το δικό της ιδιαίτερο χρώμα δίνει και η πανίδα
της περιοχής. Ένα κοπάδι ελαφιών ζει εκεί και έχει εξοικειωθεί με την
ανθρώπινη παρουσία, κόβοντας συχνά – πυκνά βόλτες μέσα στον οικισμό.
Το προφίλ μιας ιδιότυπης φάρμας πλαισιώνουν τα κουνέλια, οι κότες,
οι γαλοπούλες, τα παγώνια, τα πόνυ, το πρωτότυπο για τα ελληνικά
δεδομένα (και προερχόμενο εκ Αυστραλίας) εμού και ο γάιδαρος,
που αποτελεί κάτι σαν τη μασκότ του τοπίου.
Η ομώνυμη ταβέρνα (Κεραμαριό) που βρίσκεται στο χώρο αποτελεί σημείο αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή και προσελκύει κόσμο απ’ όλο το νομό
τόσο για την ποιότητα του φαγητού, όσο και για την εσωτερική διακόσμηση του.
Ο τεράστιος αποξηραμένος πλάτανος που στηρίζει τη στέγη της
και η κεντρική είσοδος, που έχει διαμορφωθεί πάνω σε ένα κορμό δέντρου, τείνουν να γίνουν οι κύριες τουριστικές ατραξιόν της περιοχής.
Το πρωινό μπορεί να το πάρει κανείς είτε στην ταβέρνα, είτε σε καλαθάκια
σε κατάσταση… delivery στο σπίτι διαμονής. Είναι υπερπλήρες και στηρίζεται
σε ντόπια υλικά, όπως και τα πιάτα ημέρας που σερβίρονται στο γεύμα και
το δείπνο.
Ιδιοκτήτης του οικισμού και της ταβέρνας είναι ο Δημήτρης Σταμούλης,
ο οποίος επαναπατρίστηκε ύστερα από 25 χρόνια στις ΗΠΑ, όπου έφυγε μετανάστης σε ηλικία 17 ετών.
Σπούδασε μηχανικός αυτοκινήτων, έκανε οικογένεια και μια
επιτυχημένη επιχείρηση, αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε να γυρίσει στο
χωριό που γεννήθηκε. Όταν ξεκίνησε να υλοποιεί το όραμά του, φτιάχνοντας μόνος του τις δέντρινες πόρτες, κάποιοι συγχωριανοί του θεωρούσαν ότι του είχε… σαλέψει.
Ήταν μία πολύ επίμονη και επίπονη δημιουργία, αφού έπρεπε να περιμένει
δύο χρόνια για να στεγνώσουν και να τις κόψει στο σχήμα που επιθυμούσε.
Όσες προτάσεις κι αν είχε από εντυπωσιασμένους επισκέπτες για να αντιγράψει την πρακτική του και να εξάγει όμοιες πόρτες στο εξωτερικό, έπεσαν στο κενό. Δεν τον ενδιέφερε να μεταδώσει την τεχνογνωσία του, παρά μόνο να την εφαρμόσει στον τόπο του.
Έχοντας κολλήσει το μικρόβιο από το επάγγελμά του, ο Δημήτρης Σταμούλης είναι και μανιώδης συλλέκτης παλιών αυτοκινήτων και ένα δείγμα της συλλογής υπάρχει στο γκαράζ που βρίσκεται πίσω από την ταβέρνα. Εκεί δηλαδή, που
η σύζυγός του, κυρία Βασιλική, δίνει καθημερινά τη δική της «μάχη» στην κουζίνα, προσπαθώντας (με ιδιαίτερη επιτυχία ομολογουμένως) να συνδυάσει το τερπνόν της παραμυθένιας διαμονής με το ωφέλιμο της γαστρονομικής απόλαυσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου