Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσεπάντοτε σκυμμένος
μέρες, μήνες, χρόνια.
«Πιστεύεις στο Θε ?;»τον ρώτησαν κάποτε.
«Όσο αυτός σε μένα»απάντησεκαι δεν τον ξαναενόχλησε κανείς..
«Χρωστάς ένα ποίημα» του είπε η Ζωή ένα βράδυ.
«Γερνάω λέξεις» απάντησε
και δεν τον ξαναενόχλησε ποτέ.
«Γιατί δεν με βλέπεις ?»τον προκάλεσε κάποια φορά ο Έρωτας,
«Είσαι τυφλός» απάντησε
και δεν τον ξαναενόχλησε καθόλου.
«Θέλεις να παίξουμε ?»,του ζήτησε μια μέρα ο Θάνατος
«Δεν έχω χρόνο» απάντησε
και δεν τον ξαναενόχλησε κατόπιν.
Κάποια μέρα έφθασε σε ένα πανδοχείο, ζήτησε δωμάτιο
η ξενοδόχος απόρησε
-Κύριε, φαίνεστε τόσο κουρασμένος και ταλαίπωρος ,από πού έρχεστε?
έρχομαι από τα βάθη της ψυχής...
-και πού πηγαίνετε ?
-πηγαίνω ως την άκρη της ζωής...
-κι όλη αυτή η σκόνη στα παπούτσια σας, τι είναι ?
-σημάδια για το δρόμο μου...
-φοβάστε μη χαθείτε;
-φοβάμαι μη ξεχάσω...
Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε, πάντοτε σκυμμένος
σαν κάτι ν’ αποζητά...
έχασε μια ηλικία του,
είπαν,
κι από τότε όλο έψαχνε να τη ζήσει,
τα ένσημα του χρόνου του για να συμπληρώσει..
Εκείνος όμως περπατούσε..
μέρες, μήνες, χρόνια..
Πάντοτε σκυμμένος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου