«(…)Υπό την εκδοχή ότι το μέτρο αυτό εξυπηρετεί την λειτουργία της δικαιοσύνης, με την έννοια αφενός της συμμετοχής κάθε πολίτη, που ζητεί έννομη προστασία, στο κόστος λειτουργίας του θεσμού αυτού αφετέρου της αποφυγής προπετούς άσκησης της αγωγής, η υπό τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες αύξηση (και συγκεκριμένα ο υπερδιπλασιασμός) του ποσού του δικαστικού ενσήμου, συνιστά μέτρο προδήλως αντισυνταγματικό και ανίσχυρο, αφού παραβιάζονται τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, ο επικαλούμενος σκοπός της αποφυγής προπετούς άσκησης αγωγών είναι αναμφίβολα θεμιτός. Αντίθετα, δεν ισχύει το ίδιο και για το σκοπό συμμετοχής του πολίτη κατά ένα μέρος στο κόστος λειτουργίας του θεσμού της δικαιοσύνης. Και τούτο διότι η Δικαιοσύνη αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το Δημόσιο και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας. Σε κάθε περίπτωση το θεμιτό του σχετικού περιορισμού πρέπει να έχει ως αφετηρία την σκέψη ότι η συμμετοχή του πολίτη στο κόστος λειτουργίας των Δικαστηρίων δεν σημαίνει κάλυψη όλων των σχετικών δαπανών, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να υπολογιστούν και να επιμεριστούν σε κάθε διάδικο, αλλά επιβολή ενός μικρού χρηματικού ποσού, που μπορεί να καταβάλει κάθε πολίτης, ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση. Οι επιδιωκόμενοι αυτοί σκοποί, πάντως, δεν είναι αρκετοί για την δικαιολόγηση της προαναφερόμενης αύξησης του δικαστικού ενσήμου.
(…) Περαιτέρω, ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη με την αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου δεν είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού της συμμετοχής των πολιτών στο κόστος λειτουργίας του θεσμού της δικαιοσύνης. Και τούτο διότι ο επί πολλές δεκαετίες υπολογισμός του δικαστικού ενσήμου σε ποσοστό 4%ο κάλυπτε τις λειτουργικές ανάγκες της δικαιοσύνης, χωρίς ποτέ να τεθεί ζήτημα αύξησης του σχετικού ποσού. (τ_π - π_ντ) Επομένως, δεδομένου ότι το κόστος λειτουργίας των δικαστηρίων έχει σήμερα μειωθεί κατά πολύ, λόγω της συγχώνευσης σημαντικού αριθμού Δικαστηρίων, μείωσης των αποδοχών των Δικαστικών Λειτουργών και των γραμματέων των Δικαστηρίων, ο υπερδιπλασιασμός του τέλους δικαστικού ενσήμου δεν κρίνεται αναγκαίος για την επίτευξη του προαναφερόμενου σκοπού.
Επίσης, με την αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου, υπό τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, δηλ. την μείωση των αποδοχών όλων των εργαζομένων σε υψηλά ποσοστά, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά και το 50% και την υπέρμετρη (άμεση και έμμεση) φορολόγηση κάθε μορφής επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας, θίγεται πλέον ο πυρήνας του ατομικού δικαιώματος για παροχή έννομης δικαστικής προστασίας, καθώς σημαντικός αριθμός πολιτών δεν μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από το αντικείμενο της αγωγής που προτίθεται να ασκήσει.
(…)Η πρόβλεψη υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου είχε χαρακτηριστεί αρχικά από τη νομολογία του Αρείου Πάγου ως μέτρο με φορολογικό χαρακτήρα (βλ. έτσι και ΑΠ 624/1972, ΝοΒ (21/1973), 21). Η άποψη αυτή, όμως, προσαρμόστηκε στη συνέχεια στη νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο έκρινε ότι οι θεσπιζόμενοι κάθε φορά περιορισμοί στο δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη για να είναι συμβατοί με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ πρέπει να επιδιώκουν θεμιτό σκοπό και να επιβάλλονται από το συμφέρον χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Οπως, όμως, ήδη αναφέρθηκε η αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου με τον Ν.4093/2012 εντάσσεται στην νομοθετική επιλογή για αύξηση της σχετικής επιβάρυνσης των πολιτών, με κύριο σκοπό την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Υπ' αυτή την εκδοχή, επομένως, συνιστά μέτρο αντισυνταγματικό, αφού κατά την προαναφερόμενη πάγια νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας, αλλά και την θέση του ΕΔΔΑ δεν συνδέεται με την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και επομένως δεν αποτελεί θεμιτό σκοπό για τον περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως. Εξάλλου, μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, που θα δικαιολογούσε σε κάθε περίπτωση την παραβίαση του δικαιώματος του πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Με βάση τις προαναφερόμενες σκέψεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αύξηση του τέλους δικαστικού ενσήμου και των επ' αυτού υπολογιζόμενων επιβαρύνσεων με τον Ν. 4093/2012, αλλά και με μεταγενέστερες αυτού διατάξεις είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική και μη συμβατή με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, εξακολουθεί και σήμερα να αρκεί για την συζήτηση καταψηφιστικής αγωγής, χωρίς να επέρχονται οι συνέπειες της πλασματικής ερημοδικίας, η καταβολή από τον ενάγοντα του τέλους δικαστικού ενσήμου με τις σχετικές επιβαρύνσεις, όπως αυτό υπολογιζόταν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4093/2012».
(α΄δημοσίευση: τ.ν.π. Nomos)
Δικηγόρων και Ασκουμένων Πάτρας - Patras Lawyers
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου