«Ωρα 4.39 εσπέρας, ο Ταχσίν πασάς μοι έστειλεν επιστολήν δι΄ αξιωματικού δηλών μοι
ότι δέχεται τας προτάσεις μου. Όθεν διέκοψα αμέσως την προέλασιν και απέστειλα δύο αξιωματικούς προς σύνταξιν σχετικού πρωτοκόλλου καταθέσεως των όπλων και παραδόσεως της πόλεως, προ της οποίας ευρίσκονται ήδη τα στρατεύματα ημών.
Κωνσταντίνος». (τηλεγράφημα του αρχιστρατήγου προς τον βασιλιά και τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου 1912).
Όλες οι ελληνικές εφημερίδες δημοσιεύουν με διθυραμβικά
πρωτοσέλιδα ρεπορτάζ την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη.
Το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό υπογράφτηκε
στο Διοικητήριο (κτήριο του υπουργείου Μακεδονίας Θράκης), μετά την τηλεγραφική
εντολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον αρχιστράτηγο του στρατού διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο «να αποδεχθήτε την προσφερομένην υμίν παράδοσιν
της Θεσσαλονίκης και να εισέλθητε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής».
Το ιστορικό πρωτόκολλο με δέκα άρθρα, γραμμένο στη γαλλική γλώσσα,
υπέγραψαν τελικά ο αρχηγός του τουρκικού στρατού Χασάν Ταχσίν πασάς και από
πλευράς των Ελλήνων οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί του αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου
Β. Δούσμανης και Ι. Μεταξάς.
Η παράδοση της πόλης έγινε άνευ όρων και σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου
«Η πόλις της Θεσσαλονίκης παραδίδεται στον ελληνικό στρατό ως την συνομολόγηση της ειρήνης». Βέβαια οι Έλληνες φάνηκαν γενναιόδωροι και έδωσαν το δικαίωμα στους ανώτερους Τούρκους στρατιωτικούς να διατηρήσουν τα ξίφη τους και να είναι ελεύθεροι
στη Θεσσαλονίκη (αρθρο 4). Επίσης όλοι οι ανώτεροι πολιτικοί αξιωματούχοι και
υπάλληλοι του βιλαετίου θα είναι ελεύθεροι (άρθρο 5) .
Ήταν το τέλος ενός αγωνιώδους σύρε έλα των διαπραγματευτών ανάμεσα στο τουρκικό
τότε Διοικητήριο και το ελληνικό επιτελείο του Κωνσταντίνου που είχε εγκατασταθεί στην ιστορική βίλα Μοδιάνο, στη Γέφυρα (το παλιό Τόψιν), που στεγάζει σήμερα το Μουσείο
των Βαλκανικών Πολέμων.
Ο στρατηγός της 8ης τουρκικής στρατιάς Χασάν Ταχσίν πασάς υπογράφει
το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό.
Ζωγραφικός πίνακας του γιου του Κενάν Μεσαρέ.
Το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης
Οι υπογραφές του πρωτοκόλλου.
Αριστερά του Χασάν Ταχσίν πασά και δεξιά των πληρεξουσίων
αξιωματικών του Κωνσταντίνου Βασ. Δούσμανη και Ιωαν. Μεταξά.
Η παράδοση στους Έλληνες -γιατί προέλαυνε και ο βουλγαρικός στρατός με σκοπό να
μπει πρώτος στην πόλη- οφείλεται, πέρα από τις στρατιωτικές αδυναμίες του τουρκικού στρατού, στα φιλελληνικά αισθήματα του Τούρκου στρατηγού που είχε σπουδάσει σε ελληνικό γυμνάσιο στα Γιάννενα και προτίμησε να παραδώσει την πόλη στους Έλληνες. Όπως σημειώνει ο στρατηγός Δούσμανης στα απομνημονεύματά του, «η σύνταξις της συμβάσεως και η υπογραφή επερατώθη περί την 1.30 μετά μεσονύκτιον (της 27ης), εσυμφωνήσαμεν όμως να θέσωμεν ως ημερομηνίαν την 26ην Οκτωβρίου, διότι εξ υπαιτιότητος των Τούρκων εβραδύναμεν να συναντηθώμεν…»
Από τις πρώτες πρωινές ώρες οι ξένοι ανταποκριτές που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη
και παρακολουθούσαν τις εξελίξεις του βαλκανικού πολέμου, έκαναν γνωστή την είσοδο
του ελληνικού στρατού στη διεθνή κοινή γνώμη. Το πρώτο τηλεγράφημα του αυστριακού πρακτορείου ειδήσεων έγραφε: «Ταύτην την στιγμήν αγγέλλεται ότι η Θεσσαλονίκη παραδοθείσα κατελήφθη υπό του ελληνικού στρατού».
Πίνακας του ζωγράφου Πολύκλειτου Ρέγκου που παριστάνει
την είσοδο του βασιλιά Γεωργίου και του διαδόχου Κωνσταντίνου
στη Θεσσαλονίκη. Ο πίνακας βρίσκεται στη Λέσχη Αξιωματικών
Φρουράς Θεσσαλονίκης.
Οι πρώτοι της δόξας
Σύμφωνα με τους ιστορικούς,
ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που μπήκε στην πόλη ήταν ο υπομοίραρχος
Κωνσταντίνος Μανωλκίδης, ο οποίος επικεφαλής ενός μικρού αποσπάσματος
διέσχισε έφιππος την Εγνατία το βράδυ τη 26ης Οκτωβρίου, τέσσερις ώρες πριν
από την υπογραφή της συμφωνίας, ενώ εκατοντάδες έκπληκτοι Θεσσαλονικείς ακολουθούσαν τον έφιππο αξιωματικό.
Ο Μανωλκίδης είχε διαταγή να παραλάβει και να συνοδεύσει τους Τούρκους αξιωματικούς προς το ελληνικό στρατηγείο στο Τόψιν (σημ. Γέφυρα), στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για την παράδοση της πόλης. Διανυκτέρευσε μάλιστα το βράδυ στο ξενοδοχείο «Όλυμπος Παλάς», στην πλατεία Ελευθερίας, ενώ πολλοί Έλληνες κάτοικοι τη πόλης συνωστίζονταν στις τζαμαρίες του ξενοδοχείου για να δουν από κοντά τον ένστολο Έλληνα αξιωματικό.
Τμήματα του ελληνικού στρατού εισέρχονται
από τη σημερινή οδό 26ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη.
Από τα μεσάνυχτα ακόμη της 26ης Οκτωβρίου είχαν εισέλθει τα πρώτα τμήματα των μακεδονομάχων πολεμιστών με επικεφαλής τον Κων. Μαζαράκη. Μετά την υπογραφή
της συμφωνίας, μια ίλη του 1ου συντάγματος Ιππικού υπό τον ίλαρχο Βερύκιο έφτασε
ως την πλατεία Ελευθερίας. Τμήματα της έβδομης μεραρχίας κατέλαβε το Διοικητήριο
και άλλα δημόσια κτήρια, ενώ ο Θεσσαλονικιός Αλέξανδρος Ζάννας ύψωσε με τη βοήθεια ενός ναυτόπουλου την ελληνική σημαία στον ιστό του Λευκού Πύργου.
Το μεσημέρι της 27ης Οκτωβρίου μπήκαν επίσημα στην πόλη, υπό δυνατή βροχή,
τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού που έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από χιλιάδες Θεσσαλονικείς που πανηγύριζαν για την απελευθέρωσή τους.
Η είσοδος στη Θεσσαλονίκη του μεράρχου Κλ. Κλεομένους και
του επιτελάρχη Ι. Νεγρεπόντη το πρωί της 27ης Οκτωβρίου.
Μεταφέρουμε από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου
«Το Μεγάλο άλμα, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης», ένα απόσπασμα
από μια πολύτιμη μαρτυρία του παλιού πολεμιστή Χαρίλαου Χαρίση από τις
πρώτες ώρες του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα από αποκαλυπτικά, ανέκδοτα έως τώρα, έγγραφα
του Υπουργείου Εξωτερικών, άγνωστα κείμενα και συγκλονιστικές μαρτυρίες,
ο Σπύρος Κουζινόπουλος περιγράφει
στο βιβλίο αυτό το μεγάλο άλμα, τη μεγάλη στροφή που με επιμονή του
Ελευθερίου Βενιζέλου χρειάστηκε να γίνει τον Οκτώβριο του 1912, ώστε
ο ελληνικός στρατός να προλάβει την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου
να εισέλθει νικητής και τροποαιοφόρος στη μακεδονική πρωτεύουσα, φέροντας
την πολυπόθητη άνοιξη ύστερα από 482 χρόνια βαρυχειμωνιάς, όσο κράτησε
η τουρκική σκλαβιά για τη Θεσσαλονίκη.
«Προηγούντο περί τους είκοσι σαλπιγκτάς και έπετο ο αξιωματικός σημαιοφόρος
με αναπεπταμένην την σημαίαν και τους παραστάτας εφ’ όπλου λόγχην.
Ηκολούθει έφιππος ο συνταγματάρχης Κωνσταντινόπουλος και αυτόν ηκολούθουν
οι λόχοι. Όλοι με γυμνά τα ξίφη των με πρόσωπα ηλιοκαμένα και λάμποντα απο
ψυχικήν χαράν… Τριακόσιοι μαθηταί με τα μπλε πηλήκια και ένα πλήθος Ελλήνων περικυκλώσαμε και ανεμίζοντας τα πηλήκια στον αέρα, ζητωκραυγάζαμε έξαλλοι.
Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω ο Διάδοχος, Ζήτω ο γενναίος ελληνικός στρατός.
Ολοι φιλήσαμε την πολεμικήν σημαίαν με δάκρυα χαράς. Και επειδή δεν ήτο δυνατόν
να σφίξουμε το χέρι του έφιππου συνταγματάρχη, άλλοι θωπεύαμε τις μπότες του και
όλοι μαζί βαδίζοντες μεταξύ των τετράδων των ευζώνων και έχοντες εν κύκλω τον συνταγματάρχην, εζητωκραυγάζαμε συνεχώς…».
Η είσοδος των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων προκάλεσε μοναδικές εκρήξεις
χαράς και ρίγη έξαλλου ενθουσιασμού. Έχουμε πολλές περιγραφές από αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε η πόλη, από δημοσιογράφους, λογοτέχνες και στρατιωτικούς, ενώ εντυπωσίαζε το γεγονός πού είχαν βρεθεί σε λίγες μόνο ώρες
αμέτρητες ελληνικές σημαίες οι οποίες είχαν υψωθεί στα μπαλκόνια!.
Οι πανηγυρισμοί της απελευθέρωσης
Οι πανηγυρισμοί κορυφώθηκαν την επομένη, Κυριακή 28 Οκτωβρίου, όταν έφθασε στο σιδηροδρομικό σταθμό ο αρχιστράτηγος διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος. Του έγινε μεγαλειώδης υποδοχή και έφιππος με τη συνοδεία του κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο
όπου δέχτηκε τις αρχές της πόλης και τους ξένους προξένους στη Θεσσαλονίκη.
Τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου με ειδικό τρένο από τη Βέροια έφτασε στην πόλη ο βασιλιάς Γεώργιος, όπου τον υποδέχτηκαν οι αρχές και χιλιάδες κόσμου που είχε παραταχθεί κατά μήκος των πεζοδρομίων ως την βίλα Χατζηλαζάρου, στην περιοχή της Ανάληψης, όπου κατέλυσε η βασιλική οικογένεια. «Ολόκληρος η πόλις, έγραφαν οι εφημερίδες, είχε διακοσμηθεί πλουσίως και εορταστικώς, από πρωίας δε, παρά την πίπτουσαν βροχήν,
είχε προσλάβει όψιν πρωτοφανώς πανηγυρικήν». Η λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης, «χοροστατούντος του μητροπολίτου Γενναδίου και παρουσία
του ανωτάτου άρχοντος, της βασιλικής οικογενείας, των τοπικών και προξενικών αρχών
και πλήθους ενθουσιώδους λαού», έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισφράγισε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης με την είσοδό του
και τη μόνιμη παραμονή του στην πόλη ως την ανεξιχνίαστη ακόμη δολοφονία του το Μάρτιο του 1913.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ και ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος εισέρχονται με το επιτελείο τους στη Θεσσαλονίκη.
Στον ελληνικό στρατό, που συνέχισε την προέλαση στα ενδότερα, παραδόθηκαν
25.000 οπλίτες της 8ης τουρκικής στρατιάς και 1.000 αξιωματικοί. Επίσης περιήλθαν
στους Έλληνες ως λάφυρα πολέμου 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 7.000 τυφέκια,
1.200 ίπποι και άφθονα υλικά επιμελητείας. Από τις παραμονές κιόλας της
απελευθέρωσης της πόλης, πολλοί μουσουλμάνοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, αντιλαμβανόμενοι τις εθνικοπολιτικές εξελίξεις και αλλαγές στη Μακεδονία, έπαιρναν
το δρόμο της προσφυγιάς…
Εξαιρετική λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων με πλούσια
εικονογράφηση κάνει ο Γιάννης Μέγας στο βιβλίο του
«Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 1912-13.
Εικονογραφημένη εξιστόρηση», University Studio Press, 2011.
Οι περισσότερες φωτογραφίες του θέματος είναι από τη συλλογή του
Γ. Μέγα
https://www.thessmemory.gr/%C
Όλες οι αναφερόμενες χρονολογίες είναι με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο
που ήταν σε χρήση στην Ελλάδα την περίοδο 1912 - 1913.
Το Ιουλιανό υπολειπόταν του Γρηγοριανού κατά 13 ημέρες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται και οι δύο ημερομηνίες με πάντα πρώτη
αυτή του Ιουλιανού. Το ζήτημα των ημερομηνιών έχει προκαλέσει αρκετές συγχύσεις
ιδίως όταν μεταφέρονται ημερομηνίες από και προς εφημερίδες και περιοδικά του
ξένου τύπου. Ειδικότερα, στην περίπτωση του βιβλίου "Εντυπώσεις από τον Πόλεμο"
της Θάλειας Φλωρά-Καραβία η συγγραφεύς ξεκίνησε το ημερολόγιό της με βάση το Γρηγοριανό ημερολόγιο και από τις 12 Δεκεμβρίου (π.η.) άρχισε να χρησιμοποιεί
κι αυτή το παλαιό ημερολόγιο. Οι ενδείξεις που χρησιμοποιούνται, π.χ. (132),
αφορούν την πηγή της πληροφορίας και αναφέρονται στον αύξοντα αριθμό του
βιβλίου ή του άρθρου στη βιβλιογραφία.
Στα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών της εποχής εντοπίζονται αρκετές
ανακρίβειες που προέρχονται είτε από λανθάνουσα μνήμη δεδομένης της παρέλευσης
των ετών, είτε, δυστυχώς, από εσκεμμένη παραπληροφόρηση που έχει ως βάση
τη σύγκρουση φιλοβασιλικών και φιλοβενιζελικών.
Ως εκ τούτου, κατεβλήθη σοβαρή προσπάθεια διασταύρωσης πληροφοριών πριν
την αναφορά σ' αυτές. Το πρόβλημα είναι πιο σοβαρό στην περίπτωση των
Αναμνήσεων όπου η λανθάνουσα μνήμη, εφ' όσον δεν βασίζεται σε ημερολόγιο
ή σε σημειώσεις της εποχής των γεγονότων, δημιουργεί σύγχυση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα δύο βιβλία του Χαρίλαου Χαρίση
(192 και 193), όπου ο δεκαπεντάχρονος τότε μαθητής έχει μπερδέψει ακόμα και
τις ημερομηνίες εισόδου στη Θεσσαλονίκη του Βασιλιά και του Διαδόχου.
Προβλήματα ενσκήπτουν και με τις επίσημες πηγές των γεγονότων και ειδικότερα με
τις πολεμικές εκθέσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Οι τρεις εκδόσεις των ετών 1932, 1939 και 1987 έχουν διαφορές στη διατύπωση
των γεγονότων, στις παραλήψεις γεγονότων και κυρίως στην παρουσίαση των τηλεγραφημάτων στα παραρτήματα των δύο πρώτων εκδόσεων.
Τα αποσπάσματα από ελληνόγλωσσα βιβλία μεταφέρθηκαν αυτούσια με όλα τα
τυχόν ορθογραφικά ή άλλα λάθη, αλλά στο μονοτονικό.
Τα αποσπάσματα από ξενόγλωσσα βιβλία μεταφράστηκαν από τον συγγραφέα.
Η εικονογράφηση του βιβλίου προέρχεται από την προσωπική συλλογή του συγγραφέα.
Σε περιπτώσεις χρήσης άλλης πηγής αναφέρεται η προέλευσή της.
*Από την παρουσίαση της έκδοσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου