Η Δυτική Ελλάδα άργησε να ξεσηκωθεί. Υπήρχε όμως βορειότερα
το προπύργιο του Σουλίου και συνεχιζόταν ο αγώνας των στρατευμάτων
του Χουρσίτ με τον Αλή Πασά στα Γιάννενα.
το προπύργιο του Σουλίου και συνεχιζόταν ο αγώνας των στρατευμάτων
του Χουρσίτ με τον Αλή Πασά στα Γιάννενα.
Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε σημαία ολόλευκη με σταυρό πλαισιωμένο από δάφνη.
Σ' ένα γράμμα του προς
τους Παργίους (28 Ιουνίου 1821),
ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κίτσος Τζαβέλλας γράφουν:
«Ο όφις (=νικήθηκε) επατάχθη από τον Σταυρόν... δράμετε (=τρέξτε) υπό τας σημαίας ημών.
Η ιερά σημαία του Σταυρού κυματίζει απανταχού της Ηπειρωτικής ακτής...
Αι σημαίαι ημών φέρουσιν ένα Σταυρόν κι ένα στέφανο εκ δάφνης.
Ελευθερία! Θρησκεία! Πατρίς! Ιδού το έμβλημα ημών.»
Στην Αθήνα οι Τούρκοι βλέποντας την εξέγερση να γενικεύεται, εγκατέλειψαν
την πόλη και κλείστηκαν στο Κάστρο (την Ακρόπολη).
Ένοπλοι από τα περίχωρα εισπήδησαν το χαμηλό περιτείχισμα και σκόρπισαν στην πόλη πυροβολώντας και φωνάζοντας «Χριστός ανέστη - Ελευθερία».
Στις 28 Απριλίου υψώθηκε η επαναστατική σημαία στο διοικητήριο.
Ήταν λευκή με κόκκινο σταυρό που τη διαιρούσε στα τέσσερα.
Επάνω αριστερά έφερε τη γλαύκα της Αθηνάς και δεξιά δύο άγρυπνους οφθαλμούς.
Κάτω ήταν γραμμένες οι λέξεις «Ή ταν ή επί τας» και στη μέση έφερε τις
16 κόκκινες γραμμές, τον ιερό δεσμό της Φιλικής Εταιρείας.
Στη Μακεδονία η βαρβαρότητα των Τούρκων αλλά και η παρουσία ισχυρών
δυνάμεων στρατού παρεμπόδιζαν την επανάσταση.
Παρά ταύτα ο Εμμανουήλ Παπάς από τις Σέρρες, μυημένος στη Φιλική,
με οδηγίες του Αλεξάνδρου Υψηλάντη και της Εφορείας της Κωνσταντινουπόλεως
είχε φροντίσει να προμηθευτεί όπλα και πολεμοφόδια και με το πλοίο του
Χατζή Βισβίζη από την Αίνο της Θράκης και τη Λήμνο
έφθασε στις 23 Μαρτίου στον Άθω.
Οι κάτοικοι της Χαλκιδικής ξεσηκώθηκαν και η σημαία του Σταυρού
με το Φοίνικα στήθηκε στην Κασσάνδρα και τα Μαδεμοχώρια.
Αργότερα, κατά την επανάσταση της Νάουσας το 1822, υψώθηκε σημαία Ελληνική
με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα»
από τη μία πλευρά και το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» από την άλλη.
Όσον αφορά την Κύπρο, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο διασώζεται σημαία
Κυπρίων αγωνιστών που έλαβαν μέρος στον Αγώνα.
Είναι λευκή με γαλάζιο σταυρό και φέρει την επιγραφή
«Σημαία Ελληνική Πατρίς Κύπρου». Παρόμοια σημαία είναι και των
εθελοντών από την Μακεδονία,
με την επιγραφή «Σημαία Ελληνική - Νικόλα Τσάμης» και άλλη με
την Αθηνά πρόμαχο εντός κλάδων ελαίας στο κέντρο του σταυρού.
Στην Κρήτη η πρώτη επαναστατική σημαία υψώθηκε στις 14 Ιουν. 1821,
από τον Γεώργ. Δασκαλάκη στην Ανώπολη των Σφακίων.
Σ' ένα γράμμα του προς
τους Παργίους (28 Ιουνίου 1821),
ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κίτσος Τζαβέλλας γράφουν:
«Ο όφις (=νικήθηκε) επατάχθη από τον Σταυρόν... δράμετε (=τρέξτε) υπό τας σημαίας ημών.
Η ιερά σημαία του Σταυρού κυματίζει απανταχού της Ηπειρωτικής ακτής...
Αι σημαίαι ημών φέρουσιν ένα Σταυρόν κι ένα στέφανο εκ δάφνης.
Ελευθερία! Θρησκεία! Πατρίς! Ιδού το έμβλημα ημών.»
Στην Αθήνα οι Τούρκοι βλέποντας την εξέγερση να γενικεύεται, εγκατέλειψαν
την πόλη και κλείστηκαν στο Κάστρο (την Ακρόπολη).
Ένοπλοι από τα περίχωρα εισπήδησαν το χαμηλό περιτείχισμα και σκόρπισαν στην πόλη πυροβολώντας και φωνάζοντας «Χριστός ανέστη - Ελευθερία».
Στις 28 Απριλίου υψώθηκε η επαναστατική σημαία στο διοικητήριο.
Ήταν λευκή με κόκκινο σταυρό που τη διαιρούσε στα τέσσερα.
Επάνω αριστερά έφερε τη γλαύκα της Αθηνάς και δεξιά δύο άγρυπνους οφθαλμούς.
Κάτω ήταν γραμμένες οι λέξεις «Ή ταν ή επί τας» και στη μέση έφερε τις
16 κόκκινες γραμμές, τον ιερό δεσμό της Φιλικής Εταιρείας.
Στη Μακεδονία η βαρβαρότητα των Τούρκων αλλά και η παρουσία ισχυρών
δυνάμεων στρατού παρεμπόδιζαν την επανάσταση.
Παρά ταύτα ο Εμμανουήλ Παπάς από τις Σέρρες, μυημένος στη Φιλική,
με οδηγίες του Αλεξάνδρου Υψηλάντη και της Εφορείας της Κωνσταντινουπόλεως
είχε φροντίσει να προμηθευτεί όπλα και πολεμοφόδια και με το πλοίο του
Χατζή Βισβίζη από την Αίνο της Θράκης και τη Λήμνο
έφθασε στις 23 Μαρτίου στον Άθω.
Οι κάτοικοι της Χαλκιδικής ξεσηκώθηκαν και η σημαία του Σταυρού
με το Φοίνικα στήθηκε στην Κασσάνδρα και τα Μαδεμοχώρια.
Αργότερα, κατά την επανάσταση της Νάουσας το 1822, υψώθηκε σημαία Ελληνική
με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα»
από τη μία πλευρά και το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» από την άλλη.
Όσον αφορά την Κύπρο, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο διασώζεται σημαία
Κυπρίων αγωνιστών που έλαβαν μέρος στον Αγώνα.
Είναι λευκή με γαλάζιο σταυρό και φέρει την επιγραφή
«Σημαία Ελληνική Πατρίς Κύπρου». Παρόμοια σημαία είναι και των
εθελοντών από την Μακεδονία,
με την επιγραφή «Σημαία Ελληνική - Νικόλα Τσάμης» και άλλη με
την Αθηνά πρόμαχο εντός κλάδων ελαίας στο κέντρο του σταυρού.
Στην Κρήτη η πρώτη επαναστατική σημαία υψώθηκε στις 14 Ιουν. 1821,
από τον Γεώργ. Δασκαλάκη στην Ανώπολη των Σφακίων.
ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΗ-ΝΗΚΟΛΑ ΤΣΑΜΗΣ.
Διαστ.: 1,10Χ 1,40 μ.
Διαστ.: 1,10Χ 1,40 μ.
ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ-ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ. Διαστ.:1,10Χ1,40μ.
Οι επαναστατικές σημαίες φέρονταν πάνω σε ξύλινο κοντάρι και είχαν σχήμα όπως οι σημερινές. Τα σύμβολα και τα γράμματα, τα αποτύπωναν ειδικοί ιστοτοποιοί, οι πασματζήδες, ή ζωγραφίζονταν πρόχειρα από κάποιον που είχε την ικανότητα, ή κατασκευάζονταν χωριστά και επιρράβονταν στη σημαία. Το κοντάρι στο επάνω άκρο του είχε σφαίρωμα με σταυρό ή μόνο σταυρό σιδερένιο και κάτω σιδερένια αιχμή για να μπήγεται στο έδαφος η σημαία. Ο σιδερένιος σταυρός κατασκευάζονταν έτσι ώστε η επάνω απόληξή του να είναι μεγαλύτερη από τις πλάγιες κεραίες και καθώς λέπταινε και γινόταν πιο μυτερή , σχημάτιζε είδος λόγχης, γιατί η σημαία χρησίμευε και για όπλο στη μάχη σώμα με σώμα. Άλλα κοντάρια έφεραν μόνο μία σιδερένια λεπίδα λεπτή και μακρά, πραγματική αιχμή δόρατος και πάνω σ' αυτήν σχηματιζόταν διάτρητος ο Σταυρός.
Κάθε οπλαρχηγός έκανε αγιασμό για την καινούργια του σημαία και έστηνε συνήθως έναν ξύλινο σταυρό μεγάλων διαστάσεων, που προσκυνούσαν και ασπάζονταν οι οπλοφόροι, ορκιζόμενοι υπέρ πίστεως και πατρίδος στη σημαία. Τα λάβαρα των εκκλησιών και οι εικόνες των αγίων που τα κρατούσαν ιερείς ή χωρικοί, βοηθούσαν στη στρατολογία. Οι Έλληνες ονόμαζαν τις πολεμικές τους σημαίες μπαϊράκια, αλλά οι Τούρκοι τις αποκαλούσαν καταφρονητικά παλιόπανα ή πατσαβούρες. Οι μπαϊρακτάρηδες ή φλαμπουριάρηδες οι σημαιοφόροι- διαλέγονταν ανάμεσα στους πιο γενναίους αλλά και τους πιο μεγαλόσωμους και δυνατούς, γιατί η θέση ήταν τιμητική αλλά και δύσκολη. Ενδεικτικά ο Φωτάκος αναφέρει για το σημαιοφόρο του Παπαφλέσσα: «Καθώς έβλεπαν οι Έλληνες τις σημαίες και τους στρατιώτες εσήμαινον (-χτυπούσαν) των εκκλησιών τα σήμαντρα (=καμπάνες) και οι μεν ιερείς έβγαιναν ενδεδυμένοι τα ιερά άμφια και με το ευαγγέλιον ανά χείρας, οι δε χριστιανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, επαρακαλούσαν τον Θεόν να τους ενδυναμώνει. Ο Αρχιμανδρίτης μάλιστα φορούσε μιαν περικεφαλαίαν και δια τούτο τον εκοίταζαν με πολλήν περιέργειαν οι άνθρωποι και τον εδέχοντο με μεγάλην υποδοχήν. Είχε δε σημαιοφόρον έναν καλόγερον Θεόρατον, Παπατούρταν ονομαζόμενον, ο οποίος εκράτει ένα μεγάλο σταυρό υψηλά εις τα χέρια και επήγαινε πάντοτε μπροστά εις το στράτευμα. Ο κόσμος εγένετο τοίχος, και έκαμε το σταυρό του καθώς επέρνα ο καλόγερος με τον σταυρόν». Οι επαναστατικές σημαίες των ναυτικών νήσων ήταν διαφορετικές από εκείνες της ξηράς αλλά και μεταξύ τους διέφεραν. Όλες όμως ανεξαιρέτως έφεραν τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας.
Σημαία του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, με οκτώ οριζόντιες γραμμές και κυανό σταυρό.
Διαστ.: 1,10Χ1,50μ.
Διαστ.: 1,10Χ1,50μ.
Σηματολόγιο του Ναυάρχου των Ψαρών
Νικολή Αποστόλη, 1824. Διαστ.: 32Χ2 Ι,5 εκ.
Νικολή Αποστόλη, 1824. Διαστ.: 32Χ2 Ι,5 εκ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου