Η φωτογραφία στη φοιτητική του ταυτότητα
το 1939 [πηγή: περ. Η λέξη, τχ. 9 (Νοέμ. 1981) 724].
Ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, κριτικός και ζωγράφος
ο Τάκης Σινόπουλος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς
εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης.[1]
Το έργο του είναι βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες
της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ η παρουσία του
στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων συνδέεται άμεσα με τις ευρύτερες
αναζητήσεις και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής εκείνης γενιάς
που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής
και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε το 1917 στην Αγουλινίτσα,
ένα χωριό της Ηλείας, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσε στον
γειτονικό Πύργο, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1920.
Τέλη του 1934 εγκαταλείπει το επαρχιακό περιβάλλον του Πύργου και
πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η Κατοχή καθυστερούν τις σπουδές του,
τις οποίες καταφέρνει να ολοκληρώσει το 1944.
Έχει ήδη υπηρετήσει ως βοηθός γιατρού τον Γενάρη του 1941,
ενώ λίγο αργότερα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ως αντιστασιακός από
τον ιταλικό στρατό στον Πύργο.
Μετά την αποφοίτησή του υπηρετεί και πάλι στον στρατό ως λοχίας
υγειονομικού και από τη θέση του έφεδρου ανθυπίατρου, στην οποία
θα προαχθεί, θα συμμετάσχει στον Εμφύλιο στις γραμμές του Εθνικού
Στρατού βιώνοντας από κοντά τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου.
Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την αποστράτευσή του εγκαθίσταται
μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως γιατρός.
Το 1972 παντρεύεται τη Μαρία Ντότα, πτυχιούχο αγγλικής φιλολογίας.
Πεθαίνει στον Πύργο, ανήμερα του Πάσχα, στις 26 Απριλίου
του 1981[...] greek-language.gr/digitalResources/liter
«Είμαι εδώ για να μιλώ να γίνομαι ορατός»ο Τάκης Σινόπουλος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς
εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης.[1]
Το έργο του είναι βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες
της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ η παρουσία του
στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων συνδέεται άμεσα με τις ευρύτερες
αναζητήσεις και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής εκείνης γενιάς
που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής
και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε το 1917 στην Αγουλινίτσα,
ένα χωριό της Ηλείας, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσε στον
γειτονικό Πύργο, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1920.
Τέλη του 1934 εγκαταλείπει το επαρχιακό περιβάλλον του Πύργου και
πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η Κατοχή καθυστερούν τις σπουδές του,
τις οποίες καταφέρνει να ολοκληρώσει το 1944.
Έχει ήδη υπηρετήσει ως βοηθός γιατρού τον Γενάρη του 1941,
ενώ λίγο αργότερα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ως αντιστασιακός από
τον ιταλικό στρατό στον Πύργο.
Μετά την αποφοίτησή του υπηρετεί και πάλι στον στρατό ως λοχίας
υγειονομικού και από τη θέση του έφεδρου ανθυπίατρου, στην οποία
θα προαχθεί, θα συμμετάσχει στον Εμφύλιο στις γραμμές του Εθνικού
Στρατού βιώνοντας από κοντά τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου.
Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την αποστράτευσή του εγκαθίσταται
μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως γιατρός.
Το 1972 παντρεύεται τη Μαρία Ντότα, πτυχιούχο αγγλικής φιλολογίας.
Πεθαίνει στον Πύργο, ανήμερα του Πάσχα, στις 26 Απριλίου
του 1981[...] greek-language.gr/digitalResources/liter
...στις 29 Μαρτίου του 1917, γεννήθηκε ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος
στην Αγουλινίτσα, το σημερινό Επιτάλιο, κωμόπολη του Ν. Ηλείας.
*Επιμέλεια / αρχείο: Γιώργος Ζεβελάκης
Την άλλη μέρα (χτες) το πρωί χτυπήθηκε άσχημα ένας λοχαγός από νάρκη.
Πήγα τρέχοντας στο ναρκοπέδιο (κινδύνεψα να σκοτωθώ κι εγώ),
τον έδεσα πρόχειρα.
Ησύχασε μωρέ Θωμά. Τι κάνεις έτσι , βρε να μη σε πω, του λέω.
Είχα ένα βρώμικο μαντήλι και του σφούγγισα το πρόσωπο γεμάτο ιδρώτα,
όπως τον σήκωναν με το φορείο.
Την άλλη μέρα (χτες) το πρωί χτυπήθηκε άσχημα ένας λοχαγός από νάρκη.
Πήγα τρέχοντας στο ναρκοπέδιο (κινδύνεψα να σκοτωθώ κι εγώ),
τον έδεσα πρόχειρα.
Ησύχασε μωρέ Θωμά. Τι κάνεις έτσι , βρε να μη σε πω, του λέω.
Είχα ένα βρώμικο μαντήλι και του σφούγγισα το πρόσωπο γεμάτο ιδρώτα,
όπως τον σήκωναν με το φορείο.
«Σε αυτό το μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη,
τον Ιάκωβο, τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα»
Σπούδασα Ιατρική και με κούρασε.
Για αρκετό καιρό μου έδωσε μια αίσθηση του πραγματικού ολότελα
διαφορετική από ό,τι μέχρι τότες ένιωθα.
Αργότερα κατάλαβα πως ήταν ψεύτικη. Κι αγάπησα την ποίηση.
Ποιητές ‘δύσκολοι’ με βασάνισαν κατά καιρούς, ο καθένας με τη δύναμή του.
Για αρκετό καιρό μου έδωσε μια αίσθηση του πραγματικού ολότελα
διαφορετική από ό,τι μέχρι τότες ένιωθα.
Αργότερα κατάλαβα πως ήταν ψεύτικη. Κι αγάπησα την ποίηση.
Ποιητές ‘δύσκολοι’ με βασάνισαν κατά καιρούς, ο καθένας με τη δύναμή του.
Περιπλανήθηκα πολύ.
Τώρα προσπαθώ να συναρμολογήσω τον εαυτό μου.
Οι Θεοί μ’ εγκατέλειψαν. Αισθάνομαι γυμνός, ολότελα γυμνός.
Μα δεν επιθυμώ καμιά βοήθεια.
Τώρα προσπαθώ να συναρμολογήσω τον εαυτό μου.
Οι Θεοί μ’ εγκατέλειψαν. Αισθάνομαι γυμνός, ολότελα γυμνός.
Μα δεν επιθυμώ καμιά βοήθεια.
‘Ο,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένιωθα το σώμα μου ξένο από μένα.
Η θεληματική μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία.
Πρόσωπα μισο-πραγματικά, μισο-φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή πολύ φως,
πέρασαν μέσα μου ξαφνικά, καθώς σιργιάνιζα στο πάρκο, καθώς μελετούσα ή
καθώς κοίταζα αφηρημένα το βλακώδες μούτρο κάποιου νοσοκόμου μ’ άσπρη
μπλούζα σε μια γωνιά.
Πύργος, 1951
‘Αλλα ξεπήδησαν από μια οδυνηρή φράση τυχαία ειπωμένη, από
ένα τυχαίο ήχο που δεν ήθελε να βυθιστεί, από ένα κοίταγμα πολύ προσωπικό.
Τότε μέσα μου ένας Δαίμονας αγωνιζόταν και με πίεζε με δύναμη κοφτερή. ‘
Επρεπε να υποταχθώ.
‘Ο,τι δημιουργήθηκε χρωστιέται στη συνεργασία του δαίμονα.
Αποδίδω στον Καίσαρα ό,τι του ανήκει. Δεν ξεύρω αν αυτό είναι ποίηση.
Δεν ξεύρω ακόμα τι είναι ποίηση. Οι ορισμοί και οι άνθρωποι που ορίζουν
μου είναι ξένοι.
Η θεληματική μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία.
Πρόσωπα μισο-πραγματικά, μισο-φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή πολύ φως,
πέρασαν μέσα μου ξαφνικά, καθώς σιργιάνιζα στο πάρκο, καθώς μελετούσα ή
καθώς κοίταζα αφηρημένα το βλακώδες μούτρο κάποιου νοσοκόμου μ’ άσπρη
μπλούζα σε μια γωνιά.
Πύργος, 1951
‘Αλλα ξεπήδησαν από μια οδυνηρή φράση τυχαία ειπωμένη, από
ένα τυχαίο ήχο που δεν ήθελε να βυθιστεί, από ένα κοίταγμα πολύ προσωπικό.
Τότε μέσα μου ένας Δαίμονας αγωνιζόταν και με πίεζε με δύναμη κοφτερή. ‘
Επρεπε να υποταχθώ.
‘Ο,τι δημιουργήθηκε χρωστιέται στη συνεργασία του δαίμονα.
Αποδίδω στον Καίσαρα ό,τι του ανήκει. Δεν ξεύρω αν αυτό είναι ποίηση.
Δεν ξεύρω ακόμα τι είναι ποίηση. Οι ορισμοί και οι άνθρωποι που ορίζουν
μου είναι ξένοι.
‘Εργο του Τάκη Σινόπουλου, 1960
(φωτο: Μάκης Σκιαδαρέσσης)
(φωτο: Μάκης Σκιαδαρέσσης)
Καιρό προσπάθησα να οικειωθώ με τις διαδοχικές καταστάσεις που θα
μπορούσα να τις ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι το θάνατο
σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. ‘Ερχεται πριν τον καταλάβουμε και
τελειώνει -τελειώνει;- πολύ αργότερα από ό,τι υποθέτουμε.
Σε αυτό το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο,
τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα.
Ζώντας τη ζωή μου μοιράστηκα στα δυό.
Ποιο κομμάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία;
Το πραγματικό ή το φανταστικό είναι αληθινό;
Η σκέψη μου θεωρεί ‘λογικά’, κι αυτό που λέμε φαντασία ή ασυνείδητο
ή δαίμονα δεν υπακούει σε νόμους. Αγωνίζομαι για μια σύζευξη χωρίς
να πετυχαίνω. ‘Οποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο.
μπορούσα να τις ονομάσω: Κλίμακα Θανάτου. Γιατί αρνούμαι το θάνατο
σα σύνορο ή σα γεγονός οριστικό. ‘Ερχεται πριν τον καταλάβουμε και
τελειώνει -τελειώνει;- πολύ αργότερα από ό,τι υποθέτουμε.
Σε αυτό το Μεταίχμιο συνάντησα τον Ελπήνορα, την Ελένη, τον Ιάκωβο,
τον Μπίλια, τον Φίλιππο, την Ιωάννα.
Ζώντας τη ζωή μου μοιράστηκα στα δυό.
Ποιο κομμάτι ανήκει στη φθορά και ποιο στην αφθαρσία;
Το πραγματικό ή το φανταστικό είναι αληθινό;
Η σκέψη μου θεωρεί ‘λογικά’, κι αυτό που λέμε φαντασία ή ασυνείδητο
ή δαίμονα δεν υπακούει σε νόμους. Αγωνίζομαι για μια σύζευξη χωρίς
να πετυχαίνω. ‘Οποιος νιώθει ανάλογα ας αποδώσει το δίκαιο.
Εργο του Τάκη Σινόπουλου, 1961
Έχω μια φτωχή εμπειρία. Κοιτάζω το πέλαγο, τα κύματα έρχονται
ακατάπαυστα σπάζοντας μιαν ασάλευτη μορφή που δε χαμογελά.
Κλείνω μέσα μου χαμούς, θανάτους αθεράπευτους, αθεράπευτα κέρδη.
Μέσα μου υπάρχουν αμέτρητοι μύκητες που προκαλούν
αλλεπάλληλες ζυμώσεις. Κάθε εργασία μου αλλάζει γεύση συνεχώς.
Ως πότε;
Κυνηγώ μια ‘τελειωμένη μορφή’. Κι αυτή που σήμερα προσφέρεται δεν είναι,
έστω κι αν ικανοποιήσει κάποιους πολύ επιεικείς αναγνώστες”.
*(Eξομολογητικό, εισαγωγικό σημείωμα του Τάκη Σινόπουλου
στο ποίημα “Ιωάννα Ι, ΙΙ, ΙΙ” (περ. Κοχλίας 14 [Φεβρουάριος 1947])
που μπορεί να θεωρηθεί και εισαγωγή στην ποιητική του)
Έχω μια φτωχή εμπειρία. Κοιτάζω το πέλαγο, τα κύματα έρχονται
ακατάπαυστα σπάζοντας μιαν ασάλευτη μορφή που δε χαμογελά.
Κλείνω μέσα μου χαμούς, θανάτους αθεράπευτους, αθεράπευτα κέρδη.
Μέσα μου υπάρχουν αμέτρητοι μύκητες που προκαλούν
αλλεπάλληλες ζυμώσεις. Κάθε εργασία μου αλλάζει γεύση συνεχώς.
Ως πότε;
Κυνηγώ μια ‘τελειωμένη μορφή’. Κι αυτή που σήμερα προσφέρεται δεν είναι,
έστω κι αν ικανοποιήσει κάποιους πολύ επιεικείς αναγνώστες”.
*(Eξομολογητικό, εισαγωγικό σημείωμα του Τάκη Σινόπουλου
στο ποίημα “Ιωάννα Ι, ΙΙ, ΙΙ” (περ. Κοχλίας 14 [Φεβρουάριος 1947])
που μπορεί να θεωρηθεί και εισαγωγή στην ποιητική του)
Αφθονη μέρα
Από το «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β΄» (1957)
2.30 π.μ.
Α, προπαντός δροσιά! Και στόχαση μέχρι θανάτου.
Ο θάνατος και το νερό γεννήθηκαν την ίδια μέρα.
Κι εγώ είμαι εδώ για να μιλώ να γίνομαι ορατός.
Τα σώματα που με βασάνισαν λάμπουν εξόριστα έξω.
Μα το δικό μου τόκλεισα στων γεγονότων τη σειρά
και το λησμόνησα. Το βρέχουν όμως τα όνειρα. Και πρέπει
με κάθε τρόπο να κωπηλατήσω. Να υπολογιστεί
το ανέβασμα και το κατέβασμα από τ’ άλλο μέρος
του σκοταδιού – σωσίβια και στόχαση περί θανάτου.
Α, προπαντός δροσιά και στόχαση περί θανάτου.
Κι ύστερα ας κρατηθούν ψηλά τα λόγια που επιπλεύσανε.
2.30 π.μ.
Α, προπαντός δροσιά! Και στόχαση μέχρι θανάτου.
Ο θάνατος και το νερό γεννήθηκαν την ίδια μέρα.
Κι εγώ είμαι εδώ για να μιλώ να γίνομαι ορατός.
Τα σώματα που με βασάνισαν λάμπουν εξόριστα έξω.
Μα το δικό μου τόκλεισα στων γεγονότων τη σειρά
και το λησμόνησα. Το βρέχουν όμως τα όνειρα. Και πρέπει
με κάθε τρόπο να κωπηλατήσω. Να υπολογιστεί
το ανέβασμα και το κατέβασμα από τ’ άλλο μέρος
του σκοταδιού – σωσίβια και στόχαση περί θανάτου.
Α, προπαντός δροσιά και στόχαση περί θανάτου.
Κι ύστερα ας κρατηθούν ψηλά τα λόγια που επιπλεύσανε.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ : dimartblog.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου