Ως αντιπαροχή εννοούμε την παροχή ενός οικοπέδου σε εργολάβο ή κατασκευαστή,
με αντάλλαγμα την απόκτηση μιας ή περισσότερων ιδιοκτησιών στο οικοδόμημα που
θα ανεγερθεί.
Έτσι λοιπόν και οι ιδιοκτήτες οικιών στον Βύρωνα έδωσαν τα προσφυγικά σπιτάκια τους
στους εργολάβους, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή. Αυτοί τα γκρέμισαν και μαζί με αυτά γκρεμίστηκαν κι όλα τα παιδικά βιώματά μας, που τώρα όλοι, μα όλοι, αναπολούμε.
«Η ζωή μου στο δημοτικό μέχρι τα 10 μου όπως την ανακαλώ τώρα μοιάζει μαγική, γεμάτη και ξέγνοιαστη. Πλημμυρίζει η θύμησή μου από καλοκαίρια, τζιτζίκια, σύκα,
παιχνίδια, γέλια, μούρα, θάλασσα, κυνηγητό, κρυφτό πεντόβολα.
Και οι μυρουδιές: Ο τούρκικος καφές, (δεν είχε γίνει ελληνικός ακόμα) η πίπα του
μπαμπά και ο καπνός Half &Half που αγόραζε από το PX και δεν χόρταινα να μυρίζω,
η μυρωδιά του zippo, η πάστρα στα βρεγμένα ρούχα, το κοτέτσι, ο χαλβάς που έφτιαχνε
η γιαγιά η Κοκώ.
Ακούω σαν να είναι τώρα τον καρεκλά να περνάει και να φωνάζει
«Έλα καρεκλά! Καρεκλά!» και τη γιαγιά να βγαίνει στο δρόμο να τον φωνάξει να
διορθώσει τις ψάθες από τις καρέκλες, η να τις ξαναπλέξει με χρωματιστό νάιλον.
Καθόμουν και τον χάζευα να δουλεύει, μέσα στον ήλιο, μαύρος γκάγκανος με το
δέρμα του να γυαλίζει σαν αργασμένο πετσί και με τα χέρια του να πετάνε.
Και η γιαγιά, να του φέρνει γλυκό νεραντζάκι που έφτιαχνε με τα χέρια της.
Ο πιο εξωπραγματικός από όλους τους πλανόδιους ήταν μακράν, ο παπλωματής.
Όταν ερχόταν ο Μάης, η γιαγιά μάζευε όλα τα στρώματα και τα παπλώματα, και τα
στοίβαζε επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι της αυλής.
Ο παπλωματής ήταν ένας ασπρομάλλης γέρος, με ένα δόντι, πού έφερνε μαζί του
κάτι εκπληκτικά εργαλεία, σαν τόξα που έμοιαζαν εντελώς εξωτικά, σχεδόν
φουτουριστικά, αν και τότε δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό. Ήταν σε διάφορα μεγέθη,
και αντί για χορδές είχαν λεπτά σχοινιά πλεγμένα μεταξύ τους.
Τα στρώματά μας ήταν βαμβακερά, καθώς και τα παπλώματα, και με την υγρασία και
τη χρήση, το βαμβάκι σβόλιαζε.
Ο παπλωματής, τα ξήλωνε, έβγαζε το βαμβάκι έξω και άρχιζε να ανεβοκατεβάζει από
πολύ ψηλά τα τόξα, που όταν έπεφταν με δύναμη πάνω στο βαμβάκι το έπαιρναν με
τα σχοινιά μέχρι ψηλά και λίγο λίγο όλο το βαμβάκι στροβιλιζόταν γύρω του σαν
πυκνό σύννεφο.
Ο παπλωματάς, ο κυρ- Μένιος, στο μέσον του σύννεφου, ανεβοκατέβαζε σαν πιστόνια
τα τόξα που έξαιναν το βαμβάκι κι εκείνος μετατρεπόταν σε μυθική ηρωική φιγούρα
που πάλευε με έναν αόρατο εχθρό. Ήταν ένα φανταστικό υπερθέαμα!
Μετά, ξαναγέμιζε το στρώμα η το πάπλωμα, και τα έραβε με σακοράφα.
Ήταν μια δουλειά που έπαιρνε ώρες ατελείωτες.
Ερχόταν επίσης σπίτι μας και μια μοδίστρα, καθόταν μια ολόκληρη μέρα, έπαιρνε μέτρα
και παραγγελίες και έραβε όλη την οικογένεια. Ερχόταν για πρόβες ξανά και ξανά,
ήταν για μένα τρομερά ενδιαφέρουσες μέρες.
Και ποτέ δεν έλλειπε η μουσική. Ποτέ. Ακούγαμε από το μεγάλο ραδιόφωνο Φίλιπς,
με το πράσινο μάτι που περίμενες να γεμίσει με λαμπερό πράσινο χρώμα μέχρι να
ζεσταθούν οι λυχνίες του και να αρχίσει να παίζει Η Γιοβάνα, η Άντζελα Ζήλεια,
ο Βογιατζής και η Τζένη Βάνου, ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, ο Μπαχ και ο Μότσαρτ
κι ο Σοπέν κι ο Τσαϊκόφσκι μεταφέρονταν με τα ερτζιανά κύματα και άπλωναν ντύνοντας
τη ζωή μου με μαγικές νοσταλγικές μελωδίες.
Και μέχρι το 1967 προτού απαγορευτεί ο Θεοδωράκης ακούγαμε τον μπαμπά στις
μαζώξεις σπίτι μας να κάθεται στο πιάνο και να μας παίζει ραγκ τάιμ και Χατζηδάκι
και Θεοδωράκη, ρεμπέτικα και ελαφρές επιτυχίες.
Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες, όπου μέλωνε η γιαγιά, και όλο το σχετικό ρεπερτόριο. Και ήρθε και το πικάπ, και τα 45αρια δισκάκια, και η γιάνγκα το τουίστ
και το τσάρλεστον, και ο Σαββόπουλος και το φορτηγό του.
Οι μελαγχολικές βελούδινες μελωδίες της κιθάρας, το βιολί του μπαμπά.
Ήταν και τα ταξίδια.
Ο Μπαμπάς μας φόρτωνε στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε σε όλη την Ελλάδα, από
Ξενία σε Ξενία, κυρίως στα βουνά, γιατί ο μπαμπάς θεωρούσε τον εαυτό του Αραχοβίτη
και ας είχε γεννηθεί στην Αθήνα, και μας ανεβοκατέβασε άπειρες φορές στον
Παρνασσό, όπου έπαιρνε ψωμί από την θειά Κατίνα, κάτι τεράστια κατάμαυρα καρβέλια ασήκωτα και αγκαλιάζοντας τα με λατρεία τα έφερνε στην Αθήνα όπου έτρωγε με
τους μήνες.
Δεν υπάρχει βουνό στην Ελλάδα που να μην έχουμε πάει. Ούτε ένα.
Είχε αγοράσει το 68 ένα τεράστιο Wolseley αμάξι μεταχειρισμένο, μετά τον θάνατο
της Πεζώ μας, που ονόμασε Λούη επειδή σαν τον Σπύρο Λούη κι αυτό, πήγαινε
ακάθεκτο παντού. Όταν το αγόρασε ήταν γκρίζο, αλλά επειδή όλοι το πέρναγαν
για ταξί, αναγκάστηκε να το βάψει άσπρο.
Το 1970,
αποφασίσαμε να δώσουμε το σπίτι μας αντιπαροχή, και μέχρι να χτιστεί η πολυκατοικία, μείναμε στο νοίκι. Εγώ έκλαψα για μέρες. Όσο και να μου έλεγαν πως το μισό σπίτι
είναι χωμάτινο παλιό και γεμάτο υγρασία, εγώ δεν παρηγοριόμουν.
Δεν με ένοιαζε.
Επειδή γκρεμίζονταν οι τοίχοι και οι σοβάδες, ο μπαμπάς είχε βάλει παντού τρυπητό χαρντμπορντ και για στολίδι ένα κυματιστό ξύλινο πηχάκι που είχε σγουρύνει με κάσια
και έμοιαζε πολύ όμορφο, έκρυβε και τα γκρέμια.
Όμως εγώ είχα χρόνια βρογχίτιδα από την υγρασία και οι γιατροί είχαν συστήσει να
φύγουμε από εκεί για να γίνω καλά.
Πήγαμε λοιπόν σε ένα διαμέρισμα με νοίκι, αλλά, καθώς ερχόμουν σχολείο με το
ποδήλατό μου, πέρναγα από το σπίτι μας και στεκόμουν μπροστά και θρηνούσα.
Και είδα και τις μπουλντόζες που το γκρέμισαν και που ξερίζωσαν την συκιά και
το Πεύκο και όλο τον κήπο και ράγισε εντελώς η καρδιά μου.
Ένοιωσα σαν κάποιος να μου ξερίζωσε τα σπλάχνα.
Τα δύο χρόνια μέχρι να πάμε στο καινούργιο διαμέρισμά μας, ήταν κάπως περίεργα.
Είχα αρχίσει να μεγαλώνω και πιο πολύ μελαγχολία ένοιωθα παρά χαρά.
Καθόμουν μόνη μου στο σαλόνι μας, και έβαζα στο νέο στερεοφωνικό πικάπ μας
Χατζηδάκι και Σαββόπουλο, τον Μπάλο, και Μαρίζα Κοχ και βυθιζόμουν σε έναν απερίγραπτο νόστο, μια νοσταλγία αφόρητη, ολοκληρωτική, και ανατρίχιαζα και
έκλαιγα ασταμάτητα. Αν με ρώταγες τι έχω δεν θα ήξερα να πω.
Απλά, ένοιωθα μια βαθειά θλίψη ανάμεικτη με νοσταλγία. Μόνη, με κλειστά
παντζούρια αφανιζόμουν από πόνο χωρίς αντικείμενο, χωρίς λόγια βουτώντας σε
πελάγη συγκίνησης και ένοιωθα απαρηγόρητη. Ίσως θρηνούσα την ζωή που τελείωσε
κι άρχιζε μία άλλη. Ίσως μαζί με το σπίτι να γκρεμίστηκε κάτι εντός μου.
Ίσως βίωνα για πρώτη μου φορά μια αφόρητη μοναξιά. Υπαρξιακή.
Δεν ξέρω πώς γίνεται ένα πιτσιρίκι 11 χρόνων να συγκλονίζεται από υπαρξιακά άγχη.
Δεν ξέρω από ποια πόρτα μπήκα εκεί μέσα.
Αλλά η ηλικία αυτή, σηματοδότησε για μένα την αρχή του βιωμένου πόνου.
Σε όλο το είναι μου.
Στα 11 μου άρχισα να πονάω μέσα μου και μαλάκωσε μόνο τα τελευταία χρόνια,
δηλαδή σαράντα χρόνια μετά.
Αλλά εκεί άρχισε. Αναδύθηκαν εντός μου σκότη. Η ξεγνοιασιά, χάθηκε. Άλλαξα.
Και δεν είχα κανέναν να μιλήσω. Κανένας δεν με ΕΙΔΕ.
Είχαν ένα πιτσιρίκι που καθόταν μόνο του ακούγοντας μουσική και πλάνταζε, και δεν
με ρώτησε ποτέ κανένας τι έχω. Η ζωή μου έμοιαζε φυσιολογική κατά τα άλλα.
Πήγαινα με το ποδήλατο σχολείο, και την άνοιξη επιστρέφοντας, σταμάταγα σε κήπους
και αυλές και έκοβα με αγάπη τριαντάφυλλα που ήταν τα αγαπημένα της μαμάς και της
τα άφηνα στο κομοδίνο της, πάντα με μια καρτούλα. Όλες οι καρτούλες ανεξαιρέτως,
ζήταγαν συγνώμη για όλα και υπόσχονταν πως θα γίνω από δω και μπρος καλό παιδί.
Και προσπαθούσα, έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου, αλλά δεν μπορούσα γιατί
ότι κι αν έκανα, δεν κατάφερνα να γίνω αυτό το πολυπόθητο καλό παιδί.
Και τα Σάββατα, μετά το σχολείο, πήγαινα στον Αντζελο, ένα σινεμά που άνοιγε το
καλοκαίρι η σκεπή του κι έβλεπα τούρκικα έργα με την Χούλια Κότσιγιτ και τον
Εντιζ Χουν τρώγοντας παστατέμπο (ακόμα με άφηναν να το λέω λάθος επειδή
το έβρισκαν πολύ διασκεδαστικό).
Και βρήκα και παρέες με παιδάκια από την πολυκατοικία και παίζαμε τα μήλα, και
όλα φυσιολογικά κατά τα άλλα, εκτός από τον πόνο. Και τα κλάματα. Και την μοναξιά,
που έγινε αγιάτρευτη.
Και τέλος έγινε το σπίτι αφού πρώτα ο κατασκευαστής παιδεύτηκε πάρα πολύ με
το βραχώδες έδαφος και τα τρία πηγάδια που ήταν αδύνατον να αποστραγγίσει
(πράγμα που μού έδωσε κρυφή χαρά), και μπήκαμε στο διαμέρισμά μας.
Ήταν μεγαλειώδες!
Ωραία μάρμαρα και παρκέ διαρκείας, τζάκι, και είχα επιτέλους το δικό μου δωμάτιο,
κι ας μου έδωσαν το πιο στενόμακρο που δεν χωρούσε κρεβάτι και είχα έναν καναπέ
που άνοιγε. Κι ο μπαμπάς, με πήγε να διαλέξω έπιπλα, και τα έβαψε άσπρα και
σικλαμέν και είχα δικιά μου βιβλιοθήκη και γραφείο για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Το σαλόνι, ήταν υπέροχο, και ο μπαμπάς έκανε ειδικές κατασκευές με ξύλα στον
τοίχο όπου επάνω σε ειδικές βάσεις μπρούτζινες στερέωσε το πικάπ και τον ενισχυτή
και το κασετόφωνο, και ειδικά κουτιά με ροδάκια για τους δίσκους, και ειδικά σποτάκια
για να βλέπεις την βελόνα και τους δίσκους.Έκανε ασορτί μπαρ και βιβλιοθήκες με
περίτεχνα φουρούσια μπρούτζινα που έφτιαξε μόνος του και σφυρηλάτησε χαλκό
και στόλισε το τζάκι.
Αλλά, όσο και όμορφο να ήταν, και όσο κι αν με βοήθησε στη ζωή μου αργότερα
η πώληση των διαμερισμάτων που πήραμε από την αντιπαροχή, πάντα αναπολώ την
αυλή μας, και πάντα το σπίτι που ονειρεύομαι είναι μια απλή μονοκατοικία με μια
κλασική ελληνική αυλή.»
Αγνή Ιωάννου
https://www.facebook.com/Agni.Siddhana/posts/2455851384504109
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου