Πίσω από τα παλιά καπνεργοστάσια του λιμανιού,
σύνορα Πειραιά- Ταμπούρια θα βρεις....
την τελευταία αυθεντική μπακαλοταβέρνα που έχει απομείνει
στον Πειραιά, το οινοπαντοπωλείο «Ειδικόν».
Με το παλιό ψυγείο της «Εν Ελλάδι, 1938», τα ξύλινα σκαλιστά ράφια
και το αρχοντικό μωσαϊκό που έχουν περπατήσει άσημοι και διάσημοι,
ροκάδες και ρεμπέτες που τους ενώνει ένα βασικό χαρακτηριστικό,
η αγάπη για την ελληνική γειτονιά στο πέρασμα των χρόνων.
σύνορα Πειραιά- Ταμπούρια θα βρεις....
την τελευταία αυθεντική μπακαλοταβέρνα που έχει απομείνει
στον Πειραιά, το οινοπαντοπωλείο «Ειδικόν».
Με το παλιό ψυγείο της «Εν Ελλάδι, 1938», τα ξύλινα σκαλιστά ράφια
και το αρχοντικό μωσαϊκό που έχουν περπατήσει άσημοι και διάσημοι,
ροκάδες και ρεμπέτες που τους ενώνει ένα βασικό χαρακτηριστικό,
η αγάπη για την ελληνική γειτονιά στο πέρασμα των χρόνων.
«Το οινοπαντοπωλείο άρχισε να λειτουργεί το 1920 από τον κ. Αριστείδη,
γέννημα θρέμμα Πειραιώτη» μου λέει ο κ. Απόστολος, γιος του ιδρυτή και τωρινός ιδιοκτήτης του μαγαζιού. «Το πρωί δούλευε σαν μπακάλικο και το βράδυ σαν ταβέρνα. Στις 5 αξημέρωτα έρχονταν οι αμαξάδες να πιουν το κρασί τους για δύναμη και ύστερα ακολουθούσαν οι νοικοκυρές για να αγοράσουν τρόφιμα και ιδιαίτερα τα τυριά τους, καθώς το μαγαζί φημιζόταν για την γραβιέρα που ήταν δικής μας παραγωγής από το οικογενειακό τυροκομείο στη Θεσσαλία, στο Γαρδίκι Τρικάλων που είναι
και η καταγωγή μας».
γέννημα θρέμμα Πειραιώτη» μου λέει ο κ. Απόστολος, γιος του ιδρυτή και τωρινός ιδιοκτήτης του μαγαζιού. «Το πρωί δούλευε σαν μπακάλικο και το βράδυ σαν ταβέρνα. Στις 5 αξημέρωτα έρχονταν οι αμαξάδες να πιουν το κρασί τους για δύναμη και ύστερα ακολουθούσαν οι νοικοκυρές για να αγοράσουν τρόφιμα και ιδιαίτερα τα τυριά τους, καθώς το μαγαζί φημιζόταν για την γραβιέρα που ήταν δικής μας παραγωγής από το οικογενειακό τυροκομείο στη Θεσσαλία, στο Γαρδίκι Τρικάλων που είναι
και η καταγωγή μας».
«Η ιστορία του; Μακάρι να μπορούσαν να μιλήσουν τα ντουβάρια.
Στην κατοχή ήταν το καταφύγιο της οικογένειας αλλά και όλης της γειτονιάς
που τότε ήταν γεμάτη από παράγκες.
Κάτω στο υπόγειο μαζεύονταν για να κρυφτούν και κοιμόντουσαν όλοι μαζί
μέσα στα βαρέλια.
Λίγο ψωμί, λίγο γάλα όλο και κάτι έβρισκε η οικογένεια για να βοηθήσει τον κόσμο. Σκληρά χρόνια που το μαρτυρούν οι τρύπες από τα βλήματα που υπάρχουν ακόμη
στα στόρια του μαγαζιού, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι».
Στην κατοχή ήταν το καταφύγιο της οικογένειας αλλά και όλης της γειτονιάς
που τότε ήταν γεμάτη από παράγκες.
Κάτω στο υπόγειο μαζεύονταν για να κρυφτούν και κοιμόντουσαν όλοι μαζί
μέσα στα βαρέλια.
Λίγο ψωμί, λίγο γάλα όλο και κάτι έβρισκε η οικογένεια για να βοηθήσει τον κόσμο. Σκληρά χρόνια που το μαρτυρούν οι τρύπες από τα βλήματα που υπάρχουν ακόμη
στα στόρια του μαγαζιού, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι».
«Τώρα στο υπόγειο φτιάχνουμε την ρετσίνα μας και λειτουργούμε πλέον μόνο σαν ταβέρνα, σερβίροντας λίγα πιάτα και καλά από τα χεράκια της
κ. Βούλας -ντοματούλα, καλή γραβιέρα, ελιές, συκώτι και λουκάνικο
από τον Κώστα Μπανταγιάννη στα Καμίνια, σαλάτα, σαρδελίτσες Λούκας,
φάβα, πατάτες τηγανητές, κεφτέδες και την περίφημη ομελέτα του μαγαζιού
με το κορν-μπιφ που είναι και σπεσιαλιτέ μας».
κ. Βούλας -ντοματούλα, καλή γραβιέρα, ελιές, συκώτι και λουκάνικο
από τον Κώστα Μπανταγιάννη στα Καμίνια, σαλάτα, σαρδελίτσες Λούκας,
φάβα, πατάτες τηγανητές, κεφτέδες και την περίφημη ομελέτα του μαγαζιού
με το κορν-μπιφ που είναι και σπεσιαλιτέ μας».
«Αυτό που ξεχώριζε όμως ανέκαθεν στο μαγαζί δεν ήταν το πλούσιο
φαγητό του αλλά τα γλέντια και οι χαρές που έχει ζήσει.
Όλοι έχουν περάσει από εδώ κι εξακολουθούν να μας τιμούν» μου λέει ο Αριστείδης,
γιος του κ. Αποστόλη.
«Εφοπλιστές, νοικοκυραίοι, αρχιτέκτονες (όπως ο Γιώργος Πίττας, που έβαλε το παντοπωλείο κι εξώφυλλο στο βιβλίο του « Η Αθηναϊκή Ταβέρνα»), αείμνηστοι τραγουδιστές –ο Καζαντζίδης, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης που είχε ιδιαίτερη
αγάπη με τον παππού- ο Νικολόπουλος, η Φωτεινή Δάρρα,
ο Ξαρχάκος- έχουν τιμήσει το μαγαζί και το έχουν κάνει στέκι».
φαγητό του αλλά τα γλέντια και οι χαρές που έχει ζήσει.
Όλοι έχουν περάσει από εδώ κι εξακολουθούν να μας τιμούν» μου λέει ο Αριστείδης,
γιος του κ. Αποστόλη.
«Εφοπλιστές, νοικοκυραίοι, αρχιτέκτονες (όπως ο Γιώργος Πίττας, που έβαλε το παντοπωλείο κι εξώφυλλο στο βιβλίο του « Η Αθηναϊκή Ταβέρνα»), αείμνηστοι τραγουδιστές –ο Καζαντζίδης, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης που είχε ιδιαίτερη
αγάπη με τον παππού- ο Νικολόπουλος, η Φωτεινή Δάρρα,
ο Ξαρχάκος- έχουν τιμήσει το μαγαζί και το έχουν κάνει στέκι».
«Συχνά από το πουθενά, μαζεύονται καμιά εικοσαριά και ξεκινούν τα τραγούδια
-από ρεμπέτικα μέχρι σουίνγκ και τουίστ – και γίνεται χαμός στο μαγαζί
από τον χορό με πρώτο και καλύτερο τον ξάδερφο του πατέρα μου, Γρηγόρη
που είναι πρώτος χορευτής και κανείς δεν τον ξεπερνάει στο τσάρλεστον.
Ανεξαρτήτως με το κοινωνικό στάτους του καθενός, γίνονται όλοι «ένα»,
στριμώχνονται στα τραπέζια και δεν γκρινιάζει κανείς, ή που τους λείπει
«το μαζί» ή μπορεί απλά να τους ενώνει ο χώρος».
-από ρεμπέτικα μέχρι σουίνγκ και τουίστ – και γίνεται χαμός στο μαγαζί
από τον χορό με πρώτο και καλύτερο τον ξάδερφο του πατέρα μου, Γρηγόρη
που είναι πρώτος χορευτής και κανείς δεν τον ξεπερνάει στο τσάρλεστον.
Ανεξαρτήτως με το κοινωνικό στάτους του καθενός, γίνονται όλοι «ένα»,
στριμώχνονται στα τραπέζια και δεν γκρινιάζει κανείς, ή που τους λείπει
«το μαζί» ή μπορεί απλά να τους ενώνει ο χώρος».
πηγή : popaganda.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου