Oδός Σαρρή στούς Αγίους Ασωμάτους κατάστημα...Ο ΣΙΜΟΣ
Ο Σίμος ήταν νομίζω φιλόσοφος των Αθηνών τρελούτσικος...
ο πρώτος Ελληνας υπαρξιστής, στο στέκι του γινόταν χαμός!
i-rena
ΙΔΟΥ Ο ΣΙΜΟΣ...
Πολλοί λένε πως το πρότυπο του ελευθεριακού, μποέμικου έως…
απόλυτα κυνικού τρόπου ζωής το εισήγαγε στη συντηρητική
μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, δίνοντάς του και την απαραίτητη
δημοσιότητα, ο Νικόλας ο Άσιμος.
Για τους περισσότερο μυημένους, ωστόσο, υπάρχει ένας άλλος
άνθρωπος η ιστορία του οποίου δεν είναι τόσο γνωστή όσο
εκείνη του Άσιμου.
Ο λόγος για τον Σίμο τον Υπαρξιστή!
Έναν αγράμματο τσαγκάρη που έχτισε το «αρχηγείο» του, κάπου
ανάμεσα στου Ψυρρή και το Μοναστηράκι και έκανε ταξίδια μακρινά,
ίσως αναζητώντας «κροκανθρώπους» όπως έκανε μερικά χρόνια
αργότερα ο Άσιμος.
Σίμος... η περσόνα του ποτέ δεν βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη
ελληνική ιστορία, μάλλον επειδή δεν μπορούσε να χωρέσει σε καμία αποστειρωμένη και ιδεοληπτική αφήγηση που ήθελε πάντα ο
«ήρωάς» της να «προκόβει» και να «αγωνίζεται», ενώ εκείνος
απλώς «έκανε πάρτι».
Στα πάρτι της «Παράγκας», ο επισκέπτης έπρεπε να ανέβει μια
απότομη σκάλα, να ελιχθεί ανάμεσα σε ραπτομηχανές, καθίσματα
αυτοκινήτου, ένα παλιό πιάνο, αυτοσχέδια «υπαρξιστικά» γλυπτά,
ζωγραφικά έργα και ψευδοφιλοσοφικές επιγραφές και να είναι
αποφασισμένος να χορέψει μέχρι τελικής πτώσης.
Ο Σίμος θα υποδεχόταν τους καλεσμένους του άλλοτε ντυμένος
πειρατής και άλλοτε ιμπρεσάριος μιας παρωδίας του υπαρξισμού,
η οποία ήταν όμως εξίσου απελευθερωτική.
Ο «σύλλογος» που σχημάτισε με τους συντρόφους του οργάνωνε
μέχρι και εκδρομές στη θάλασσα, ώσπου διαλύθηκε οριστικά από τις πανικόβλητες Αρχές, οι οποίες φρόντισαν να σφραγιστεί και
η «Παράγκα».
Ο Σίμος Τσαπνίδης υπήρξε ένας αποτυχημένος τσαγκάρης.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που κατέγραψε ο Μανώλης Νταλούκας,
στα παπούτσια που έφτιαχνε προσέθετε σχεδόν πάντοτε μια
κόκκινη ρίγα, για να τα κάνει ξεχωριστά, αλλά κανείς δεν δεχόταν
να τα πληρώσει.
Το μισοετοιμόρροπο, δίπατο παράπηγμα, το οποίο στεκόταν όρθιο
χάρη στους τσιμεντένιους τοίχους των κτιρίων εκατέρωθεν,
ουσιαστικά του παραχωρήθηκε χωρίς αντίτιμο, για να το κάνει
εργαστήριο κατασκευής και επιδιορθώσεων ομπρελών θαλάσσης
και σαλονιών αυτοκινήτων.
Ο ίδιος κοιμόταν σ’ ένα στενό πατάρι και τους θερινούς μήνες
σ’ ένα στρώμα στην ταράτσα.
Για τη μικρή συντροφιά των πρώτων Ελλήνων υπαρξιστών,
που συναντιούνταν δειλά-δειλά στο «Πικαντίλι» και αλλού,
ο Σίμος ήταν ως προσωπικότητα η πηγαία έκφραση της
ελευθεριακής συνείδησης: αρνούνταν την υποταγή σε κοινωνικές
νόρμες και εξαρτήσεις, έραβε στα ρούχα του πολύχρωμα μπαλώματα, δημιουργώντας θεατρικά, πολύχρωμα πάτσγουορκ, έκανε το καλύβι
που ζούσε έναν ανοιχτό και φιλόξενο χώρο για ανέστιους
καλλιτέχνες και καταφύγιο για νέους που είχαν τη λαχτάρα να
συμμετάσχουν σε ελεύθερες συζητήσεις και να ακούσουν μουσική.
Το Σεπτέμβριο του 1953, ένα χαρτονένιο ομοίωμα
της «Ιπτάμενης Παράγκας» του Σίμου κατασκευάστηκε από την
παρέα του και ετοιμάστηκε να απογειωθεί από την οδό Σαρρή
στου Ψυρρή, όπου βρισκόταν το πραγματικό, ξύλινο, διώροφο κτίριο,
και διασχίζοντας το νυχτερινό ουρανό της Αθήνας να προσγειωθεί
στον κήπο του κοσμικού κέντρου «Κομπαρσίτα» στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Εκεί, ο ιδιοκτήτης θα υποδεχόταν και θα παρουσίαζε για πρώτη φορά
στους αστούς θαμώνες του κλαμπ τη φυλή των μουσάτων ελευθεριακών
που είχαν ήδη αναστατώσει την πρωτεύουσα με τα μνημειώδη πάρτι τους
και έκαναν το ξύλινο πάτωμα να χορεύει στους ρυθμούς του σουίνγκ
και ολόκληρη την παράγκα να «ίπταται».
Τελικά, το ομοίωμα τοποθετήθηκε σε μια τροχήλατη πλατφόρμα,
την οποία ρυμουλκούσε το στρατιωτικό, σε χρώματα «υπαρξιστικής» παραλλαγής, τζιπ του Σίμου και διέσχισε τους δρόμους της Αθήνας ακολουθούμενο από μια πομπή νέων ανθρώπων που διαδήλωσαν
με αυθόρμητες επευφημίες και γέλια μια μικρή νίκη κόντρα στη
μεταπολεμική κατάθλιψη και την ακινησία της συντήρησης.
Το 1956,
ο Σίμος ο Υπαρξιστής αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα
και να ταξιδέψει στην Ευρώπη, έχοντας υπό μάλλης ένα τετράδιο
για να καταγράψει όλα όσα θα ζούσε «στο δρόμο».
Μαζί με τις φύρδην μίγδην καταγραφές (οι οποίες αποτελούν μία
εν πολλοίς, αναξιοποίητη, εξωτική μαρτυρία της εποχής του),
οι φωτογραφίες που έβγαλε, χάρη σε μια μηχανή που από κάποιον
του χαρίστηκε, αποτελούν σήμερα ένα σπάνιο αρχείο για τις
ελληνικές κοινότητες στην Ευρώπη, τη γενιά αμφισβήτησης
και του Μάη του ‘68 στο Παρίσι, την αντιδικτατορική δράση
των πολιτικών εξορίστων, την περίοδο της χούντας
των Συνταγματαρχών.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας
του εβδομήντα, συνέχισε να ζει την κάθε του μέρα σαν
μια ξεχωριστή «υπαρξιστική» περιπέτεια, κάνοντας δουλειές
από δω κι από κει και απολαμβάνοντας την πολυτέλεια
της αυτάρκειας.
Οι αναμνήσεις από την «παράγκα» επανέρχονταν, με διάφορες
αφορμές, στη συλλογική μνήμη της Μεταπολίτευσης, ακόμα
κι όταν ο Σίμος κυκλοφορούσε ακόμα ως ένας ανώνυμος κλοσάρ
στην ίδια γειτονιά που κάποτε δημιούργησε μια ρωγμή στην
αισθητική και την κοινωνική στασιμότητα.
Η περσόνα του, ωστόσο, ποτέ δεν βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη
ελληνική ιστορία, μάλλον επειδή δεν μπορούσε να χωρέσει σε καμία αποστειρωμένη και ιδεοληπτική αφήγηση που ήθελε πάντα
ο «ήρωάς» της να «προκόβει» και να «αγωνίζεται», ενώ εκείνος
απλώς «έκανε πάρτι».
Σήμερα, βέβαια, γνωρίζουμε ότι για ένα φτωχό, αγράμματο παιδί
που έζησε στο πετσί του τη δυστυχία και την αδικία, η προσήλωσή του
στην ξέφρενη χαρά και ελευθερία ήταν κάτι παραπάνω από
επαναστατική. Ήταν απογειωτική. Γι’ αυτό και πρέπει, τουλάχιστον,
να του αποδώσουμε τον τίτλο του υπαρξιστή. Δίχως εισαγωγικά.
w.andro.gr/
ο πρώτος Ελληνας υπαρξιστής, στο στέκι του γινόταν χαμός!
i-rena
ΙΔΟΥ Ο ΣΙΜΟΣ...
Πολλοί λένε πως το πρότυπο του ελευθεριακού, μποέμικου έως…
απόλυτα κυνικού τρόπου ζωής το εισήγαγε στη συντηρητική
μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, δίνοντάς του και την απαραίτητη
δημοσιότητα, ο Νικόλας ο Άσιμος.
Για τους περισσότερο μυημένους, ωστόσο, υπάρχει ένας άλλος
άνθρωπος η ιστορία του οποίου δεν είναι τόσο γνωστή όσο
εκείνη του Άσιμου.
Ο λόγος για τον Σίμο τον Υπαρξιστή!
Έναν αγράμματο τσαγκάρη που έχτισε το «αρχηγείο» του, κάπου
ανάμεσα στου Ψυρρή και το Μοναστηράκι και έκανε ταξίδια μακρινά,
ίσως αναζητώντας «κροκανθρώπους» όπως έκανε μερικά χρόνια
αργότερα ο Άσιμος.
Ο Σίμος ήταν ο ιδρυτής του εν Ελλάδι κινήματος των υπαρξιστών.
Ταρακούνησε τα θεμέλια της κοινωνίας και ανάγκασε αστυνομία,
δικαιοσύνη, προσωπικότητες της εποχής αλλά και τα ΜΜΕ να
ασχολούνται μαζί του διαρκώς.
Ταρακούνησε τα θεμέλια της κοινωνίας και ανάγκασε αστυνομία,
δικαιοσύνη, προσωπικότητες της εποχής αλλά και τα ΜΜΕ να
ασχολούνται μαζί του διαρκώς.
Ο Σίμος, οι υπαρξιστές και η ιπτάμενη παράγκα
Ο αρχηγός των εν Ελλάδι υπαρξιστών υπήρξε ένας αποτυχημένος
τσαγκάρης. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.
Το μυαλό του ταξίδευε σε άλλα μέρη. Στις μαρτυρίες που κατέγραψε
ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μανώλης Νταλούκας, ο οποίος
έχει ασχοληθεί εκτενώς με τη ζωή του Σίμου, έχει καταγράψει πως
ο εκκεντρικός αυτός άνθρωπος στα παπούτσια που έφτιαχνε
προσέθετε σχεδόν πάντοτε μια κόκκινη ρίγα, για να τα
κάνει ξεχωριστά… Η συνέχεια ήταν λίγο- πολύ φυσιολογική.
Κανείς δεν δεχόταν να τα πληρώσει.
τσαγκάρης. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.
Το μυαλό του ταξίδευε σε άλλα μέρη. Στις μαρτυρίες που κατέγραψε
ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μανώλης Νταλούκας, ο οποίος
έχει ασχοληθεί εκτενώς με τη ζωή του Σίμου, έχει καταγράψει πως
ο εκκεντρικός αυτός άνθρωπος στα παπούτσια που έφτιαχνε
προσέθετε σχεδόν πάντοτε μια κόκκινη ρίγα, για να τα
κάνει ξεχωριστά… Η συνέχεια ήταν λίγο- πολύ φυσιολογική.
Κανείς δεν δεχόταν να τα πληρώσει.
Έδρα για την… επιχείρηση του Σίμου ήταν ένα μισοετοιμόρροπο,
δίπατο παράπηγμα στην οδό Σαρρή στο κέντρο της Αθήνας.
Το συγκεκριμένο κτίριο στεκόταν όρθιο εξαιτίας της… τύχης αλλά
και των δυο κτιρίων που το συγκρατούσαν από δεξιά και αριστερά.
δίπατο παράπηγμα στην οδό Σαρρή στο κέντρο της Αθήνας.
Το συγκεκριμένο κτίριο στεκόταν όρθιο εξαιτίας της… τύχης αλλά
και των δυο κτιρίων που το συγκρατούσαν από δεξιά και αριστερά.
Του είχε παραχωρηθεί δωρεάν για να το κάνει εργαστήριο κατασκευής
και επιδιόρθωσης ομπρελών θαλάσσης (το καλοκαίρι) και σαλονιών
αυτοκινήτων (τον χειμώνα).
και επιδιόρθωσης ομπρελών θαλάσσης (το καλοκαίρι) και σαλονιών
αυτοκινήτων (τον χειμώνα).
Πέρα από έδρα ήταν και σπίτι του, όμως. Ο Σίμος κοιμόταν σ’ ένα στενό
πατάρι όταν είχε κρύο ενώ όταν η ζέστη μετέτρεπε το κέντρο της Αθήνας
σε «καμίνι» έπαιρνε το στρώμα του και ανέβαινε στην ταράτσα!
πατάρι όταν είχε κρύο ενώ όταν η ζέστη μετέτρεπε το κέντρο της Αθήνας
σε «καμίνι» έπαιρνε το στρώμα του και ανέβαινε στην ταράτσα!
Αργότερα ο χώρος αυτός θα ονομαστεί «ιπτάμενη παράγκα» και θα γίνει
το επίκεντρο των υπαρξιστών αλλά και μερικών ξέφρενων πάρτι που
σημάδεψαν τη δεκαετία του 1950!
Νονός φέρεται να είναι ο δημοσιογράφος Κώστας Αβραμόπουλος ο οποίος
την ονόμασε έτσι σε ένα ρεπορτάζ του μετά από ένα τρελό πάρτι
τον Γενάρη του 1953.
το επίκεντρο των υπαρξιστών αλλά και μερικών ξέφρενων πάρτι που
σημάδεψαν τη δεκαετία του 1950!
Νονός φέρεται να είναι ο δημοσιογράφος Κώστας Αβραμόπουλος ο οποίος
την ονόμασε έτσι σε ένα ρεπορτάζ του μετά από ένα τρελό πάρτι
τον Γενάρη του 1953.
Η δράση των υπαρξιστών και τα ταξίδια του Σίμου
Για να μπεις μέσα στην ιπτάμενη παράγκα έπρεπε να ανέβεις με
μεγάλη δυσκολία από μια στενή και απότομη, σχεδόν κατακόρυφη,
σκάλα. Όταν τα κατάφερνες ερχόσουν αντιμέτωπος με μια καταπακτή
την οποία έπρεπε να περάσεις για να μπεις στο εσωτερικό. Όταν τελικά
το κατάφερνες σώος και αβλαβής βρισκόσουν μπροστά σ’ ένα
εξαίσιο υπερθέαμα!
Ραπτομηχανές, έργα γλυπτικής, καθίσματα αυτοκινήτων, σπασμένες
καρέκλες και μοτέρ ανακατεμένα με τα κίτρινα και κόκκινα πουλόβερ
του Σίμου.
μεγάλη δυσκολία από μια στενή και απότομη, σχεδόν κατακόρυφη,
σκάλα. Όταν τα κατάφερνες ερχόσουν αντιμέτωπος με μια καταπακτή
την οποία έπρεπε να περάσεις για να μπεις στο εσωτερικό. Όταν τελικά
το κατάφερνες σώος και αβλαβής βρισκόσουν μπροστά σ’ ένα
εξαίσιο υπερθέαμα!
Ραπτομηχανές, έργα γλυπτικής, καθίσματα αυτοκινήτων, σπασμένες
καρέκλες και μοτέρ ανακατεμένα με τα κίτρινα και κόκκινα πουλόβερ
του Σίμου.
Από την οροφή κρεμασμένα σκεπάρνια, σαμπρέλες, καθίσματα,
καραβάκια ενώ στους τοίχους στερεωμένες με πινέζες υπήρχαν
φωτογραφίες, ποιήματα, ζωγραφιές. Δεσπόζουσα θέση είχαν
και τα συνθήματα τα οποία ήταν γραμμένα με κιμωλία
σε διάφορα σημεία. Τα πιο ιδιαίτερα από αυτά τα συνθήματα,
που… ξεχείλιζαν από υπαρξισμό, ήταν το:
«η κατάστασις είναι κρίσιμος αλλά όχι απελπιστική» και το:
«αν απελπιστείς, μην απελπίζεσαι»!
καραβάκια ενώ στους τοίχους στερεωμένες με πινέζες υπήρχαν
φωτογραφίες, ποιήματα, ζωγραφιές. Δεσπόζουσα θέση είχαν
και τα συνθήματα τα οποία ήταν γραμμένα με κιμωλία
σε διάφορα σημεία. Τα πιο ιδιαίτερα από αυτά τα συνθήματα,
που… ξεχείλιζαν από υπαρξισμό, ήταν το:
«η κατάστασις είναι κρίσιμος αλλά όχι απελπιστική» και το:
«αν απελπιστείς, μην απελπίζεσαι»!
Αυτά συναντούσαν οι εκατοντάδες νεαροί και νεαρές υπαρξιστές
και υπαρξίστριες που γέμιζαν σχεδόν καθημερινά την ιπτάμενη
παράγκα για να συναντήσουν τον Σίμο, να μιλήσουν μαζί του
και να συμμετέχουν στα ξέφρενα πάρτι.
και υπαρξίστριες που γέμιζαν σχεδόν καθημερινά την ιπτάμενη
παράγκα για να συναντήσουν τον Σίμο, να μιλήσουν μαζί του
και να συμμετέχουν στα ξέφρενα πάρτι.
Όταν το κίνημα έλαβε διαστάσεις ο Σίμος και οι υπαρξιστές του
αποφάσισαν να ιδρύσουν σύλλογο. Κανονικό σύλλογο.
Με τη… βούλα του κράτους.
Έτσι ο γεννημένος το 1909 στη Σινώπη του Πόντου Σίμος Τσαπνίδης
καταθέτει καταστατικό στο Πρωτοδικείο. Ο σύλλογος εγκρίνεται
τον Αύγουστο του 1953 με την ονομασία: «Εθνικός Σύλλογος Ελλήνων Υπαρξιστών, ο Διογένης»!
αποφάσισαν να ιδρύσουν σύλλογο. Κανονικό σύλλογο.
Με τη… βούλα του κράτους.
Έτσι ο γεννημένος το 1909 στη Σινώπη του Πόντου Σίμος Τσαπνίδης
καταθέτει καταστατικό στο Πρωτοδικείο. Ο σύλλογος εγκρίνεται
τον Αύγουστο του 1953 με την ονομασία: «Εθνικός Σύλλογος Ελλήνων Υπαρξιστών, ο Διογένης»!
Το κίνημα έχει πλέον φουντώσει και ο Σίμος αρχίζει να αντιμετωπίζει
τα πρώτα σοβαρά προβλήματα με τις αρχές. Είναι ενδεικτικό πως μετά
από προσφυγές διάφορων φορέων του απαγορεύθηκε να χρησιμοποιεί
τον όρο «Εθνικός» και αναγκάστηκε να τον αφαιρέσει!
τα πρώτα σοβαρά προβλήματα με τις αρχές. Είναι ενδεικτικό πως μετά
από προσφυγές διάφορων φορέων του απαγορεύθηκε να χρησιμοποιεί
τον όρο «Εθνικός» και αναγκάστηκε να τον αφαιρέσει!
Όταν αυτές οι αντιδράσεις αυξήθηκαν σε υπερβολικό βαθμό
(θα δούμε παρακάτω τις δικαστικές περιπέτειες των υπαρξιστών)
ο Σίμος αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό.
Σε χώρες που ο τρόπος ζωής του ήταν περισσότερο ανεκτός.
O Σίμος γύρναγε την Ευρώπη μόνος του, δουλεύοντας όπου έβρισκε μεροκάματο, ζώντας σε άθλιες συνθήκες.
(θα δούμε παρακάτω τις δικαστικές περιπέτειες των υπαρξιστών)
ο Σίμος αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό.
Σε χώρες που ο τρόπος ζωής του ήταν περισσότερο ανεκτός.
O Σίμος γύρναγε την Ευρώπη μόνος του, δουλεύοντας όπου έβρισκε μεροκάματο, ζώντας σε άθλιες συνθήκες.
Πριν φύγει, ωστόσο, έζησε το αποκορύφωμα των Ελλήνων υπαρξιστών
μέσω ενός θρυλικού πάρτι που έγινε με σκοπό να συγκεντρωθούν
χρήματα για να ανακουφιστούν οι σεισμοπαθείς του Ιονίου τον Αύγουστο
του 1953.
μέσω ενός θρυλικού πάρτι που έγινε με σκοπό να συγκεντρωθούν
χρήματα για να ανακουφιστούν οι σεισμοπαθείς του Ιονίου τον Αύγουστο
του 1953.
Το πάρτι στηρίχθηκε από μεγάλες προσωπικότητες της εποχής
όπως ο Αλέκος Σακελλάριος ενώ ο ηθοποιός Βασίλης Λογοθετίδης
συμμετέχει διασκεδάζοντας όσους πήγαν στη μεγάλη αυτή εκδήλωση
που έγινε στη Ν. Φιλαδέλφεια.
Στο πάρτι γίνεται έρανος και συγκεντρώνονται 4.200.000 δρχ.
ενώ άλλες 100.000 δρχ. δίνουν στην Αρχιεπισκοπή τα παιδιά από
δικό τους εσωτερικό έρανο!
όπως ο Αλέκος Σακελλάριος ενώ ο ηθοποιός Βασίλης Λογοθετίδης
συμμετέχει διασκεδάζοντας όσους πήγαν στη μεγάλη αυτή εκδήλωση
που έγινε στη Ν. Φιλαδέλφεια.
Στο πάρτι γίνεται έρανος και συγκεντρώνονται 4.200.000 δρχ.
ενώ άλλες 100.000 δρχ. δίνουν στην Αρχιεπισκοπή τα παιδιά από
δικό τους εσωτερικό έρανο!
Από αυτό το σημείο και έπειτα, ωστόσο, υπάρχει μόνο…
κατήφορος για το κίνημα.
Οι αντιδράσεις της κοινωνίας και
το τέλος των Υπαρξιστών του Σίμου
κατήφορος για το κίνημα.
Οι αντιδράσεις της κοινωνίας και
το τέλος των Υπαρξιστών του Σίμου
Λίγους μήνες μετά το θρυλικό πάρτι των υπαρξιστών στη
Ν. Φιλαδέλφεια και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1954
η Γενική Ασφάλεια κάνει «ντου» στην ιπτάμενη παράγκα και
συλλαμβάνει όλους τους παρευρισκόμενους ενώ ταυτόχρονα
η Νομαρχία σφραγίζει το κτίριο.
Ν. Φιλαδέλφεια και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1954
η Γενική Ασφάλεια κάνει «ντου» στην ιπτάμενη παράγκα και
συλλαμβάνει όλους τους παρευρισκόμενους ενώ ταυτόχρονα
η Νομαρχία σφραγίζει το κτίριο.
Ο Σίμος και οι υπαρξιστές του οδηγούνται σε δίκη η οποία ξεκινά
τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς με… «σημαντικότερη» από τις κατηγορίες
να είναι αυτή «περί περί διδασκαλίας του ελευθέρου έρωτα» που
στηρίχθηκε σε ένα ποίημα του «υπαρχηγού» των υπαρξιστών
Μιχάλη Χαλκιαδάκη που η Ασφάλεια βρήκε στην παράγκα.
τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς με… «σημαντικότερη» από τις κατηγορίες
να είναι αυτή «περί περί διδασκαλίας του ελευθέρου έρωτα» που
στηρίχθηκε σε ένα ποίημα του «υπαρχηγού» των υπαρξιστών
Μιχάλη Χαλκιαδάκη που η Ασφάλεια βρήκε στην παράγκα.
Λεύτερος είναι ο έρωτας και σκλάβα η αγάπη
Ο έρωτάς μου λεύτερα, σκεπάζει όλη την πλάση
Κι η πλάση, ξεσκεπάζεται στο αυτοξεπέρασμά μου
Και λεύτερη, η άναρχη, σμίγει τον έρωτά μου
Ο έρωτάς μου λεύτερα, σκεπάζει όλη την πλάση
Κι η πλάση, ξεσκεπάζεται στο αυτοξεπέρασμά μου
Και λεύτερη, η άναρχη, σμίγει τον έρωτά μου
Στις 15 Ιουλίου 1955 το δικαστήριο αποφασίζει το οριστικό κλείσιμο
της παράγκας, με το σκεπτικό ότι «η λειτουργία του συλλόγου απέβη
παράνομος, ανήθικος και αντίθετος προς την δημοσίαν τάξιν».
της παράγκας, με το σκεπτικό ότι «η λειτουργία του συλλόγου απέβη
παράνομος, ανήθικος και αντίθετος προς την δημοσίαν τάξιν».
Τον Σεπτέμβριο του 1956, ο Σίμος θα φύγει από την Ελλάδα για
να γυρίσει ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο Σίμος έμεινε στο εξωτερικό συνολικά 20 χρόνια όπου συναντήθηκε
με εκπροσώπους ανάλογων κινημάτων, έκανε ανοιχτό αντιδικτατορικό
αγώνα ενώ κατάφερε να… μπει και στο πρωτοσέλιδο της Liberation
δίπλα από θέμα για την βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας!
να γυρίσει ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο Σίμος έμεινε στο εξωτερικό συνολικά 20 χρόνια όπου συναντήθηκε
με εκπροσώπους ανάλογων κινημάτων, έκανε ανοιχτό αντιδικτατορικό
αγώνα ενώ κατάφερε να… μπει και στο πρωτοσέλιδο της Liberation
δίπλα από θέμα για την βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας!
Ο Σίμος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1976.
Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, συνέχιζε να μιλάει με πάθος
για τον υπαρξισμό και τις περιπέτειες που έζησε στο εξωτερικό,
ενώ η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν σε μια συνέντευξη
που έδωσε στο περιοδικό «Επίκαιρα» και τη νεαρή τότε δημοσιογράφο
Λιάνα Κανέλλη!
Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, συνέχιζε να μιλάει με πάθος
για τον υπαρξισμό και τις περιπέτειες που έζησε στο εξωτερικό,
ενώ η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν σε μια συνέντευξη
που έδωσε στο περιοδικό «Επίκαιρα» και τη νεαρή τότε δημοσιογράφο
Λιάνα Κανέλλη!
Σίμος... η περσόνα του ποτέ δεν βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη
ελληνική ιστορία, μάλλον επειδή δεν μπορούσε να χωρέσει σε καμία αποστειρωμένη και ιδεοληπτική αφήγηση που ήθελε πάντα ο
«ήρωάς» της να «προκόβει» και να «αγωνίζεται», ενώ εκείνος
απλώς «έκανε πάρτι».
Στα πάρτι της «Παράγκας», ο επισκέπτης έπρεπε να ανέβει μια
απότομη σκάλα, να ελιχθεί ανάμεσα σε ραπτομηχανές, καθίσματα
αυτοκινήτου, ένα παλιό πιάνο, αυτοσχέδια «υπαρξιστικά» γλυπτά,
ζωγραφικά έργα και ψευδοφιλοσοφικές επιγραφές και να είναι
αποφασισμένος να χορέψει μέχρι τελικής πτώσης.
Ο Σίμος θα υποδεχόταν τους καλεσμένους του άλλοτε ντυμένος
πειρατής και άλλοτε ιμπρεσάριος μιας παρωδίας του υπαρξισμού,
η οποία ήταν όμως εξίσου απελευθερωτική.
Ο «σύλλογος» που σχημάτισε με τους συντρόφους του οργάνωνε
μέχρι και εκδρομές στη θάλασσα, ώσπου διαλύθηκε οριστικά από τις πανικόβλητες Αρχές, οι οποίες φρόντισαν να σφραγιστεί και
η «Παράγκα».
Ο Σίμος Τσαπνίδης υπήρξε ένας αποτυχημένος τσαγκάρης.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που κατέγραψε ο Μανώλης Νταλούκας,
στα παπούτσια που έφτιαχνε προσέθετε σχεδόν πάντοτε μια
κόκκινη ρίγα, για να τα κάνει ξεχωριστά, αλλά κανείς δεν δεχόταν
να τα πληρώσει.
Το μισοετοιμόρροπο, δίπατο παράπηγμα, το οποίο στεκόταν όρθιο
χάρη στους τσιμεντένιους τοίχους των κτιρίων εκατέρωθεν,
ουσιαστικά του παραχωρήθηκε χωρίς αντίτιμο, για να το κάνει
εργαστήριο κατασκευής και επιδιορθώσεων ομπρελών θαλάσσης
και σαλονιών αυτοκινήτων.
Ο ίδιος κοιμόταν σ’ ένα στενό πατάρι και τους θερινούς μήνες
σ’ ένα στρώμα στην ταράτσα.
Για τη μικρή συντροφιά των πρώτων Ελλήνων υπαρξιστών,
που συναντιούνταν δειλά-δειλά στο «Πικαντίλι» και αλλού,
ο Σίμος ήταν ως προσωπικότητα η πηγαία έκφραση της
ελευθεριακής συνείδησης: αρνούνταν την υποταγή σε κοινωνικές
νόρμες και εξαρτήσεις, έραβε στα ρούχα του πολύχρωμα μπαλώματα, δημιουργώντας θεατρικά, πολύχρωμα πάτσγουορκ, έκανε το καλύβι
που ζούσε έναν ανοιχτό και φιλόξενο χώρο για ανέστιους
καλλιτέχνες και καταφύγιο για νέους που είχαν τη λαχτάρα να
συμμετάσχουν σε ελεύθερες συζητήσεις και να ακούσουν μουσική.
Το Σεπτέμβριο του 1953, ένα χαρτονένιο ομοίωμα
της «Ιπτάμενης Παράγκας» του Σίμου κατασκευάστηκε από την
παρέα του και ετοιμάστηκε να απογειωθεί από την οδό Σαρρή
στου Ψυρρή, όπου βρισκόταν το πραγματικό, ξύλινο, διώροφο κτίριο,
και διασχίζοντας το νυχτερινό ουρανό της Αθήνας να προσγειωθεί
στον κήπο του κοσμικού κέντρου «Κομπαρσίτα» στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Εκεί, ο ιδιοκτήτης θα υποδεχόταν και θα παρουσίαζε για πρώτη φορά
στους αστούς θαμώνες του κλαμπ τη φυλή των μουσάτων ελευθεριακών
που είχαν ήδη αναστατώσει την πρωτεύουσα με τα μνημειώδη πάρτι τους
και έκαναν το ξύλινο πάτωμα να χορεύει στους ρυθμούς του σουίνγκ
και ολόκληρη την παράγκα να «ίπταται».
Τελικά, το ομοίωμα τοποθετήθηκε σε μια τροχήλατη πλατφόρμα,
την οποία ρυμουλκούσε το στρατιωτικό, σε χρώματα «υπαρξιστικής» παραλλαγής, τζιπ του Σίμου και διέσχισε τους δρόμους της Αθήνας ακολουθούμενο από μια πομπή νέων ανθρώπων που διαδήλωσαν
με αυθόρμητες επευφημίες και γέλια μια μικρή νίκη κόντρα στη
μεταπολεμική κατάθλιψη και την ακινησία της συντήρησης.
Το 1956,
ο Σίμος ο Υπαρξιστής αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα
και να ταξιδέψει στην Ευρώπη, έχοντας υπό μάλλης ένα τετράδιο
για να καταγράψει όλα όσα θα ζούσε «στο δρόμο».
Μαζί με τις φύρδην μίγδην καταγραφές (οι οποίες αποτελούν μία
εν πολλοίς, αναξιοποίητη, εξωτική μαρτυρία της εποχής του),
οι φωτογραφίες που έβγαλε, χάρη σε μια μηχανή που από κάποιον
του χαρίστηκε, αποτελούν σήμερα ένα σπάνιο αρχείο για τις
ελληνικές κοινότητες στην Ευρώπη, τη γενιά αμφισβήτησης
και του Μάη του ‘68 στο Παρίσι, την αντιδικτατορική δράση
των πολιτικών εξορίστων, την περίοδο της χούντας
των Συνταγματαρχών.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας
του εβδομήντα, συνέχισε να ζει την κάθε του μέρα σαν
μια ξεχωριστή «υπαρξιστική» περιπέτεια, κάνοντας δουλειές
από δω κι από κει και απολαμβάνοντας την πολυτέλεια
της αυτάρκειας.
Οι αναμνήσεις από την «παράγκα» επανέρχονταν, με διάφορες
αφορμές, στη συλλογική μνήμη της Μεταπολίτευσης, ακόμα
κι όταν ο Σίμος κυκλοφορούσε ακόμα ως ένας ανώνυμος κλοσάρ
στην ίδια γειτονιά που κάποτε δημιούργησε μια ρωγμή στην
αισθητική και την κοινωνική στασιμότητα.
Η περσόνα του, ωστόσο, ποτέ δεν βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη
ελληνική ιστορία, μάλλον επειδή δεν μπορούσε να χωρέσει σε καμία αποστειρωμένη και ιδεοληπτική αφήγηση που ήθελε πάντα
ο «ήρωάς» της να «προκόβει» και να «αγωνίζεται», ενώ εκείνος
απλώς «έκανε πάρτι».
Σήμερα, βέβαια, γνωρίζουμε ότι για ένα φτωχό, αγράμματο παιδί
που έζησε στο πετσί του τη δυστυχία και την αδικία, η προσήλωσή του
στην ξέφρενη χαρά και ελευθερία ήταν κάτι παραπάνω από
επαναστατική. Ήταν απογειωτική. Γι’ αυτό και πρέπει, τουλάχιστον,
να του αποδώσουμε τον τίτλο του υπαρξιστή. Δίχως εισαγωγικά.
w.andro.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου