Σελίδες

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

...το 'να της χέρι στην καρδιά και τ άλλο μέσα απ την κιλότα, που κοκκίνιζε σαν αίμα...



Χριστούγεννα. Νυχτώνει στην Ερμού, μαγαζιά κλειστά,
διαβάτες λίγοι, βιαστικοί, χιονόνερο πυκνώνει 
και τα βάφει όλα λευκά, σκεπάζει φτώχεια, ράκη ονείρων και σκουπίδια.
Η γυναίκα με τα ψώνια κατεβαίνει την Ερμού. 
Φοράει μαύρα. Παλτό, μπότες, σκούφο.
Κάθεται στο πεζούλι, έξω απ την Καπνικαρέα, να ξαποστάσει.
Χαζεύει τους περαστικούς. Κρυώνει μα δε βιάζεται.
Ούτε την περιμένουν. Φέτος, μόνη της.
Πέρσι ακόμα είχε οικογένεια. Άντρα, παιδί. Εκείνος έφυγε.
Καρδιά, στα ξαφνικά. Η κόρη ξενιτεύτηκε. Να βρει δουλειά, Αγγλία.
Κουμπώνεται. Κρυώνει. Νιώθει ρίγη. Μα δε σηκώνεται.
Να πάει σπίτι ; Με τους τοίχους ;
Βγάζει τα σπίρτα. Ψαχουλεύει το κουτί. Να σκάρωνε λέει ένα σκετσάκι,
όπως τότε στο σχολείο, ''Πάρτε σπίρτα απ τη φτωχιά, την ορφανή!''
Ωραία θα 'τανε - πως έλεγε η γιαγιά ;
''Με την αγάπη μπορείς να φωτίσεις και να ζεστάνεις τον κόσμο όλο!
Μη διώξεις ποτέ την καλοσύνη από την καρδιά σου 
και τότε θα βρίσκεις, μα και θα χαρίζεις πάντα την αγάπη''.
Κανείς δεν πέρναγε. Ησύχασε. Αναστέναξε. Έβγαλε, άναψε σπίρτο.
Άστραψε η φλόγα του. Μαχαίρωσε τη νύχτα και φωτίστηκαν τα μάτια της.
Την τύλιξε η αχλύ της θαλπωρής. Πέταξε πίσω.
Στρωμένο το τραπέζι, γιορτινό. Το τζάκι τρίζει. 
Εκείνη και η αδερφή της παίρνουν δώρα απ τον πατέρα.
Αη Βασίλης γελαστός τις αγκαλιάζει, τις φιλά.
Δε θα τις αποπάρει, δε θα ουρλιάξει σήμερα, 
ούτε θα πει, σκάστε, το Χριστό σας!
Πάνω που πάει να ζεσταθεί, το σπίρτο μαύρισε και χύμηξε ο χιονιάς.
Έσφιξε χείλη. Έβγαλε κι άναψε δυο σπίρτα μαζί. Να κρατήσει.
Αίθουσα υπόγεια, σκοτεινή, δυο μυστήριοι γρατζουνάνε μπαγλαμάδες.
Χορεύει νταλκαδιάρικα, βαριά η μαυροντυμένη. Φέρνει βόλτες.
Ο χορός είναι αντρικός, όμως εκείνη το κατέχει, άσε που - τι παράξενο!
Δεν είναι πια γυναίκα που χορεύει.
Το κορμί βαρύ, αντρίκιο κι ο χορός αρσενικός.
Φύσηξε πάλι. Και ξανάσβησε το σπίρτο, εκεί που 'λεγε το Καίγομαι...
Το κρύο δάγκωνε. Είχε αρχίσει να το στρώνει.
Μύγες λευκές στριφογυρνούσανε, χόρευαν μεθυσμένες.
Σκέπαζαν την ασχήμια, τα σκουπίδια, το κενό, η πόλη ομόρφαινε.
Νιφάδες της δροσίζανε τα μάγουλα, τους ώμους, το σαγόνι.
Η γυναίκα έτρεμε τώρα. Είχε ρίγος, πυρετό.
Τα δόντια της κροτάλιζαν αλλά δεν το κουνούσε.
Έπιασε και άναψε τρία σπίρτα μαζί. Η φλόγα θέριεψε. Ταξίδεψε.
Ξεπρόβαλλε μπροστά της ο ψηλός. 
- Παραμονή σήμερα, έλα να χορέψουμε,
είπε ο γίγαντας τινάζοντας απ τα μαλλιά το χιόνι.
Μα εκείνη τον κοιτούσε. Η καρδιά της να χτυπά σαν του παιδιού.
- Αγκάλιασέ με, είπε όλο λαχτάρα.
Άπλωσε τα χέρια του. Χάθηκε στην αγκάλη του.
Όλα γελούσαν. Ήταν πάλι. Υπήρχε. Ανάσαινε.
- Σε θέλω... πίσω, του είπε.
Αυτός δε μίλαγε.
- Σε θέλω, πίσω...
Την κοίταξε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν.
- Εγώ τώρα... ανήκω αλλού...
-Ε τότε, πάρε με! για τελευταία. Όπως δε μ έχεις ξαναπάρει.
Ένα χρόνο δίχως άντρα. Δίχως φλόγα, θαλπωρή. 
Τρελή από έξαψη, ξεκούμπωσε τα ρούχα της.
Έβγαλε το παλτό της και το πέταξε στο χιόνι.
Έβαλε το σκουφί της μαξιλάρι. Χαμογέλασε.
Ξαπλώθηκε με βιάση στο πεζούλι. Αφέθηκε. Χαλάρωσε.
Την τύλιγε το χιόνι. Ζεστασιά φρικιαστική. Ονείρου θάμβος.
Θαλπωρή του Παραδείσου. Πνοή χαράς.
Ξεκούμπωσε αργά το παντελόνι.
Το κατέβασε και φάνηκε η κιλότα, κόκκινη.
Κρύωνε και καιγόταν και ριγούσε κι ηδονιζόταν θεσπέσια.
- Πάρε με! φώναξε.
Αυτός έπεσε πάνω της. Κυλίστηκαν στο χιόνι 
και τίναζε η γυναίκα το κεφάλι, σπαρταρούσε και βογκούσε.
Νιφάδες γύρω αρμένιζαν και στόλιζαν τα μαλλιά της, το στόμα της,
τα χείλη της που σκέπαζε ο άντρας με φιλιά.
Ύστερα, μπήκε μέσα της. Σα φλόγα, σαν κομήτης.
Έμπαινε καίγοντας τις πίκρες, τα κενά, τις ερημιές της.
Βογκούσε με μισάνοιχτο το στόμα 
και ριγούσε όπως τη γέμιζε η φωτιά του.
Της έκανε έρωτα με σπαραγμό, με τρέλα. Ως το ξημέρωμα.
Ανάσα δεν την άφηνε να πάρει.
Χιόνιζε τώρα για τα καλά.
Όλα τριγύρω είχαν παγώσει, αλλά μέσα της καιγόταν.
Ελεύθερο το σώμα και το πνεύμα της αλήτευε ψηλά...
Έτσι την βρήκαν το πρωί οι σκουπιδιαραίοι.
Ανάσκελα,
κάτω από τα κυπαρίσσια, στην πεζούλα, δεξιά απ την εκκλησιά.
Χιόνι είχε στοιβαχτεί πάνω στο χιόνι.
Σεντόνι, σάβανο λευκό την περιτύλιγε. Κοιμόταν κι είχε ασπρίσει.
Ο σκουπιδιάρης έσπευσε.
Γονάτισε, της έβγαλε τη βέρα απ τον παράμεσο, την τσέπωσε.
Την κοίταζε απορώντας. 
Χαμόγελο χαράς στο πρόσωπό της. Χαμόγελο έκστασης.
Το 'να της χέρι στην καρδιά
και τ άλλο μέσα απ την κιλότα, που κοκκίνιζε σαν αίμα.
Και μάζεψε ο άντρας από δίπλα το κουτάκι με τα σπίρτα...


*Γιώργος Χρηστέας 
Το κορίτσι με τα σπίρτα

ΒΙΒΛΙΟ:"ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ"

Το βιβλίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις ΤΑΔΕ ΕΦΗ.

 ....ελεύθερη(?) διασκευή του διηγήματος 
''Το κοριτσάκι με τα σπίρτα"
i-rena




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου