Σελίδες

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

ο θάνατος καί η κόρη ...



schiele-egon-donna-seduta-7700203






...τής Ξένια Κουναλάκη ...


Τον Οκτώβριο είχαμε πάει στη Βιέννη. 
Στο Μπελβεντέρε καρφωθήκαμε μπροστά σε έναν πίνακα 
του Εγκον Σίλε. «Ο θάνατος κι η κόρη». 
Εγώ κοιτούσα την κόρη, η πιτσιρίκα το θάνατο. 
Δεν έδωσα σημασία. Καθίσαμε κανένα δεκάλεπτο. 
Της είπα ότι είναι ο αγαπημένος μου ζωγράφος. 
Μου είπε δεν της αρέσει καθόλου. Πως προτιμάει το «Φιλί» του Γκούσταβ Κλιμτ. 
Προχθές συζητούσαν στο σχολείο τα παιδιά με το δάσκαλο 
τι τους προκαλεί ανασφάλεια. 
Η κόρη μου απάντησε «Ο θάνατος» και όλοι οι συμμαθητές την κοίταξαν 
λες και επρόκειτο για το μικρό κοριτσάκι της οικογένειας Ανταμς. 
Γύρισε σπίτι η μικρή ανήσυχη: 
«Μαμά, κανείς άλλος δε σκέφτεται το θάνατο. Μόνο εγώ. Συνέχεια και κλαίω». 
«Οταν με πιάνει πανικός, 
παρηγοριέμαι πως θα πατήσω το PAUSE και δε θα έρθει ο θάνατος 
κι όλα θα ξαναρχίσουν από την αρχή», μου εξήγησε. 
Ετσι απλά σαν το SIMS, το παιχνίδι που παίζει στο κομπιούτερ. 
Οταν κάτι δεν της αρέσει, πατάει DELETE. Και το σβήνει. Σα να μην έχει γίνει.
Τι να πεις αλήθεια σε ένα παιδί που σκέφτεται το θάνατο 
και έχει συνηθίσει τα βίντεογκεϊμς; 
Οτι δε θα πεθάνει ποτέ, 
ότι είναι τόσο νέο και άτρωτο σαν υπερήρωας από κόμικς; 
Οτι έχει τόσα χρονικά περιθώρια, που είναι σχεδόν αθάνατο; 
Πώς να μιλήσεις για την ανυπαρξία; 
Με χιούμορ, με σοβαρότητα; 
Να την αποδραματοποιήσεις, να τη γελοιοποιήσεις; 
Να διασκεδάσεις τους φόβους με μεταφυσικές υποσχέσεις; 
«Θα αναστηθείς, 
θα ξαναγεννηθείς ως κατσαρίδα και δε θα πεθάνεις ποτέ, 
παρά μόνο αν πέσεις σε ΤΕΖΑ». 
Στην τάξη είναι μερικά παιδιά που είναι ορφανά. 
«Δε στενοχωριούνται» με καθησυχάζει η κόρη μου. 
Καλά καλά δε θυμούνται πως ήταν οι γονείς τους. 
«Οταν τους βλέπουν σε φωτογραφίες, τούς λείπουν, 
αλλά τίποτα παραπάνω». Ετσι της λένε.
Συχνά καθόμαστε και κάνουμε προσθέσεις. 
«Οταν εσύ θα είσαι πενήντα, εγώ θα είμαι εβδομηντα εφτά. 
Θα έχεις βαρεθεί να με βλέπεις», της λέω, 
υπονοώντας ότι ίσως ενδόμυχα όταν φτάσει σε αυτήν την ηλικία 
να εύχεται να πεθάνω. 
«Δε θα θέλω ούτε τότε», με διαβεβαιώνει. 
Δε μου φαίνεται περίεργο τόσο μικρή να σκέφτεται το θάνατο. Υγιές και ώριμο το βρίσκω.
Θυμάμαι μια φορά ήμουν πέντε ετών, κουλουριασμένη στο κρεβάτι μου, 
με δάκρυα στα μάτια και σκεφτόμουν 
«Καλά είναι δυνατόν, πέντε χρονών να σκέφτομαι το θάνατο;». Φαίνεται πως είναι. 
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά είναι και κληρονομικό. Αλλά και καθαρτικό. 
Τι πρέπει δηλαδή τα παιδιά να σκέφτονται μόνο βλακείες; 
Αν θα σταματήσει να προβάλλεται ο Μπομπ Σφουγγαράκης και αν ο Αγιος Βασίλης θα φέρει Wii; Νιώθω κάπως σα Σαβόπουλος στο Λαύριο. 
Εντελώς αμήχανη. 
Οταν της μιλάω για τη μαμά μου που πέθανε πριν από πολλά χρόνια, 
παίρνει ένα σχεδόν σαδιστικό ύφος. 
«Ωχ, τώρα θα κλάψεις;», με ρωτάει και ξεκαρδίζεται στα γέλια. 
Ισως επειδή οι μαμάδες δεν έχουν δικαίωμα να λυπούνται.
 Υποτίθεται ότι οι γονείς δεν πρέπει να χρησιμοποιούν ευφημισμούς 
για να μιλήσουν για το θάνατο.
Μέχρι να δει το ανοιχτό φέρετρο του Χριστόδουλου στη Μητρόπολη,
νομίζω πως θεωρούσε ότι οι νεκροί κάνουν τραμπολίνο στα σύννεφα.
Οταν πετάγαμε με αεροπλάνα,
κοιτούσε από το φινιστρίνι μπας και πετύχει τη γιαγιά της
σε κάνα αριστοτεχνικό ανάποδο φλικ φλακ.
Επιανε πάντα θέση στο παράθυρο και χαιρετούσε ντροπαλά τα σύννεφα,
ανεπαίσθητα μην την πάρουν χαμπάρι οι άλλοι...

Στη συνέχεια πέρασε μία φάση που πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν
βυθισμένοι σε λίμνες αίματος.
Δεν το χωρούσε το μυαλουδάκι της πως υπάρχουν και ειρηνικοί θάνατοι,
διόλου Χολιγουντιανοί, εξόχως πληκτικοί.
Κλείνεις τα μάτια και απλά αποκοιμιέσαι.
Για πάντα.
Τώρα μάλλον έχει συνειδητοποιήσει ότι η μετα-θάνατον ζωή
είναι κάπως λιγότερο συναρπαστική από αυτό που φανταζόταν-αν τελικά υπάρχει.
Δεν τολμάει να με ρωτήσει πού πάνε οι άνθρωποι όταν πεθάνουν,
μάλλον επειδή υποπτεύεται την απάντηση μου.
Γι’  αυτό η ίδια φροντίζει να τα έχει καλά με τα θεία.

Μπαίνει στις εκκλησίες, σταυροκοπιέται, φιλάει εικόνες, σου λέει,
«Πού ξέρεις, αν υπάρχει Παράδεισος, μπορεί και να καταλήξω κάπου εκεί κοντά».

Ομολογώ ότι θα ήθελα να είχα κάτι πιο ελπιδοφόρο να προσφέρω,
αλλά θεωρώ αντιπαιδαγωγικό να καλλιεργώ φρούδες ελπίδες.
«Δε μπορώ να το πιστέψω ότι θα πεθάνω;

Πώς θα συνεχίσει ο κόσμος χωρίς εμένα;»,
με ρωτάει μέσα σε αναφιλητά και το μόνο έξυπνο που έχω να της πω
είναι πως σκέφτεται το θάνατο,
επειδή είναι μικρή κι έχει ελεύθερο χρόνο.
«Σε λίγα χρόνια, θα ερωτευτείς,
θα φτιάχνεις τα μαλλιά σου και θα κοιτιέσαι συνέχεια στον καθρέφτη.
Μετά θα δουλέψεις,
μετά θα έχεις ένα παιδάκι,
θα έχεις άγχος και αγωνίες για το ενοίκιο,
τους λογαριασμούς, τις παιδικές αρρώστιες.
Δε θα προλαβαίνεις να σκεφτείς το θάνατο».
Αυτά λέω.
«Και μετά θα βγεις στη σύνταξη,
δε θα δουλεύεις και τότε θα έχεις πάλι την πολυτέλεια να...
σκέφτεσαι δυσάρεστα πράγματα όπως ο θάνατος.

Και μετά απλά θα πεθάνεις».
Αυτά δεν τα λέω...

 

 

... τό άρθρο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό

GK τής Καθημερινής. 

 

EgonSchiele_ScornfulWoman




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου