Τα μετρήσαμε από δω, τα μετρήσαμε από κει, αποφασίσαμε να κατεβούμε
προς το χωριό. Εκεί πάνω, έτσι απομονωμένοι όπως ήμασταν, θα μπορούσαν
να μας καθαρίσουν στον ύπνο μας, μόνο για εκδίκηση, για να πονέσει ο γιος μας
που ήταν στα βουνά.
Στο χωριό ήταν το πατρικό σπίτι της γυναίκας μου. Ένα μικρό, πέτρινο σπιτάκι
–ένα δωματιάκι και μια κουζίνα– στην καρδιά του χωριού αλλά και στο κέντρο
της οικογένειάς μας.
Γύρω γύρω ξαδέρφια μας, ο αδερφός της Φατιμέ, οι θείοι μας.
Εμένα πάντως η ψυχή μου είχε μείνει στο πάνω σπίτι, στην πλαγιά του βουνού,
γιατί το είχα φτιάξει με τα χέρια μου, πετραδάκι πετραδάκι και με βοηθό το παιδί μου,
πριν βγει στο βουνό.
Και του έλεγα ότι σ’ αυτό το σπίτι θα φέρουμε τη νύφη κι εδώ θα δω τα εγγόνια μου.
Τα εγγόνια μου, που δεν θα δουν τον εχθρό στα χώματά μας, γιατί θα έχει τελειώσει
ο πόλεμος και το Κουρδιστάν θα έχει ελευθερωθεί. Όλα αυτά τα όνειρά μου έμειναν
σεκείνο το σπίτι.
Πώς μπορούσα να βολευτώ στο χωριό;
Κι ένα βράδυ έγινε το εξής κακό. Τρεις πεσμεργκά έπρεπε να κατεβούν στο χωριό
για προμήθειες. Ο γιος μου προσφέρθηκε να είναι ο ένας από αυτούς.
Ο επικεφαλής τού ζήτησε να μείνει στο βουνό, αλλά αυτός τον παρακάλεσε να
μην τον εμποδίσει και να του δώσει άδεια γιατί ήθελε να δει εμένα και τη μάνα του.
Μας είχε έγνοια, το παιδί μου. Ο επικεφαλής του αρνιόταν γιατί ο Ριζγκάρ
ήταν γνωστός στους εχθρούς από τον τρόπο που τους πολεμούσε.
Στο τέλος λύγισε μπροστά στην επιμονή του γιου μου.
Πέρασαν πρώτα από το χωριό τού ενός από τους τρεις – πήγαινε κι εκείνος
να δει τους δικούς του. Εκεί τους φίλεψαν κι έτσι όπως ήταν κουρασμένοι είπαν
να πάρουν έναν υπνάκο και μετά να συνεχίσουν τον δρόμο προς εμάς.
Όταν ξύπνησαν, είδαν από πάνω τους τους σανταμικούς φαντάρους.
Τους συνέλαβαν.
Άρον άρον τους πήραν για τη Βαγδάτη, πριν το μάθουν οι άλλοι αντάρτες
και προσπαθήσουν να τους απελευθερώσουν.
Στη Βαγδάτη τούς φυλάκισαν και άρχισαντα βασανιστήρια.
Τα νέα της σύλληψής τους έφτασαν σε μας την επόμενη μέρα.
Το βράδυ ακούσαμε ότι γινόταν πόλεμος μακριά από το χωριό, προς τα εκεί
που είχαν στήσει το φυλάκιό τους οι σανταμικοί, και καταλάβαμε ότι οι
αντάρτες τούς είχαν επιτεθεί.
Τον λόγο τον μάθαμε την επόμενη μέρα, ότι δηλαδή οι πεσμεργκά επιτέθηκαν
για να εκδικηθούν τη σύλληψη τριών δικών τους.
Και μάθαμε ότι ένα από αυτά τα τρία παλικάρια ήταν ο γιος μας.
Δεν ξέραμε με τη γυναίκα μου τι να κάνουμε. Δεν μας χωρούσε ο τόπος,
αλλά και πού να πηγαίναμε; Ετοιμαστήκαμε να φύγουμε για τη Βαγδάτη.
Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, αλλά τουλάχιστον να προσπαθούσαμε
να βρούμε πού τον είχαν, να τον δούμε. Μας πρόλαβε ένας αξιωματικός που
ήρθε με αποστολή να μας βρει.
«Ο γιος σου, που πολέμησε ενάντια στην πατρίδα, ενάντια στον Σαντάμ,
ενάντια στην κυβέρνηση, ήταν πράκτορας, προδότης, κλέφτης, τρομοκράτης,
κι έτσι καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε».
Πώς μπορούσε να στέκεται μπροστά μας, μπροστά σε δυο γονείς σαστισμένους,
που κρέμονταν απ’ τα χείλη του για να μάθουν κάτι για το παιδί τους,
και να λέει αυτά τα πράγματα με τόσο απαξιωτικό τρόπο,με ζωγραφισμένη
στα χείλη του τη χαρά ότι εξοντώθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός;
Αλλά το πιο απάνθρωπο το κρατούσε για το τέλος: «Αν θέλετε να παραλάβετε
το πτώμα αυτού του άπιστου, οφείλετε να πληρώσετε για τις σφαίρες της εκτέλεσης».
Το καταλαβαίνετε, ρε παιδιά, τι μας ζητούσε;
Να πληρώσουμε τις σφαίρες με τις οποίες δολοφόνησαν το παιδί μας.
Το κράτος έκανε έξοδα γι’ αυτήν την εκτέλεση και μας ζητούσε τώρα τα λεφτά!
Το ίδιο απαίτησε και από τις άλλες δύο οικογένειες.
Η κάθε χαροκαμένη οικογένεια έπρεπε να δώσει πέντε χιλιάδες δηνάρια
για να παραλάβει τη σορό του παιδιού της.
Αυτή η συντριβή, αυτός ο πόνος δεν περιγράφονται.
Μαζεύτηκε όλος ο κόσμος στην πλατεία του χωριού μας.
Ήρθαν και από το διπλανό χωριό, απ’ όπου ήταν το ένα από τα τρία
δολοφονημένα παλικάρια, εκείνο το χωριό όπου τα έπιασαν.
Τους είχε ειδοποιήσει πόρτα πόρτα η Σιρίν, μια λεβέντισσα αντάρτισσα.
Τους είπε να κρατούν ό,τι μπορούν να προσφέρουν για να μπορέσουμε να
πάρουμε τα παιδιά μας και να τα θάψουμε.
Πάνω σ’ ένα τσεμπέρι που ήταν απλωμένο σ’ ένα τραπέζι άφηναν λεφτά,
κι όσοι δεν είχαν λεφτά έδιναν ό,τι χρυσαφικό μπορούσαν.
Πρώτη ξεκίνησε αυτόν τον έρανο η Σιρίν, τραβώντας από το χέρι της δυο
χρυσά βραχιόλια. Μαζεύτηκαν τέσσερις χιλιάδες δηνάρια – φτωχοί άνθρωποι
ήμασταν όλοι, ίσως γι’ αυτό αυτή η προσφορά είχε για μας ανεκτίμητη αξία,
αφού δεν προερχόταν από το περίσσευμα αλλά από το υστέρημα του καθενός.
Πήραμε οι γονείς τα χρήματα, βάλαμε κι εμείς ό,τι είχαμε και πήγαμε στη
συνάντηση που είχαμε ορίσει με τον αξιωματικό.
Απλώνουμεμπροστά του τα λεφτά και τα χρυσαφικά.
Ξεδιαλέγει τα χρυσαφικά και μας τα δίνει πίσω, λέγοντάς μας να τα κάνουμε
λεφτά και να ξαναπάμε. Αν είχα μαχαίρι, θα τον έσφαζα στο γόνατο, τον πούστη.
Άρχισαν οι μάνες τα παρακάλια, ανάμεσα στα χρυσαφικά ήταν και κάποια που
ήταν πραγματικά πανέμορφα, και στο τέλος δέχτηκε να υπολογίσει κι αυτά
στο απαιτούμενο ποσό.
Αν δεν τον είχαμε μεταπείσει, δεν υπήρχε περίπτωση να τα πουλήσουμε γιατί
σε εμπόλεμη κατάσταση ποιος αγοράζει χρυσό στα χωριά;
Αλλά κι αν βρίσκαμε κάποιον στο Ερμπίλ ή ακόμα και στη Βαγδάτη, με τους
λήσταρχους στη διαδρομή θα τα χάναμε όλα. Την επόμενη μαύρη μέρα έφεραν
και παράτησαν τα νεκρά μας παλικάρια στην πλατεία.
Και οι τρεις εκτελεσμένοι – είχαν πυροβοληθεί στο μέτωπο. Αχ, το παιδί μου.
Αχ, το παλικάρι μου. Θάψαμε πλάι πλάι τα παιδιά μας. Η ζωή τελείωσε για μας.
Η Φατιμέ τα κατάφερε και μέσα σ’ έναν μήνα πήγε να βρει το παιδί μας.
Κοντά στον γιο μας την έθαψα. Εγώ δεν είχα ζωή, ούτε έχω.
Είχα και έχω μια καταραμένη ανάσα που δεν λέει να κοπεί.
Δεν είχα χώρο να σταθώ. Σκέφτηκα να βγω στα βουνά.
Όλο και κάτι θα μπορούσα να προσφέρω στους πεσμεργκά.
Πριν ξεκινήσω, μαθαίνω ότι στο σπίτι μου, σ’ αυτό που με το παιδί μου έχτισα,
σ’ αυτό που ονειρευόμουν να ζήσουμε ευτυχισμένοι, είχε εγκατασταθεί
ο αξιωματικός, που ξέχασα να σας πω ότι ήταν υπεύθυνος για τον έλεγχο
της περιοχής, και φαντάροι. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου.
Αρπάζω το όπλο μου και τραβάω για την πλαγιά, τη δική μου την πλαγιά,
τα δικά μου τα λημέρια. Κρύβομαι καλά και παρακολουθώ από μακριά
τους Ιρακινούς να έχουν κάνει κανονική κατάληψη στο σπίτι, στην αυλή μου.
Περιμένω να σουρουπώσει, πλησιάζω με μεγάλη προσοχή και πυροβολώ εκεί
που ήξερα ότι είχα δυο τενεκέδες με πετρέλαιο.
Ευλογημένη στιγμή, γιατί και οι τενεκέδες ήταν στη θέση τους και γεμάτοι αλλά
και γιατί έπιασε αμέσως φωτιά και λαμπάδιασε ο τόπος.
Όσοι ήταν μέσα κάηκαν σαν τα ποντίκια, αλλά κι όσουςm κατάφεραν να ξεφύγουν
τους γάζωσα, έναν έναν, κι ούτε ήθελα να ζητήσω λεφτά για τις σφαίρες μου.
Δεν άφησα ούτε τραυματισμένο. Όλα τα έκαψα πίσω μου, όλα. Δεν άφησα τίποτα.
Μετά προσπάθησα να ενωθώ με τους πεσμεργκά, αλλά δεν τα κατάφερα
κι άρχισα να περπατάω, να περπατάω.
Πέρασα βουνά και πεδιάδες χωρίς να με ενδιαφέρει τίποτα, χωρίς να
προφυλάσσομαι από τίποτα. Και δεν βρέθηκε ένας, έτσι καθώς ήμουν στα βουνά
της Συρίας, να με σκοτώσει, και δεν βρέθηκε στο διάβα μου μια νάρκη να
με ξεκάνει. Πήγα στην Τουρκία, στον Έβρο και μετά εδώ.
Κι ούτε ξέρω ακόμα πού θα πάω.
Μακάρι αυτή τη στιγμή να κοβόταν αυτή η ανάσα που με κρατάει εδώ.
Κουράστηκα, θέλω να πάω στον γιο μου και στη γυναίκα μου.
Έσκυψε το κεφάλι του κι ήταν όλος κι όλος μια χούφτα.
Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα. Προσπάθησα να συνεχίσω την κουβέντα
με άλλα θέματα. Τον ρωτούσα διάφορα, όπως πού έμενε, αν θυμόταν καμιά
ιστορία από την πλατεία των Κούρδων… Δεν με άκουγε πια.
Δεν ενδιαφερόταν για τίποτα. Κάθισα ακόμη λίγη ώρα και φεύγοντας είπα μόνο
στο παλικάρι να προσέχει και να μην εμπιστεύεται κανέναν.
Ούτε κι εγώ ήθελα περισσότερες φιλίες μαζί του, ούτε το όνομά του συγκράτησα.
Είχα πει ότι δεν ήθελα να γνωρίσω πια κανέναν.
Όλοι και όλα χάνονται.
Απόσπασμα από το βιβλίο τού Cemil Turan Bazidi «Αζάντ με λένε»
Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ
σελ. 114
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου