Ο Οδυσσέας
Ελύτης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη) γεννήθηκε στις 2
Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι
παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά.
Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και
είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε
συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και
πυρηνελαιουργίας.
Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, το οποίο αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός.
Η μητέρα του Μαρία Βρανά καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου.
Αρχοντικό Βρανά (το σπίτι της μητέρας του Οδ. Ελύτη) στον Παπάδο, στεγάζει σήμερα το δημαρχείο Γέρας
Το
1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η
οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917
στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας
μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι.Θ. Κακριδή.
Η αδελφή του Μυρσίνη που πέθανε το 1918 από επιδημία ισπανικής γρίπης
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν στην Κρήτη, στη Λέσβο και στις Σπέτσες.
Το
Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του
αντιμετώπισε διώξεις, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του πατέρα του, εξαιτίας
της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες.
Oικογενειακή φωτογραφία του 1923 στο Bad-Neuheim. Aριστερά ο ποιητής.
Ο
ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε
φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Το 1923
ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την
Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την
ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του Ανοιχτά Χαρτιά) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στράφηκε στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Καμπούρογλου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, κι ένας τρίτομος «Οδηγός της Ελλάδος». Την Άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντας τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.
Την ίδια χρονιά που τελείωσε το γυμνάσιο ο Ελύτης ,ένας άλλος μεγάλος ποιητής μας ,έδινε τέλος στη ζωή του ,ο Κώστας Καρυωτάκης στο Βαθύ της Πρέβεζας..
Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, σύμφωνα με τον ίδιο: «...μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση».
Η δεκαετία του ’30
και οι πρώτες δοκιμές στην ποίηση..
Κάτω
από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την
πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή
της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε η Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα στο
πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή,
ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα "Συμπόσια του Σαββάτου" που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο αυλό), την συλλογή Στου γλιτωμού το χάζι του Θεοδώρου Ντόρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό, συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: "Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν".
και οι πρώτες δοκιμές στην ποίηση..
H
περίφημη φωτογραφία της γενιάς του ’30. H «ιστορική φωτογράφιση» έλαβε
χώρα στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά. Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Hλίας
Bενέζης, Oδυσσέας Eλύτης, Γιώργος Σεφέρης, Αντρέας Kαραντώνης, Στέλιος
Ξεφλούδας και Γιώργος Θεοτοκάς. Kαθισμένοι: Άγγελος Tερζάκης, K. Θ.
Δημαράς, Γιώργος Kατσίμπαλης, Kοσμάς Πολίτης και Ανδρέας Eμπειρίκος.
πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή,
ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα "Συμπόσια του Σαββάτου" που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο αυλό), την συλλογή Στου γλιτωμού το χάζι του Θεοδώρου Ντόρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό, συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: "Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν".
Την
ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908-1941), ο
οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο
Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του,
ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-1940,
1944).
Ο Γ.Σαραντάρης
Το
περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες
παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες (Γιώργος Σεφέρης,
Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης,
Άγγελος
Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές
τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές,
με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά
για την ποίησή τους.
Έγινε
το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του
όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις
δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.
Όπως
ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην
πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο,
που
χαρακτηριστικά τον περιέγραψε: «...ο μεγάλης αντοχής αθλητής της
φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα.
Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο
τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την
κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι
αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος
Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το
Μυθιστόρημα
του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου,
με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε
να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική
πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το
ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι επισκέφτηκαν τη Λέσβο,
όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη
Ελευθεριάδη ήρθαν σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου,
που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν.
Ο
Ελύτης βεβαίως δεν υποτάχθηκε ποτέ πραγματικά στον υπερρεαλισμό, αλλά
άντλησε με προσοχή τα απαραίτητα στοιχεία και τα προσάρμοσε στο έργο
του. Τα πρώτα έργα του (1929-1943), ανάμεσά τους οι ποιητικές συλλογές «Προσανατολισμοί» (1940) και «Ηλιος ο πρώτος»
(1943) (σε μικρότερο βαθμό), διακρίνονται από έντονο νησιωτισμό, μια
σχεδόν παγανιστική λατρεία της φύσης, ενώ παράλληλα ξεχειλίζουν από
στοιχεία της μυθολογίας και της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Κυρίαρχα
στοιχεία: το Αιγαίο με την αλμύρα του, τα χρώματα καθώς και ο ήλιος του.
Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Βρανάς, με στόχο τη δημοσίευσή τους. Ο Ελύτης αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος επίσης το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης.
Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Βρανάς, με στόχο τη δημοσίευσή τους. Ο Ελύτης αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος επίσης το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης.
Η
δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε το Νοέμβριο
του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης
μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει
το δημιουργό τους ως τον ποιητή που «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην
καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το
άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».
Το 1936, στην «Α' Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα των νέων λογοτεχνών ήταν πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με το Νίκο Γκάτσο και τοΓιώργο Σεφέρη που βρίσκονταν στην Κορυτσά.
Νίκος Γκάτσος και Γιώργος Σεφέρης
Λίγο
μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου
δημοσίευσε το άρθρο "Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης" στα Νέα Γράμματα, το
οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.
Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Samuel Baud Bovy δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.
Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Samuel Baud Bovy δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.
Αλβανικό μέτωπο
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α' Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την Άνοιξη του 1942 ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».
Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης.
Π όλεμ ος τ ου ’40, Δέλβ ινο .
Σε μια επιστροφ ή το υ Oδυσσέα Eλύτη (στο μέσ ον) απ την πρώτη γραμμή τ ου μετώπου.
Στα
Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το
δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με
το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο<<Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας>>.
Ο πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την
Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και την ανολοκλήρωτη Βαρβαρία.
Την
περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής
Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση
του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα
Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.
1940.Ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης .Σχέδιο του Γιάννη Τσαρούχη
Στην Ευρώπη
Στο
Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des
Critiques d’ Art ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ
Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Χουάν
Μιρό και άλλους.
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι το Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το Β.Β.C. πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Tης αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη * νοτιά
* των ανθρώπων
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν
Mε μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε
Aμαρτία μου νά ’χα * κι εγώ
* μιαν αγάπη
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι το Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το Β.Β.C. πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Tης αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη * νοτιά
* των ανθρώπων
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν
Mε μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε
Aμαρτία μου νά ’χα * κι εγώ
* μιαν αγάπη
Mακρινή Mητέρα * Pόδο μου Aμάραντο
Το Άξιον Εστί. ι΄
Στην Πάρο το 1954.Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα»,
που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε
το Μάρτιο του 1953 αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε
και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ, διορισμένος
από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο
χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας
Πολιτισμού στη Βενετία, και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου
Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από τοΆξιον Εστί, στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο το Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου.
Ο Ελύτης φωτογραφημένος
από τον Ανδρέα Εμπειρίκο
(Άνδρος 1955)
Τον
επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέπτεται τη Σοβιετική
Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο
Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα,
όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.
Ιούλιος 1955. Μαρίνα Καραγάτση, Οδυσσέας Ελύτης στο Μπατσί.
Από το λεύκωμα «H Ανδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου»
Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη ενώ η συνεργασία του Ελύτη με το συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.
Θ. Δημήτριεφ, Οδ. Ελύτης, Μ. Θεοδωράκης, Μ. Κατράκης, Γρ. Μπιθικώτσης στην πρώτη τού «Άξιον Εστί» (Θέατρο Κοτοπούλη) 1964
To
1965 του απονεμήθηκε από τον Κωνσταντίνο Β΄ το παράσημο του Ταξιάρχου
του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που
θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη
Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο.
Γ. Μόραλης, Οδ. Ελύτης, Γ. Τσαρούχης με φράκο πριν από την παρασημοφόρησή τους με το παράσημο Ταξιάρχου του Φοίνικος.1965
Μετά
το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, απείχε από τη δημοσιότητα
ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ
αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της
δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την
Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της
συλλογής Φωτόδεντρο. Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα
την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο
αρνήθηκε να παραλάβει το "Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας" που είχε θεσπίσει η
δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του
Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του
Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την
πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των
βουλευτών επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή
του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνήθηκε
επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.
Βραβείο Νόμπελ
Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.
Απόσπασμα από την ομιλία του στην
απονομή του βραβείου Νόμπελ.
Κατά
τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο.
Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ενώ στις 10 Δεκεμβρίου 1979 τού απενεμήθη το
Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από την Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου "για
την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με
αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού
σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία" σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.
Ο
Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10
Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο
Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.Στην απονομή του βραβείου
στη Στοκχόλμη ο ποιητής ξεκίνησε την ομιλία του ως εξής: «Ας μου επιτραπεί να μιλήσω περί φωτεινότητας και διαφάνειας».
Τον
επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου
στο Μουσείο Μπενάκη. Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές
διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου
τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε
επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας
νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη", στο πανεπιστήμιο Rutgers του
Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη
Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο σπίτι του την χαρμόσυνη ημέρα της ειδήσεως για την απονομή του Βραβείου Νόμπελ τον Δεκέμβριο του 1979 (Φωτ. Ν.Αργυρόπουλος)
Ο
λεκτικός πλούτος και η ικανότητά του να αναπλάθει τις λέξεις απετέλεσαν
σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς. Η
ποίησή του έχει γραφεί με τη χρήση περίπου 8.000 λέξεων, ενώ αυτή του
Καβάφη, π.χ., με 3.500 λέξεις.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Ο
θάνατος του ποιητή δεν σήμανε το τέλος του έργου του. Τα έργα «Εκ του
πλησίον» και «2x7ε» δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Οδυσσέας Ελύτης
πέθανε στις 18 Μαρτίου 1996 (ίδια ημέρα με τον Βενιζέλο 60 χρόνια
μετά!!) από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι του στην Αθήνα. Στο πλευρό του, η
Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία τον συντρόφευε τα τελευταία 13 χρόνια της
ζωής του. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Για τον Ελύτη ο θάνατος δεν ήταν παρά
ακόμη ένα ταξίδι. «Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ'
ό,τι να 'ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο, στην τσέπη μου
έναν οδηγό, τη φωτογραφική στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα
θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το
άδικο. Χρυσέ της ζωής αέρα» («Ο μικρός Ναυτίλος», 1985).
πηγή :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου