Μούλιασα στην υγρασία του χρόνου, που τρίζοντας, σέρνεται.
Πόνεσαν τα κόκκαλά μου κι άρχισαν ν αυτονομούνται,
ψάχνοντας για βόλεμα.
Ανακάθομαι μετρώντας τσόφλια.
Αυτά που έφαγα προσπαθώντας να χορτάσω την πείνα της ψυχής.
Δεν βολεύομαι και μαζί μου κόκκαλα, ψυχή, μυαλό.
Τα τσόφλια κόβουν το μέσα μου, μα δεν ματώνω πιά.
Αναρωτιέμαι αν έχει τρύπες εξαθλίωσης το άραγμα του βολεμένου.
Εγώ δεν βρίσκω ματιές να διαπερνούν το μεδούλι και να ρουφούν ουσία.
Γι αυτό ποτέ δεν θα τα βολέψω όσα με αποτελούν.
Κι ας χρειάζομαι, πλέον, τεχνητά δάκρυα,
για να υγρανθούν τα μάτια.
από Aliki Papachela, Σάββατο, 3 Νοεμβρίου 2012 στις 11:14 μ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου