Σελίδες

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

σε ένα καφενείο στην λεωφόρο Κηφισίας…η παράδοση των Αθηνών...

Καφενείο "ΠΑΡΘΕΝΩΝ"
Κηφισίας 6
Αμπελόκηποι
Εδώ έγινε η παράδοση των Αθηνών στους γερμανούς κατακτητές.

...τίποτε σήμερα δεν είναι ίδιο στο σημείο όπου υπεγράφη η παράδοση της πόλης στους Γερμανούς, ωστόσο δύο δεκάχρονοι τότε «μάρτυρες» της ιστορικής στιγμής θυμούνται ακόμη πολλά...

Η σκόνη που απλωνόταν εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Απρίλη επάνω από τη λεωφόρο Κηφισιάς δεν οφειλόταν στον άνεμο ούτε προμήνυε κάτι καλό.

 Στις 27 Απριλίου 1941 ο στρατιωτικός Διοικητής Αττικοβοιωτίας υποστράτηγος Χρ. Καβράκος παρέδωσε την πρωτεύουσα στον Γερμανό αντισυνταγματάρχη Φον Σέιμπεν
Στα αφτιά δύο μικρών παιδιών, που στέκονταν αντικριστά, στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισιάς και Αλεξάνδρας, έφτανε ο θόρυβος από τις ερπύστριες και τις μηχανές αρμάτων μάχης και μοτοσικλετών. Μέσα από τη σκόνη, και μπροστά από την Αγία Τριάδα, ξεπρόβαλαν οι πρώτες φιγούρες: στρατιώτες και αξιωματικοί πάνω σε μοτοσικλέτες και τεθωρακισμένα οχήματα. Την ίδια ώρα, στο καφενείο απέναντι από την έπαυλη Θων, κατέφτανε η αντιπροσωπεία των αξιωματούχων της πρωτεύουσας. Σε λιγότερο από δύο ώρες η Αθήνα κηρυσσόταν «ανοχύρωτη πόλη» και παραδιδόταν στους γερμανούς κατακτητές.

Εχουν περάσει χρόνια από την 27η Απριλίου του 1941, όταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι του μεταξικού καθεστώτος, ο φρούραρχος και στρατιωτικός διοικητής της πόλης υποστράτηγος Χρήστος Καβράκος και ο δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς, συνάντησαν σε εκείνο το καφενείο με την επωνυμία «Παρθενών» τους αξιωματικούς των χιτλερικών ορδών και τους παρέδωσαν τα «κλειδιά» της Αθήνας...
...για τον κ. Μάρκο Γλεντζάκη και τον κ. Νίκο Παραδείση όμως, τα δύο μικρά παιδιά εκείνου του «φυλλοβόλου Απρίλη», το πέρασμα κοντά επτά δεκαετιών δεν έχει σβήσει τις θύμησες, τις εικόνες, τη στενοχώρια, την έκπληξη αλλά και την οργή των στιγμών. Ειδικά για τον πρώτο, που ήταν τότε 10 ετών και γιος του ιδιοκτήτη του «Παρθενώνα» Ανδρέα Γλεντζάκη, ενός αψίκορου Κρητικού από την Ασή Γωνιά Χανίων, βετεράνου του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών και των χαρακωμάτων του Βερντέν, στον «Μεγάλο Πόλεμο».

Σπίτια και καταστήματα κλειστά

«Από τα χαράματα ο πατέρας μου τριγύριζε σαν το λιοντάρι στο κλουβί μέσα στο σπίτι, ως τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο. Την προηγούμενη ημέραείχε εκδοθεί διαταγή από το Φρουραρχείο να μείνουν καταστήματα και σπίτια κλειστά. Σήκωσε το ακουστικό, του είπαν να κατέβει στο καφενείο, να το ανοίξει, ήταν προσωπική διαταγή του Καβράκου, θα συνέβαινε κάτι σημαντικό» διηγείται ο κ. Γλεντζάκης ενθυμούμενος εκείνη την ημέρα.

Ο Ανδρέας Γλεντζάκης κατέβηκε. Τον είχαν όμως ζώσει τα φίδια. «Ούτε πρόσεξε που τον ακολούθησα ούτε τον ένοιαξε. Ανοιξε το καφενείο, έβαλε φωτιά για τη χόβολη, τακτοποίησε τα μαρμάρινα τραπεζάκια. Περίμενε». Οπως περίμενε, με κρατημένη την ανάσα της, όλη η Αθήνα. Στις 8 το πρωί οι πρώτοι μοτοσικλετιστές με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό της Βέρμαχτ Φριτς Ντίρφλιγκ σταματούσαν μπροστά από το καφενείο. Οι Καβράκος και Πλυτάς συνοδευόμενοι από τον δήμαρχο Πειραιά Μιχάλη Μανούσκο, τον νομάρχη Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνο Πετζόπουλο και τον γερμανομαθή συνταγματάρχη Κώστα Κανελλόπουλο, που ανέλαβε χρέη μεταφραστή, τον υποδέχθηκαν και του υπέβαλαν το αίτημα παράδοσης. Ο Ντίρφλιγκ δήλωσε αναρμοδιότητα και έστειλε αγγελιαφόρο να ειδοποιήσει τον διοικητή του, συνταγματάρχη Χέρμαν φον Σέφεν, που βρισκόταν ακόμη στο Μπογιάτι, τον σημερινό Αγιο Στέφανο.
athina2
Ναζιστικά στρατεύματα στην οδό Αθηνάς στις 27 Απριλίου του 1941

Με το βλέμμα ενός παιδιού

Την ώρα που η μακρά φάλαγγα οχημάτων, υποζυγίων και ανθρώπων έφθανε σε μπουλούκια στους Αμπελοκήπους, ο οκτάχρονος τότε Νίκος Παραδείσης το είχε σκάσει από το σπίτι του και παρατηρούσε, με δέος, φόβο και έκπληξη, από το πεζοδρόμιο της Θων, τους εκπροσώπους της ναζιστικής τάξης πραγμάτων. «Τα παράθυρα ήταν σφαλιστά, οι πόρτες κλειστές, τα παντζούρια μανταλωμένα. Ελάχιστοι ήμασταν στους δρόμους. Οι στολές των Γερμανών είχαν γίνει άσπρες από τη σκόνη, κατέβαιναν από τις μοτοσικλέτες και τα φορτηγά, τινάζονταν, χτυπούσαν τις μπότες τους στο κράσπεδο. Οι οδηγοί έβγαζαν τα αεροπορικά γυαλιά. Μόνο τα ζυγωματικά τους ήταν στο χρώμα του δέρματος. Κατέβαιναν από τα πλαϊνά κουβούκλια των μηχανών, έστριβαν τσιγάρα, λεηλατούσαν τις νεραντζιές και έτρωγαν τους στυφούς καρπούς». Στο βλέμμα του κ. Γλεντζάκη αστράφτει ακόμη η σπίθα της έκπληξης. «Περιεργαζόμουν τα τεθωρακισμένα οχήματα, τριγυρνούσα ανάμεσα στους στρατιώτες, 10 χρονών παιδί, με αγνοούσαν. Κάποιοι ήταν πολύ αδύνατοι, άλλοι φαίνονταν καταπονημένοι. Αναρωτιόμουν αν αυτά ήταν τα θηρία του πολέμου, αυτοί οι άνθρωποι που πνίγονταν από τη σκόνη και έτρωγαν λαίμαργα φρούτα και κουταλιές ζάχαρης». Οι Γερμανοί αρνήθηκαν τους καφέδες που παρήγγειλε ο Καβράκος και ετοίμασε ο πατέρας Γλεντζάκης. Ο υποστράτηγος κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, γεγονός που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες των γερμανικών αρχείων. Οταν έφθασε ο Φον Σέφεν, η διαδικασία επιταχύνθηκε. Το πρωτόκολλο παράδοσης υπεγράφη πάνω σε ένα από τα μαρμάρινα τραπεζάκια του καφενείου, δίπλα στο μεγάλο μπιλιάρδο. Η αντιπροσωπεία των ελλήνων αξιωματούχων, συνοδευόμενη από γερμανούς μοτοσικλετιστές και τον Φον Σέφεν, επιβιβάστηκε στα τεθωρακισμένα οχήματά της και πήρε τον δρόμο για το Σύνταγμα. Μέσα στην επόμενη ώρα οι Γερμανοί θα καταλάμβαναν τα κύρια δημόσια κτίρια, θα εγκαθιστούσαν, προσωρινά, την Ανώτατη Διοίκηση στη «Μεγάλη Βρεταννία» και θα ύψωναν τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Η Αθήνα ήταν κατεχόμενη, αλλά όχι υπόδουλη.

Το κτίριο και οι μνήμες της Κατοχής


Το κτίριο στο οποίο, στο ισόγειο, στεγαζόταν ο «Παρθενών» και αποτελούσε παράλληλα και κατοικία της οικογένειας Γλεντζάκη υπάρχει ακόμη στον αριθμό «6» της λεωφόρου Κηφισιάς. Σήμερα στον ίδιο χώρο στεγάζεται ένα υποκατάστημα γνωστής αλυσίδας γρήγορων γευμάτων. Δεν είναι όμως το μοναδικό σημείο των Αμπελοκήπων φορτισμένο από την ιστορία της Κατοχής.

Οπως μνημονεύει ο κ. Παραδείσης, «οι Φυλακές Αβέρωφ ήταν τα δεσμωτήρια των αντιστασιακών, στα Κουντουριώτικα στήνονταν τα συσσίτια, με χυλό και πλιγούρι, στην Ακαρνανίας, μπροστά από το δημοτικό σχολείο “Καρανίκα”, είχαν σκοτωθεί από έκρηξη εγκαταλειμμένης χειροβομβίδας δύο συνομήλικοί μας και δύο άλλοι είχαν χάσει την όρασή τους».

Ανάμεσα σε αυτά, το κάρο του δήμου «κατηφόριζε την Κηφισιάς και την Αλεξάνδρας και μάζευε τους σκελετωμένους, αποστεωμένους νεκρούς από τα πεζοδρόμιατον χειμώνα της πείνας». Υπήρχαν και οι στιγμές ανάτασης, ελπίδας και αντίστασης. «Τα χωνιά, τα συνθήματα στους τοίχους, οι προκηρύξεις, οι κρυφές μαζώξεις να ακούσουν οι μεγάλοι τα νέα από το ραδιόφωνο, από το Λονδίνο ή τη Μόσχα, ή η διάδοση από στόμα σε στόμα ότι κατέβηκε η σβάστικα από την Ακρόπολη, όταν την κουρέλιασαν ο Γλέζος και ο Σάντας».
Γερμανική εφημερίδα ανακοινώνει την κατάληψη των Αθηνών

Η παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς

Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 οι γερμανοί προφύλακες κατηφορίζουν τη Λ. Κηφισίας με σκοπό να εισέλθουν στην ανοχύρωτη πρωτεύουσα. Οι κάτοικοι των Αμπελοκήπων από φόβο κλείνονται στα σπίτια τους. Τολμηροί και περίεργοι συγκεντρώνονται γύρω από το κτήμα Θων στην αρχή της Κηφισίας για να δούνε τι θα συμβεί. Απέναντι από του Θων στην γωνία της Φειδιππίδου με την Κηφισίας υπήρχε το καφενείο ΛΟΥΞ του κτηματία Ανδρέα Γλεντζάκη. Εκεί βρίσκονταν τετραμελής επιτροπή κρατώντας λευκή σημαία. Ο σκοπός της επιτροπή ήταν απλός: η παράδοση της πόλης των Αθηνών στα γερμανικά στρατεύματα μετά την συνθηκολόγηση που είχε υπογραφεί. Την επιτροπή αποτελούσαν ο φρούραρχος Αττικοβοιωτίας υποστράτηγος Χρ. Καβράκος, ο Νομάρχης αντιναύαρχος Κ. Πεζόπουλος, ο Δήμαρχος Αθηναίων Αμβρ. Πλυτάς και ο Δήμαρχος Πειραιώς Μιχ. Μανούσος. Χρέη διερμηνέα θα εκτελούσε ο γερμανομαθής συνταγματάρχης Κ. Κανελόπουλος.

 Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  Γερμανοί.jpg Εμφανίσεις:  891 Μέγεθος:  21,3 KB
Λίγο μετά τις 9 ένα μηχανοκίνητο τάγμα μοτοσικλετιστών σταθμεύει έξω από το καφενείο στο ύψος που είχε υψωθεί η λευκή σημαία. Σε λίγα λεπτά καταφθάνει με τεθωρακισμένο όχημα και ο γερμανός αντισυνταγματάρχης Φον Σέϊμπεν και κατευθύνονται όλοι μέσα στο καφενείο.

Σε μια βουβή ατμόσφαιρά συγκεντρώνονται όλοι γύρω από ένα μαρμάρινο τραπέζι όπου βρίσκονταν απλωμένο το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης. Το σύντομο κείμενό κατέληγε στο ότι: «Αι πόλεις των Αθηνών και Πειραιώς και ανοχύρωτοι είναι και ουδεμίαν προτίθενται να αντιτάξουν στρατιωτικήν αντίστασιν εις την κατοχήν. Ελήφθησαν ήδη όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διασφάλισιν της τάξεως εκ μέρους μας μέχρι της εισόδου των Γερμανών». Στο τέλος του τέθηκαν οι υπογραφές των αντιπροσωπειών.

Η πρωτεύουσα, και κατ’ επέκταση η χώρα, είχαν και τυπικά παραδοθεί. Αμέσως οι γερμανοί βάζουν σε κίνηση όλες τις μηχανές και κατευθύνονται μέσω της Βασιλίσσης Σόφιας στην Ακρόπολη για την έπαρση της γερμανικής σημαίας.

Όπως λέγεται μόλις το καφενείο ΛΟΥΞ άδειασε ο κρητικός ιδιοκτήτης του θεώρησε προσβλητικό το γεγονός ότι μέσα στο μαγαζί του υπογράφηκε η παράδοση. Άρχισε να βρίζει και να αναθεματίζει. Κάποια στιγμή, αγανακτισμένος, χτυπάει το χέρι του επάνω στο τραπέζι που λίγο πριν είχε υπογραφεί το πρωτόκολλο παράδοσης. Ήταν τόση η έντασή του που όπως λέγεται το μάρμαρο του τραπεζιού έσπασε στα δυο και αχρηστεύθηκε.

Πάντως οι απόγονοι του Γλεντζάκη φύλαξαν καλοδιατηρημένο μέχρι τις μέρες μας το τραπέζι για να θυμίζει εκείνη την θλιβερή μέρα. Στη περιοχή το μόνο που απέμεινε από τότε είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου Θων (που στέκει απέναντι), μιας και το καφενείο ΛΟΥΞ έχει γίνει τώρα ταχυφαγείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου