O μήνας Μάϊος εἶναι ὁ μήνας τοῦ χρόνου πού περικλείει μέσα του
τήν ἀρχή καί τό τέλος μιᾶς αὐτοκρατορίας, τήν ἵδρυση καί τήν πτώση
τῆς ὡραιότερης, πλουσιότερης καί λαμπρότερης πόλης πού ὑπῆρξε ποτέ
στόν κόσμο.
Μιᾶς πόλης πού ὀνομάστηκε ἀπό τούς ταξιδιῶτες πού
θαμπώθηκαν ἀπό τή δόξα καί τήν ὀμορφιά της, Πόλη τῶν πόλεων.
Μιᾶς πόλης πού ξεπέρασε σέ δύναμη τή θρυλική Βαβυλώνα,
σέ πολυτέλεια τήν παραμυθένια Βαγδάτη, σέ πλοῦτο τή Δαμασκό
μέ τίς χρυσές πύλες της.
τήν ἀρχή καί τό τέλος μιᾶς αὐτοκρατορίας, τήν ἵδρυση καί τήν πτώση
τῆς ὡραιότερης, πλουσιότερης καί λαμπρότερης πόλης πού ὑπῆρξε ποτέ
στόν κόσμο.
Μιᾶς πόλης πού ὀνομάστηκε ἀπό τούς ταξιδιῶτες πού
θαμπώθηκαν ἀπό τή δόξα καί τήν ὀμορφιά της, Πόλη τῶν πόλεων.
Μιᾶς πόλης πού ξεπέρασε σέ δύναμη τή θρυλική Βαβυλώνα,
σέ πολυτέλεια τήν παραμυθένια Βαγδάτη, σέ πλοῦτο τή Δαμασκό
μέ τίς χρυσές πύλες της.
11 Μαΐου τοῦ 330 ἔγιναν τά ἐγκαίνιά της.
21 Μαΐου τοῦ 337 «ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ» ὁ πρῶτος βασιλιάς καί ἱδρυτής της,
Μάϊο πέθανε, παίρνοντας μαζί της στό θάνατο.....
21 Μαΐου τοῦ 337 «ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ» ὁ πρῶτος βασιλιάς καί ἱδρυτής της,
Μάϊο πέθανε, παίρνοντας μαζί της στό θάνατο.....
....καί στό θρύλο τόν τελευταῖο βασιλιά της,
ὀχτώ μέρες μετά τή γιορτή του πού ἦταν καί ἡ γιορτή τοῦ πρώτου βασιλιά της.
ὀχτώ μέρες μετά τή γιορτή του πού ἦταν καί ἡ γιορτή τοῦ πρώτου βασιλιά της.
Χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία γήινα χρόνια μετά ἀπό τή χρονιά πού
ὁ πρῶτος καί μεγάλος ἅγιος βασιλιάς Κωνσταντῖνος ἔδωσε ζωή στήν Πόλη του,
ἄφησε τό θρόνο του –πού κέρδισε μέ τό παραπάνω– στήν αἰωνιότητα καί κατέβηκε νά συμπαρασταθεῖ στόν συνονόματό του βασιλιά καί νά τόν βοηθήσει νά μήν
παραδώσει τήν Πόλη τους, ὅσο εἶχε ἀκόμα ἀναπνοή στό σῶμα του.
Κατέβηκε γιά νά τόν πάρει μαζί του προτοῦ «οἱ βάρβαροι διαβοῦν».
Κατέβηκε γιά νά γίνει ἐκεῖνος μεσίτης στό Θεό γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ τελευταίου
συνονόματου βασιλιά τῆς Πόλης πού εἶχε τό ὄνομα καί τῶν δύο τους.
Γιατί, ἐκτός ἀπό τό ὄνομα, εἶχαν οἱ δυό τους καί πολλά ἄλλα κοινά γνωρίσματα.
ὁ πρῶτος καί μεγάλος ἅγιος βασιλιάς Κωνσταντῖνος ἔδωσε ζωή στήν Πόλη του,
ἄφησε τό θρόνο του –πού κέρδισε μέ τό παραπάνω– στήν αἰωνιότητα καί κατέβηκε νά συμπαρασταθεῖ στόν συνονόματό του βασιλιά καί νά τόν βοηθήσει νά μήν
παραδώσει τήν Πόλη τους, ὅσο εἶχε ἀκόμα ἀναπνοή στό σῶμα του.
Κατέβηκε γιά νά τόν πάρει μαζί του προτοῦ «οἱ βάρβαροι διαβοῦν».
Κατέβηκε γιά νά γίνει ἐκεῖνος μεσίτης στό Θεό γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ τελευταίου
συνονόματου βασιλιά τῆς Πόλης πού εἶχε τό ὄνομα καί τῶν δύο τους.
Γιατί, ἐκτός ἀπό τό ὄνομα, εἶχαν οἱ δυό τους καί πολλά ἄλλα κοινά γνωρίσματα.
Πρῶτα-πρῶτα, ἔζησαν καί οἱ δύο σέ παρόμοιες ἐποχές. Σέ ἐποχές
πού σήμαιναν ἕνα τέλος καί μία ἀρχή. Ὁ πρῶτος ἔζησε στήν ἐποχή πού ἡ παντοδύναμη αὐτοκρατορία τῆς Ρώμης ἔπρεπε νά πέσει. Γιατί εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα της νά πέσει.
Γιατί τό ἤθελε νά πέσει. Γιατί εἶχε κουραστεῖ νά πολεμάει βαρβάρους καί εἶχε ἀφεθεῖ νά ἐξομοιωθεῖ μέ αὐτούς. Γιατί εἶχε ξεχάσει τίς ἀρετές πού τήν εἶχαν κάνει μεγάλη
καί ἰσχυρή καί εἶχε ἀφήσει τήν ἀδικία καί τό χυμένο ἀθῶο αἷμα νά γίνει ὁ βρόχος
πού θά ἔφερνε τό τέλος. Γιατί εἶχε ἀφήσει τούς πατρογονικούς θεούς της γιά νά φέρει ξένους σκοτεινούς καί ἄγριους βαρβαρικούς θεούς, ἀγνοῶντας καί σταυρώνοντας τόν Θεό
πού ἔγινε ἄνθρωπος.
πού σήμαιναν ἕνα τέλος καί μία ἀρχή. Ὁ πρῶτος ἔζησε στήν ἐποχή πού ἡ παντοδύναμη αὐτοκρατορία τῆς Ρώμης ἔπρεπε νά πέσει. Γιατί εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα της νά πέσει.
Γιατί τό ἤθελε νά πέσει. Γιατί εἶχε κουραστεῖ νά πολεμάει βαρβάρους καί εἶχε ἀφεθεῖ νά ἐξομοιωθεῖ μέ αὐτούς. Γιατί εἶχε ξεχάσει τίς ἀρετές πού τήν εἶχαν κάνει μεγάλη
καί ἰσχυρή καί εἶχε ἀφήσει τήν ἀδικία καί τό χυμένο ἀθῶο αἷμα νά γίνει ὁ βρόχος
πού θά ἔφερνε τό τέλος. Γιατί εἶχε ἀφήσει τούς πατρογονικούς θεούς της γιά νά φέρει ξένους σκοτεινούς καί ἄγριους βαρβαρικούς θεούς, ἀγνοῶντας καί σταυρώνοντας τόν Θεό
πού ἔγινε ἄνθρωπος.
Τότε, βρέθηκε ἕνας νεαρός μέ ἕνα παράξενο ὄνομα πού πρῶτος
αὐτός πῆρε, ἕνας νεαρός πού μεγάλωσε μέ τήν ἀπειλή τῆς
δολοφονίας του νά σκιάζει ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς του.
Κι αὐτός ὁ ἀφανής καί ἄπειρος καί κυνηγημένος νεαρός ἀρνήθηκε νά συμπράξει
μέ τό θάνατο τῆς ἐποχῆς του καί ἄνοιξε τό νοῦ καί τήν ψυχή του στό μόνο Θάνατο
πού ἔφερε τήν Ἀνάσταση στό ἀνθρώπινο γένος. Γι’ αὐτό καί μπόρεσε κι ἐκεῖνος,
ἀπό τό θάνατο τοῦ κόσμου του, νά χτίσει τήν ἀνάσταση ἑνός νέου κόσμου.
Καί, ἀπό τήν πτώση τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἔδωσε στόν κόσμο τή γέννηση τῆς Νέας Ρώμης.
αὐτός πῆρε, ἕνας νεαρός πού μεγάλωσε μέ τήν ἀπειλή τῆς
δολοφονίας του νά σκιάζει ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς του.
Κι αὐτός ὁ ἀφανής καί ἄπειρος καί κυνηγημένος νεαρός ἀρνήθηκε νά συμπράξει
μέ τό θάνατο τῆς ἐποχῆς του καί ἄνοιξε τό νοῦ καί τήν ψυχή του στό μόνο Θάνατο
πού ἔφερε τήν Ἀνάσταση στό ἀνθρώπινο γένος. Γι’ αὐτό καί μπόρεσε κι ἐκεῖνος,
ἀπό τό θάνατο τοῦ κόσμου του, νά χτίσει τήν ἀνάσταση ἑνός νέου κόσμου.
Καί, ἀπό τήν πτώση τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἔδωσε στόν κόσμο τή γέννηση τῆς Νέας Ρώμης.
Χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία χρόνια μετά, κι ἀφοῦ εἶχαν ὑπάρξει ἄλλοι
δέκα συνονόματοι βασιλιάδες μεταξύ τους –ὁ καθένας μέ τά λάθη του, ὁ καθένας
μέ τίς ἁμαρτίες του– ἦρθε νά καθήσει στό θρόνο τοῦ πρώτου ὁ πρῶτος μετά
τούς δέκα, ὁ ἑνδέκατος Κωνσταντῖνος.
Ἦρθε κι αὐτός σέ μία ἐποχή πού σήμαινε ἕνα τέλος καί μία ἀρχή.
Ἦρθε τήν ὥρα πού ἡ Νέα Ρώμη εἶχε γεράσει κι αὐτή σάν τήν παλαιά καί ἔπρεπε νά πέσει.
Γιατί εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα της νά πέσει.
Γιατί τό ἤθελε νά πέσει.
Γιατί εἶχε κουραστεῖ νά πολεμάει βαρβάρους καί εἶχε ἀφεθεῖ νά ἐξομοιωθεῖ μέ αὐτούς.
Γιατί εἶχε ξεχάσει τόν πρῶτο βασιλιά πού τήν ἔχτισε καί τίς ἀρετές πού τῆς ἔδωσε.
Γιατί εἶχε ἀρνηθεῖ τό Θεό πού τήν κράτησε καί τήν ἔκανε μεγάλη.
Γιατί, στή θέση τῶν ἁγίων βασιλιάδων, ἔθρεψε προδότες σάν τόν Ἀλέξιο πού ἄνοιξε
τή θύρα στούς Σταυροφόρους γιά νά κερδίσει τό θρόνο τοῦ πατέρα του, κι ἀντί
νά πάρει τό θρόνο παρέδωσε τήν Πόλη πού δέν τοῦ ἀνῆκε, δέν ἦταν δική του νά
τή δώσει, στούς βαρβάρους πού τήν κατασπάραξαν, τή βίασαν, τή λεηλάτησαν
μέ τέτοιο μῖσος, πού θύμιζε τόν ἀφανισμό τῆς Τροίας!
δέκα συνονόματοι βασιλιάδες μεταξύ τους –ὁ καθένας μέ τά λάθη του, ὁ καθένας
μέ τίς ἁμαρτίες του– ἦρθε νά καθήσει στό θρόνο τοῦ πρώτου ὁ πρῶτος μετά
τούς δέκα, ὁ ἑνδέκατος Κωνσταντῖνος.
Ἦρθε κι αὐτός σέ μία ἐποχή πού σήμαινε ἕνα τέλος καί μία ἀρχή.
Ἦρθε τήν ὥρα πού ἡ Νέα Ρώμη εἶχε γεράσει κι αὐτή σάν τήν παλαιά καί ἔπρεπε νά πέσει.
Γιατί εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα της νά πέσει.
Γιατί τό ἤθελε νά πέσει.
Γιατί εἶχε κουραστεῖ νά πολεμάει βαρβάρους καί εἶχε ἀφεθεῖ νά ἐξομοιωθεῖ μέ αὐτούς.
Γιατί εἶχε ξεχάσει τόν πρῶτο βασιλιά πού τήν ἔχτισε καί τίς ἀρετές πού τῆς ἔδωσε.
Γιατί εἶχε ἀρνηθεῖ τό Θεό πού τήν κράτησε καί τήν ἔκανε μεγάλη.
Γιατί, στή θέση τῶν ἁγίων βασιλιάδων, ἔθρεψε προδότες σάν τόν Ἀλέξιο πού ἄνοιξε
τή θύρα στούς Σταυροφόρους γιά νά κερδίσει τό θρόνο τοῦ πατέρα του, κι ἀντί
νά πάρει τό θρόνο παρέδωσε τήν Πόλη πού δέν τοῦ ἀνῆκε, δέν ἦταν δική του νά
τή δώσει, στούς βαρβάρους πού τήν κατασπάραξαν, τή βίασαν, τή λεηλάτησαν
μέ τέτοιο μῖσος, πού θύμιζε τόν ἀφανισμό τῆς Τροίας!
Σέ αὐτούς τούς καιρούς ἦρθε ὁ τελευταῖος, μετά τόν πρῶτο, βασιλιάς Κωνσταντῖνος.
Κι αὐτός κυνηγημένος ἀπό ἐχθρούς καί «φίλους» ὅπως ὁ πρῶτος, κι αὐτός μεγάλος
γιά τούς μικρούς πού τόν περιστοίχιζαν, κι αὐτός ἔχοντας μητέρα μία Ἑλένη,
πού ἡ ἁγιότητά της τόν σκέπαζε καί τόν βοηθοῦσε χωρίς νά φαίνεται.
Κι αὐτός κυνηγημένος ἀπό ἐχθρούς καί «φίλους» ὅπως ὁ πρῶτος, κι αὐτός μεγάλος
γιά τούς μικρούς πού τόν περιστοίχιζαν, κι αὐτός ἔχοντας μητέρα μία Ἑλένη,
πού ἡ ἁγιότητά της τόν σκέπαζε καί τόν βοηθοῦσε χωρίς νά φαίνεται.
Εἶχε κι αὐτός πολλά κοινά στοιχεῖα στό χαρακτῆρα του μέ τόν
πρῶτο. Εἶχε κοινή τήν εὐφυΐα, τήν ἱκανότητα νά βλέπει μακριά, τήν γενναιότητα
νά πέφτει πρῶτος στή μάχη χωρίς νά νοιάζεται γιά τόν ἑαυτό του.
Θά μποροῦσε νά γίνει κι αὐτός ὁ πρῶτος γιά μία νέα γενεά.
Δέν ἔγινε ὅμως. Γιατί, ἀντίθετα ἀπό τόν πρῶτο, ἔκανε τό λάθος νά μήν ἀνοίξει
τό νοῦ καί τήν καρδιά του στό μόνο Θάνατο πού φέρνει τήν ἀνάσταση.
Ἐπηρεασμένος μᾶλλον ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ μεγάλου του ἀδερφοῦ -μέ τό μόνο
πού τόν ἔδενε ἀμοιβαία ἐκτίμηση καί ἀγάπη καί τόν ὁποῖο διαδέχτηκε- ἔστρεψε
τήν ἐλπίδα του στούς λαούς πού μόνο κακό εἶχαν κάνει στήν αὐτοκρατορία.
Δείχνοντας τήν ἴδια ἀφροσύνη μέ τόν Ἀλέξιο, νόμισε ὅτι ἡ Δύση θά θεωρήσει
ὑποχρέωσή της νά βοηθήσει τούς χριστιανούς πού κινδύνευαν ἀπό τούς
ἀλλόθρησκους βαρβάρους.
Καί ἔφερε στήν Ἁγία Σοφία σάν λειτουργούς, αὐτούς πού δέν εἶχαν διστάσει
λίγα χρόνια πρίν νά βεβηλώσουν τήν χρυσή Ἁγία Τράπεζα –τόν τόπο πού
εἶχαν Λειτουργήσει τόσοι καί τόσοι ἅγιοι– μέ ὄργια πού ἀνατριχιάζει κανείς νά
τά διαβάζει καί μετά νά τεμαχίσουν τό χρυσό της γιά νά τόν πάρουν λάφυρο
στίς πατρίδες τους, πού δέν εἶχαν δεῖ οὔτε στά πιό τρελά ὄνειρά τους τέτοιο πλοῦτο...
πρῶτο. Εἶχε κοινή τήν εὐφυΐα, τήν ἱκανότητα νά βλέπει μακριά, τήν γενναιότητα
νά πέφτει πρῶτος στή μάχη χωρίς νά νοιάζεται γιά τόν ἑαυτό του.
Θά μποροῦσε νά γίνει κι αὐτός ὁ πρῶτος γιά μία νέα γενεά.
Δέν ἔγινε ὅμως. Γιατί, ἀντίθετα ἀπό τόν πρῶτο, ἔκανε τό λάθος νά μήν ἀνοίξει
τό νοῦ καί τήν καρδιά του στό μόνο Θάνατο πού φέρνει τήν ἀνάσταση.
Ἐπηρεασμένος μᾶλλον ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ μεγάλου του ἀδερφοῦ -μέ τό μόνο
πού τόν ἔδενε ἀμοιβαία ἐκτίμηση καί ἀγάπη καί τόν ὁποῖο διαδέχτηκε- ἔστρεψε
τήν ἐλπίδα του στούς λαούς πού μόνο κακό εἶχαν κάνει στήν αὐτοκρατορία.
Δείχνοντας τήν ἴδια ἀφροσύνη μέ τόν Ἀλέξιο, νόμισε ὅτι ἡ Δύση θά θεωρήσει
ὑποχρέωσή της νά βοηθήσει τούς χριστιανούς πού κινδύνευαν ἀπό τούς
ἀλλόθρησκους βαρβάρους.
Καί ἔφερε στήν Ἁγία Σοφία σάν λειτουργούς, αὐτούς πού δέν εἶχαν διστάσει
λίγα χρόνια πρίν νά βεβηλώσουν τήν χρυσή Ἁγία Τράπεζα –τόν τόπο πού
εἶχαν Λειτουργήσει τόσοι καί τόσοι ἅγιοι– μέ ὄργια πού ἀνατριχιάζει κανείς νά
τά διαβάζει καί μετά νά τεμαχίσουν τό χρυσό της γιά νά τόν πάρουν λάφυρο
στίς πατρίδες τους, πού δέν εἶχαν δεῖ οὔτε στά πιό τρελά ὄνειρά τους τέτοιο πλοῦτο...
Εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς πῶς ἄντεξε ἡ τόσο ἀγαθή καί γενναία
καρδιά του νά ἐλπίσει σ’ αὐτούς πού κατέστρεψαν καί βεβήλωσαν τούς τάφους
τῶν παλιῶν βασιλιάδων τῆς αὐτοκρατορίας του, ἀκόμη καί τόν τάφο τοῦ
πρώτου Κωνσταντίνου καί τῆς μητέρας του, στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Αὐτούς πού ξέθαψαν τόν μεγάλο πολεμιστή καί βασιλιά, τόν Βασίλειο –
αὐτόν πού ζήτησε νά ταφεῖ στό Ἕβδομο ἀντί γιά τούς Ἁγίους Ἀποστόλους,
γιά νά ἀκούει καί ἀπό τόν τάφο του τό βῆμα τῶν στρατῶν πού ἔκαναν παρελάσεις
καί γυμνάσια, αὐτοῦ πού τόν ἔτρεμαν καί νεκρό οἱ ἐχθροί του- καί ἔβαλαν
στό στόμα τοῦ σκελετοῦ του ἕνα καλάμι σάν ψεύτικη φλογέρα γιά νά τόν ἐμπαίξουν.
καρδιά του νά ἐλπίσει σ’ αὐτούς πού κατέστρεψαν καί βεβήλωσαν τούς τάφους
τῶν παλιῶν βασιλιάδων τῆς αὐτοκρατορίας του, ἀκόμη καί τόν τάφο τοῦ
πρώτου Κωνσταντίνου καί τῆς μητέρας του, στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Αὐτούς πού ξέθαψαν τόν μεγάλο πολεμιστή καί βασιλιά, τόν Βασίλειο –
αὐτόν πού ζήτησε νά ταφεῖ στό Ἕβδομο ἀντί γιά τούς Ἁγίους Ἀποστόλους,
γιά νά ἀκούει καί ἀπό τόν τάφο του τό βῆμα τῶν στρατῶν πού ἔκαναν παρελάσεις
καί γυμνάσια, αὐτοῦ πού τόν ἔτρεμαν καί νεκρό οἱ ἐχθροί του- καί ἔβαλαν
στό στόμα τοῦ σκελετοῦ του ἕνα καλάμι σάν ψεύτικη φλογέρα γιά νά τόν ἐμπαίξουν.
Εἶναι δυνατόν ὁ εὐφυής καί δυνατός νοῦς του νά μήν ὑποψιαζόταν ὅτι τό βαθύ
καί καταλυτικό μῖσος καί ὁ φθόνος τῶν λαῶν τῆς Δύσης δέν μαλακώνουν
μέ τίποτα καί νά ἐλπίζει κάτι καλό ἀπό αὐτούς;
Δέν κατάλαβε ὅτι δέν ἦταν τυχαῖο τό ὅτι ὁ πρῶτος ἅγιος Κωνσταντῖνος, παρ’ ὅλο
πού στέφθηκε στό York τῆς Βρετανίας, στράφηκε στήν Ἀνατολή καί δέν ἤθελε
οὔτε γιά ἐπίσκεψη νά πάει στή Ρώμη!
Δέν εἶδε ὅτι, μπορεῖ ἡ Δύση νά κυνήγησε καί νά ἐξόντωσε τούς λύκους ἀπό
τά δάση της καί τά βουνά της –στίς μέρες μας ἔφτιαξαν τεράστιους αὐτοκινητόδρομους
ἐκεῖ πού κάποτε κυνηγοῦσαν οἱ λύκοι– ἔχουν πάρει ὅμως οἱ ἴδιοι μέχρι καί σήμερα
τή θέση τῶν λύκων, δείχνοντας τήν ἴδια ἁρπαχτικότητα καί ἀγριότητα
καί τήν ἀδίσταχτη ἔλλειψη ἐλέους.
καί καταλυτικό μῖσος καί ὁ φθόνος τῶν λαῶν τῆς Δύσης δέν μαλακώνουν
μέ τίποτα καί νά ἐλπίζει κάτι καλό ἀπό αὐτούς;
Δέν κατάλαβε ὅτι δέν ἦταν τυχαῖο τό ὅτι ὁ πρῶτος ἅγιος Κωνσταντῖνος, παρ’ ὅλο
πού στέφθηκε στό York τῆς Βρετανίας, στράφηκε στήν Ἀνατολή καί δέν ἤθελε
οὔτε γιά ἐπίσκεψη νά πάει στή Ρώμη!
Δέν εἶδε ὅτι, μπορεῖ ἡ Δύση νά κυνήγησε καί νά ἐξόντωσε τούς λύκους ἀπό
τά δάση της καί τά βουνά της –στίς μέρες μας ἔφτιαξαν τεράστιους αὐτοκινητόδρομους
ἐκεῖ πού κάποτε κυνηγοῦσαν οἱ λύκοι– ἔχουν πάρει ὅμως οἱ ἴδιοι μέχρι καί σήμερα
τή θέση τῶν λύκων, δείχνοντας τήν ἴδια ἁρπαχτικότητα καί ἀγριότητα
καί τήν ἀδίσταχτη ἔλλειψη ἐλέους.
Πάντως, ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγματα, ὅποια λάθη κι ἂν ἔκανε,
δέν ντρόπιασε ὁ τελευταῖος βασιλιάς τό ὄνομα τοῦ πρώτου.
Στό τέλος ἔμειναν οἱ ὁμοιότητες, ὄχι οἱ διαφορές.
Γι’ αὐτό μποροῦμε νά ἐπαναλάβουμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν Καρυωτάκη:
δέν ντρόπιασε ὁ τελευταῖος βασιλιάς τό ὄνομα τοῦ πρώτου.
Στό τέλος ἔμειναν οἱ ὁμοιότητες, ὄχι οἱ διαφορές.
Γι’ αὐτό μποροῦμε νά ἐπαναλάβουμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν Καρυωτάκη:
...κι ἔπεσεν χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τό χαμό του
Μά μή!
Σέ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δέν ταιριάζει!
Μά μή!
Σέ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δέν ταιριάζει!
*Νινέττα Βολουδάκη
*η φωτό από : Eleonora Aggelou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου