Σελίδες

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Ναπολέων Λαπαθιώτης..."Μόνος μέσ’ στον θάνατό μου"

napoleon-lapathiotis

 «Λοιπόν, η ζωή του Λαπαθιώτη, όσο κ’ η Ποίησή του, όσο και το μοιραίο 

σημείο που κ’ οι δυο σταμάτησαν […] στάθηκαν […] κατά το πιο 

μεγάλο τους μέρος, ένα έργο Τέχνης» σημειώνει ο προσωπικός του φίλος 

Τέλλος Άγρας, στο τεύχος 398 του περιοδικού Νέα Εστία το οποίο, 

παρότι ως ημερομηνία έχει την Πρωτοχρονιά του 1944-αρχή του τελευταίου 

έτους της Κατοχής-, τυπώνεται μετά την αυτοκτονία του Λαπαθιώτη 

(που έγινε νύχτα της 7ης προς την 8η Ιανουαρίου). 

Έτσι, στο περιοδικό δημοσιεύονται νεκρολογίες για τον αυτόχειρα 

που υπογράφουν (εκτός από τον Άγρα) οι, επίσης φίλοι του, Κλέων Παράσχος 

και Τάκης Παπατσώνης, ενώ ο Πέτρος Χάρης αναφέρεται στο χρέος να διασωθεί 

το αρχείο του ποιητή, όπως ο ίδιος με επιστολή του ήδη από το 1942 του ζητούσε. 

Ο μόνος από τους κοντινούς του ανθρώπους που λείπει από εκείνο το αφιέρωμα 

της Νέας Εστίας, που αποτελεί ντοκουμέντο, καθώς συμπεριλαμβάνει κείμενα 

εν θερμώ γραμμένα για τον ποιητή που επέλεξε (αν και όχι απροσδόκητα) την έξοδο 

από τη ζωή, είναι ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου. 

Κι αυτό, διότι ο Παπανικολάου είχε πεθάνει από ισχυρή δόση ναρκωτικών 

(πάθος που μοιραζόταν με τον Λαπαθιώτη) ήδη από τον Οκτώβριο του 1943.

Κλέων Παράσχος
Κλέων Παράσχος
Ο Λαπαθιώτης, πάντως, το 1909, την εποχή της ακμής του, 
«την εποχή (1909-1917 το πολύ)» που «κυριάρχησε σαν 
μετέωρο αλησμόνητο αλλά σύντομο η μοναδική 
μορφή του» [1], έγραφε σε άρθρο του με τον εύγλωττο 
υπότιτλο «L’ Art pour l’ Art»: [2] «Η Τέχνη όπως και 
κάθε τι Ωραίον δεν έχει σκοπόν απώτερον ειμή αυτήν
ταύτην την ύπαρξίν της»

Το προγραμματικό αυτό κείμενό του μας δίνει μάλλον 
ένα κλειδί ερμηνείας για το έργο του αλλά και για τον 
τρόπο ζωής του. Τέχνη είναι το Ωραίον για τον Λαπαθιώτη και ο ίδιος υπήρξε 
θρυλική μορφή —σύμφωνα με τον Κώστα Στεργιόπουλο [3]— 
που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα στην Αθήνα, ήδη πριν από 
την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων (κατά τους οποίους 
—αυτός, ο γιος του στρατηγού— απέφυγε να καταταγεί στον στρατό, 
δηλώνοντας ψευδή ημερομηνία γέννησης, το 1895, αντί το 1888, γεγονός 
που δημιούργησε σύγχυση στους μελετητές· αυτό, τουλάχιστον, ισχυρίζεται 
ο αξιωματικός ε.α. Τάσος Ι. Μουμτζής, «προπαιδευτής» του Λαπαθιώτη 
στον 8ο Λόχο του 1ου Πεζικού Συντάγματος,όπου το 1914 παρουσιάστηκε 
σαν κληρωτός, γεννηθείς το 1895 — τη μαρτυρία Μουμτζή υιοθετεί 
ο Τάσος Κόρφης: βλ. Λέξη, Μάρτης-Απρίλης 1984, τχ. 33). 
Το κάλλος και η καλαισθησία του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε τη 
βαθιά μόρφωση που άρμοζε στην οικογένειά του, γνώριζε άριστα αγγλικά, 
γαλλικά και ιταλικά, είχε κάνει επί χρόνια μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής 
(πάντα όλο και κάτι σκίτσαρε στα χαρτιά του), ήταν πτυχιούχος της Νομικής 
(χωρίς ποτέ να ασκήσει το επάγγελμα), έγραφε σε πολλά έντυπα 
αλλά δεν συναναστρεφόταν το συνάφι — όλα αυτά αρκούσαν για να δώσουν 
στο όνομά του μυθική διάσταση.
Σκίτσα του Λαπαθιώτη από το αρχείο του στο Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.
Μήτσος Παπανικολάου
Μήτσος Παπανικολάου
Το «ωχρό “βυρωνικόν όνειρο ανθισμένο στα κλίματα 
τ’ αττικά”», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του 
Άγρα που παραλλάσσει τον μπωντλερικό στίχο [4], 
ήταν άνθρωπος που «του άρεσε να τον παρεξηγούν, 
επιζητούσε τις παρεξηγήσεις, από ένα είδος νοσηρού 
ναρκισισμού κι ακόμα και κάποια περιφρόνηση προς 
την κοινή γνώμη, που θαρρείς και την προκαλούσε»
σημειώνει ο συγγραφέας και εκδότης Γ. Τσουκαλάς [5] 
που τη δεκαετία του ’20 (κυρίως, το 1927) συντρόφευε τον ποιητή στις ολονύκτιες 
βόλτες του για τις οποίες ήταν διάσημος, στις περιπλανήσεις όπου ζητούσε 
«να ξαναβρεί κάτω από το μοναχικό φως των άστρων τη σιωπηλή γοητεία των 
πρώτων του ονειροπολήσεων»
Όπως γράφει ο Τσουκαλάς: «τον έπαιρνα από το σπίτι του όταν βράδιαζε, και 
τον συνόδευα πια ως εκεί όταν κόντευε πια να ξημερώσει»
Κάθονταν στο «Γυαλί καφενέ» του Ζαππείου, έπιναν καυτό τσάι το χειμώμα 
και λεμονάδες το καλοκαίρι, ώσπου να πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα, να φύγουν 
και οι τελευταίοι περιπατητές — κι έπειτα συναναστρέφονταν τους «νυχτερινούς 
τύπους του Ζαππείου […] που περιέφεραν τις έκφυλες επιθυμίες τους στο 
προστατευτικό σκοτάδι του ανοιξιάτικου πάρκου»[6] 
Οι «ύποπτοι» αυτοί περίπατοι ασφαλώς τον κατέταξαν μεταξύ εκείνων που 
αναζητούσαν την «παράνομη ηδονή» στην επαρχιακή Αθήνα των ούτε 300.000 
κατοίκων της εποχής. 
Ο Τσουκαλάς θα αξιοποιήσει μυθιστορηματικά τις νυκτερινές εξόδους του με τον 
Λαπαθιώτη και θα κάνει τους δυο τους κεντρικούς ήρωες στο 
μυθιστόρημά του Κουρασμένος απ’ τον έρωτα (επανεκδόθηκε το 2013 από 
τις εκδόσεις Φαρφουλάς), όπου κατά κάποιον τρόπο επιχειρεί και να 
αποκαταστήσει τη φήμη του αγαπημένου του φίλου. 
Η απάντηση του εστέτ Λαπαθιώτη θα δοθεί με μια από τις επιστολές που τόσο του 
άρεσε να γράφει, σταλμένη με τον στρατιώτη-ορντινάτσα του στρατηγού 
πατέρα του: «Αγαπητέ μου φίλε, τι σου έκαμα για να μου καταστρέψεις την κακή μου 
φήμη, που τόσα χρόνια παιδεύτηκα για να την δημιουργήσω;»
Εξάλλου, ο Λαπαθιώτης είχε πρωταγωνιστήσει το 1910 στο «σκάνδαλο της Ανεμώνης», 
που ξέσπασε όταν δημοσιεύτηκε το ποίημά του «Κι έπινα μέσ’ απ’ τα χείλη σου»
το οποίο εξερέθισε τα συντηρητικά αντανακλαστικά του Σπύρου Μελά και του 
Γεώργιου Τσοκόπουλου, οι οποίοι εξεμάνησαν σε τέτοιο βαθμό που 
ζήτησαν την παρέμβαση του εισαγγελέα. Έκτοτε, ο Λαπαθιώτης δεν έπαψε 
να σχολιάζει ειρωνικά τον Μελά δοθείσης κάθε ευκαιρίας. 
Οι δημόσιες αντεγκλήσεις φάνταζαν φυσική κατάσταση για τον Λαπαθιώτη, 
δεδομένου ότι, όχι απλώς έστελνε στον Τύπο της εποχής πύρινες επιστολές 
-μα και ιδιωτικώς σε λόγιους και χρονογράφους για να τους τα ψάλει-
κατακεραυνώνοντας συμπεριφορές και στάσεις που δεν ενέκρινε, αλλά και βρέθηκε 
στο μάτι του κυκλώνα σε περιστάσεις όπως, π.χ., με το «Μανιφέστο» του το 1914, 
εναντίον των επικριτών του Καβάφη το 1924, και κυρίως κατά του Ψυχάρη 
που είχε χαρακτηρίσει τον Αιγυπτιώτη καραγκιόζη της δημοτικής, ή με τον φιλολογικό 
καυγά του με τον Χαρ. Παπαντωνίου το 1927.
Νουμάς, τ. 524 (1914)
Νουμάς, τ. 524, 1914 (Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.)
Τάκης Παπατσώνης
Τάκης Παπατσώνης
Σύμφωνα με τον Τσουκαλά, ωστόσο, ο Λαπαθιώτης 
«αναζητούσε πάντα την ομορφιά το τέλειο, κι αυτό τον 
έκανε να μην αποφασίζη να τυπώση σε βιβλίο 
τα ποιήματά του» [7]. 
Ωστόσο, ο Λαπαθιώτης που εξέδωσε μία και μόνη 
ποιητική συλλογή με περίπου 40 ποιήματα, το 1939, 
έχει δώσει την απάντησή του, έμμεσα, από το 1909 
(χρονιά που ήδη αποτελούσε στη φιλολογική Αθήνα 
«ποιητή γνωστόν, πολύ αγαπητό, ζωσμένον από μιαν αίγλη θρύλου», με 
«ντύσιμο δανδή […] σχεδόν λιγάκι προκλητικό» [8]). 
Έγραφε, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης: «ο καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη να συνεννοήται 
μετά του λοιπού κόσμου· ο καλλιτέχνης εργάζεται χάριν μιας ιδικής του 
ατομικής απολαύσεως και παράγει έργα τέχνης μόνον εφ’ όσον αποβλέπη 
εις την ικανοποίησιν του ιδίου του του πόθου». Και συνέχιζε, λέγοντας ότι επλάσθη 
«η Τέχνη διά την ικανοποίησιν των Εκλεκτών», για να καταλήξει: 
«Κι ο Εκλεκτός ο οποίος θεωρεί ως μοναδικήν του απόλαυσιν να καπνίζη πούρα 
της Αβάνας ή να μυρώνεται με Pompeia και με Floramye, και το κάμνει αποκλειστικώς 
και μόνον διά να τέρψη, δι’ ενός ωραίου μέσου και διά μια ωραίας ηδονής, 
αποκλειστικώς και μόνον το “εγώ” του, είναι περισσότερο καλλιτέχνης από 
τον κοινόν άνθρωπον ο οποίος αφιέρωσε όλην του τη ζωήν εις το να ονειροπολή 
θείας εκστάσεις παραδείσων και να συνθέτη λαξευτούς και αμέμπτους ιάμβους 
και αναπαίστους» [9]
Και με τη δήλωση αυτή ο Λαπαθιώτης αν δεν επιβάλλει, πάντως μας παρέχει, νομίζω, 
τον τρόπο ανάγνωσης και για τη ζωή και για το έργο του. 
Σε κάθε περίπτωση, τα ποιήματα που δημοσιεύει το 1939 δίνουν μία μόνη όψη 
του έργου του, του «παθολογικά απελπισμένου» ποιητή, κατά τον 
Παπατσώνη, προοικονομώντας τον αναπόφευκτο θάνατο: 
«Κι αφού καμμιάν άλλη / χαρά δεν αισθάνθη (η καρδιά μου) / 
— να σβήση όπως σβήνουν / τα’ ανώφελα άνθη».
_MG_7700
 Αρχείο Λαπαθιώτη, Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.
Διόλου τυχαία, μόλις έναν χρόνο προτού ο Λαπαθιώτης αναφερθεί 
«στην τέχνη για την τέχνη», και οκτώ χρόνια ύστερα από τον πρόωρο θάνατο 
του Όσκαρ Ουάιλντ, σε άρθρο του στην εφημερίδα Εσπερινή (8/6/1908) 
σημειώνει: «Η φιλολογία του Όσκαρ Ουάιλδ είναι θρησκεία ιδανική, θρησκεία 
της μεγάλης Καλλονής» — 19 χρόνια αργότερα (1/5/1927), θα αποστείλει επιστολή 
προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο (τον προσφωνεί «Φίλε Κύριε»), 
με την οποία θα τον παρακαλεί να τον διαγράψει από το χριστιανικό ποίμνιο, 
με το επιχείρημα ότι κάθε θρησκεία τού είναι περιττή. 
Κατά ειρωνεία της τύχης, ο Λαπαθιώτης θα αυτοκτονήσει άπορος πλέον, όπως 
ακριβώς πεθαίνει και το αγαπημένο είδωλό του.
_MG_7660
Ο Λαπαθιώτης —που πραγμάτωνε «την εικόνα του ποιητικού ανθρώπου, 
ωραίου, νέου, κομψού ανοιγμένου προς ό,τι μπορεί να δώση σε μια τρυφερή 
καλλιτεχνική ευαισθησία η ζωή» [10], που με φανερή ευχαρίστηση τραβούσε την 
προσοχή καθώς «έκοβε βόλτες κάθε βράδυ, απάνω κάτω, στον πιο συχναζόμενο 
τότε περίπατο, στην οδό Σταδίου, με το σκληρό του μαύρο καπέλλο, με το μεσάτο 
επανωφόρι του, μ’ ένα φανταχτερό λουλούδι πάντα στη μπουτονιέρα, φιγούρα 
παράξενη, ποιητική μα και αισθητική, δέρμα ασπρορόδινο, ανήλιαγο, φεγγερό και 
λεπτό σα γυναικείο, γαλάζια μάτια, τρυφερά, αβρά, ονειροπαρμένα, στόμα μικρό 
αλλά με μια κοκκινίλα και με μια υγράδα αισθησιακή»— δεν δεχόταν εύκολα 
spiti
επισκέψεις στο αρχοντικό του σπίτι (σώζεται και σήμερα ημικατεστραμμένο 
στα Εξάρχεια, Κουντουριώτη και Οικονόμου γωνία) όπου ζούσε με τους γονείς του 
έως λίγο πριν από την αυτοκτονία του, τα πάρα πολλά βιβλία τους, 
τα υπογεγραμμένα αυτόγραφα που είχε καταφέρει να πάρει από τους ξένους 
συγγραφείς που θαύμαζε, και τις πολλές του γάτες (ονειρευόμουν να κρατήσω στα 
γόνατά μου τα παιδιά του —είχε εξομολογηθεί 
η αρχόντισσα μεσολογγίτισσα μητέρα του στον Κλέωνα Παράσχο-αλλά εντέλει 
νταντεύω τις γάτες του). Ζούσε μια ζωή που άρχιζε στις 4 το απόγευμα: 
ρέμβαζε μια-δυο ώρες στο πιάνο (έγραφε ενίοτε τις συνθέσεις του), ώσπου 
το βραδάκι ξεκινούσε τις κοσμικές εμφανίσεις στο Νέο Φάληρο ή στη 
Σταδίου εντυπωσιάζοντας με την εμφάνισή του —ακόμα και με τη στρατιωτική στολή 
που τη φόρεσε για λίγες μόνο εβδομάδες, μετά την επανάσταση στο Γουδί, με 
τον πατέρα του Υπουργό των Στρατιωτικών— και ακολουθούσαν οι ώρες της 
μοναξιάς, οι περίπατοι στους κήπους, ο θρύλος των ύποπτων σχέσεων. 
Στις 3, 4 ή 5 το πρωί επέστρεφε στο σπίτι, και τότε έγραφε, για να κοιμηθεί 
στις 7 ή στις 8, καταργώντας τη μέρα «σα μια θορυβώδη πραγματικότητα, έξω 
από τους μυστικούς του κόσμους»
Μόνο στον Μεγάλο Πόλεμο εργάστηκε για λίγο, ακολουθώντας, ως διερμηνέας 
με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, τον πατέρα του στην Αίγυπτο, αλλά δεν 
έμελλε να σταδιοδρομήσει στον στρατό, επέστρεψε στον ασκητισμό του 
-στην Αλεξάνδρεια, πάντως, γνωρίζει τον Καβάφη, με τον οποίο έκτοτε αραιά 
αλληλογραφεί, και πηγαίνει για πρώτη φορά σε χασισοποτείο. 
Αργότερα, θα βρεθεί στη δίνη των σκληρών ναρκωτικών, που ειδικά μετά τον 
θάνατο της μητέρας του το 1937 θα τον οδηγήσουν στην παρακμή: ωχρός, 
χωρίς δόντια, απεριποίητος, με τα ρουθούνια του κατακόκκινα να μαρτυρούν τη χρήση.
_MG_7699
Αρχείο Λαπαθιώτη, Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.
Ο ποιητής, λοιπόν, με τις «φιλολογικά πρωτοποριακές και αισθητικά θαμπωτικές» 
εμφανίσεις όπως τις χαρακτηρίζει ο φίλος του Τάκης Παπατσώνης, που τον είχαν 
αναγάγει στον «νέο Απόλλωνα» της πόλης, «βγήκε, έλαμψε διάττοντας, μόνο και μόνο 
για να καταπέσε σκληρά, να νικηθεί, να ζήσει μαύρα ακατανόητα χρόνια θανάτου πριν 
από το θάνατο, να ερημωθή ψυχικά, να κλειστεί με αδάμαστη την αγέρωχη 
στάση του, παραδομένος στους τεχνητούς παραδείσους, ηθικό και σωματικό ράκος» [11].
Πέτρος Χάρης
Πέτρος Χάρης
Η εποχή του τον αποθέωσε ως νέο Απόλλωνα στην ακμή του, 
τον είδε ως «κουρασμένο, μαλθακό και ξεστρατισμένο ευγενή» 
στην παρακμή του. Σήμερα είναι προφανές ότι πίσω από 
την εκζήτηση υπήρχε, εκτός από την 
προφανή του αντισυμβατικότητα, και το ανικανοποίητο 
μιας ζωής που δεν μπορούσε να αναχθεί στο απόλυτα 
Ωραίον που επιζητούσε, κι έτσι, σαν άλλος 
Ντόριαν Γκρέι, τριγυρνούσε τη νύχτα που η έλλειψη φωτός 
επιτρέπει στα μάτια της φαντασίας να λειτουργούν με 
μεγαλύτερη ελευθερία. Η σύγχρονη κριτική δεν τον συμπάθησε ιδιαίτερα, εξαντλήθηκε 
εν πολλοίς στον χαρακτηρισμό του ως νεορομαντικού και αισθησιακού 
ποιητή. Χαρακτηριστική είναι η ομολογία του Αλέξανδρου Αργυρίου [12] ότι, 
όταν κάποια στιγμή στα νιάτα του χρειάστηκε μερικά χρήματα και αναγκάστηκε 
να πουλήσει τρία βιβλία από τη βιβλιοθήκη του, το ένα από τα τρία που πήρε, 
με ήσυχη συνείδηση όπως λέει, ήταν τα Ποιήματα του Λαπαθιώτη. 
Αλλά δεν τον αγάπησε ούτε ο επιμελητής της συγκεντρωτικής έκδοσης των 
ποιημάτων του, Άρης Δικταίος, ο οποίος στην επέτειο των 20 χρόνων από τον 
θάνατο του Λαπαθιώτη, αφού εξιστορεί το πώς οφείλει στον Λαπαθιώτη τη δική του 
ποιητική εμφάνιση στα γράμματα, και για ποιον λόγο έπειτα ο ευεργετηθείς θύμωσε 
με τον ευεργέτη του, δεν διστάζει να τον χαρακτηρίσει —και μάλιστα σε αφιέρωμα 
μνήμης στον Λαπαθιώτη— «ξεπερασμένη γεροντοκόρη» [13]. 
Ο Δικταίος σχολιάζει ηθικολογικά τα πάντα στον Λαπαθιώτη —την ευγενική καταγωγή, 
την ομορφιά, την εξυπνάδα, την καλλιέργεια— ως απλώς δώρα της τύχης 
που τον κατέστρεψαν. Και παρά ταύτα, ο Δικταίος θα γίνει ο εισηγητής του 
αδημοσίευτου έργου του Λαπαθιώτη, αναλαμβάνοντας το ποιητικό σώμα του 
νεκρού ποιητή, μάλλον χωρίς να είναι σε θέση να το κρατήσει ζωντανό
-κι έτσι, ο Λαπαθιώτης θα απομείνει τα επόμενα χρόνια, και μέχρι σήμερα, 
«μόνος μέσ’ τον θάνατό» του-όπως έγραψε στο ποίημα με τίτλο 
«Αποχαιρετισμοί στη μουσική (στίχοι της παλιάς τεχνοτροπίας)», το οποίο απέστειλε 
στον Πέτρο Χάρη παραμονές της Πρωτοχρονιάς 1944 (βλ. παρακάτω· οπαδός της 
παλιάς τεχνοτροπίας ο Λαπαθιώτης —ενδιαφέρον έχει πώς εμφανίζεται συντηρητικός 
ως προς τη νεωτερική ποίηση— με τον υπότιτλο αυτό μοιάζει να αυτοσαρκάζεται 
στις τελευταίες του ημέρες, στο μάλλον τελευταίο του ποίημα).
_MG_7697
Ο Λαπαθιώτης, της γενιάς του 1920, της ίδιας γενιάς με τον Καρυωτάκη, φαίνεται 
πως δεν άρθηκε στο ύψος της ποίησης εκείνου. 
Κι ωστόσο, κάτι από τον Λαπαθιώτη μάς διαφεύγει. 
Διότι, ακόμη και σήμερα, δεν έχουμε πλήρη εικόνα του έργου του. 
Ακόμη και σήμερα η πνευματική του προσωπικότητα δεν έχει σε βάθος μελετηθεί. 
Στο «Μανιφέστο» του, που δημοσίευσε το 1914, στα 26 του χρόνια, στο 
περιοδικό Νουμάς, αφού προέβαινε στην καταγγελία των «μικρανθρώπων» 
που μπήκαν στο άλσος της Τέχνης, και δήλωνε αηδιασμένος, ζητούσε 
από τους συνομηλίκους του να περιφρονήσουν τις μετριότητες, τα παράσιτα και 
τα μαλάκια που έχουν ανέβει στο χρυσό θρονί της Τέχνης και, αφού γκρεμίσουν 
τα ψεύτικα είδωλα, να δημιουργήσουν το Νέο Ελληνικό Πνεύμα. 
Και πράγματι, το κάλεσμά του είχε ανταπόκριση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία 
του Παύλου Νιρβάνα [14], οι νέοι συγκεντρώθηκαν στο περιοδικό για να 
κηρύξουν την επανάσταση κατά της φαυλοκρατίας στο χώρο των γραμμάτων. 
Αργότερα, ο Λαπαθιώτης θα γοητευόταν από το όνειρο της Επανάστασης, 
και θα υποστήριζε την κομμουνιστική ιδεολογία. 
Το σύνθετο έργο του, όπως αναφέρει ο Τέλος Άγρας —από το 1919 κ.ε. 
έδινε στο Έθνος μεταφραστική συνεργασία κάθε μέρα, κι έπειτα έγραφε 
διηγήματα, ποιήματα κ.λπ. κάθε εβδομάδα— τον καθιστά εν τέλει από 
τους πολυγραφότερους της γενιάς του. Το σύμπαν «Λαπαθιώτης» δεν έχει λοιπόν 
επαρκώς μελετηθεί. Περιμένει τον μελετητή που θα σκύψει πάνω από το 
σύνολο του αρχείου του (σκορπισμένο κι αυτό, μέρος του βρίσκεται 
στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) και θα τον ανακαλύψει στην 
πλήρη διάστασή του. Έως, τότε, με τα δικά του λόγια:
«Συνήθως το έργο ενός αληθινού τεχνίτη δεν είναι παρά μια μικρή σταγόνα 
απ’ το σκοτεινό ωκεανό της προσωπικότητός του. Γι’ αυτό κι ο μεγάλος 
καλλιτέχνης πεθαίνει πάντα με το μυστικό παράπονο ότι δεν κατόρθωσε, 
παρ’ όλα όσα έκανε, να εκφραστεί να δοθεί ολάκερος στον κόσμο» [15].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τάκης Παπατζώνης, «Ο Λαπαθιώτης μετέωωρο και σκιά», Νέα Εστία, τχ. 398-399, Πρωτοχρονιά 1944.
2. Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Η Τέχνη… και τα λοιπά! L’ Art pour l’ Art», Νέον Άστυ, 12/5/1909.
3. Κώστας Στεργιόπουλος, «Ένας Αθηναίος Ντόριαν Γκρεϋ.  Ο Ναπ. Λαπαθιώτης και η ποίησή του», 

Νέα Εστία, τχ. 881, 15/3/1964.
4. Τέλλος Άγρας, «Έργον τέχνης», Νέα Εστία, τχ. 398-399, Πρωτοχρονιά 1944.
5. Γ. Τσουκαλάς, «Η πολυφίλητη σκιά», Νέα Εστία, τχ. 881, 15/3/1964.
6. Ό.π.
7. Ό.π.
8. Κλέων Παράσχος, «Ναπολέων Λαπαθιώτης», Νέα Εστία, τχ. 398-399, Πρωτοχρονιά 1944.
9. Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Η Τέχνη… και τα λοιπά! L’ Art pour l’ Art», ό.π.10. Κλέων Παράσχος, ό.π.
11. Τάκης Παπατζώνης, ό.π.
12. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ένας Λαπαθιώτης κοιταγμένος μεροληπτικά, στο όνομα μιας νέας νοοτροπίας», Η Λέξη, τχ. 33, Μάρτης-Απρίλης 1984.
13. Άρης Δικταίος, «Πώς γνωρίστηκα με τον Λαπαθιώτη», τχ. 881, 15/3/1964.
14. Παύλος Νιρβάνας, «Οι νέοι», Νέα Ελλάς, 23/5/1914.
15. Τάσος Κόρφης, «Η αισθητική του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μέσα από το ανέκδοτο ημερολόγιό του»  (στοχασμός 2.7.1932), Διαβάζω, αρ. 95, 30/5/84.

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

*της Ελένης Κεχαγιόγλου

Έρευνα αρχείου και επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς
 [...] μερικά κείμενα ΕΔΩ https://dimartblog.com/2014/11/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου