= κάμπια (η) ουσ. {<αρχ. κάμπη} η σκωλυκόμορφη προνύμφη λεπιδόπτερων εντόμων.
Η
λεξικογράφηση τους ίσως είναι λιγο ωραιοποιημένη.
Στην αρχή της Άνοιξης
που βγαίνουν για σεργιάνι σπέρνουν... "τον τρόμο"
στους διαβάτες που
κινούνται κάτω από δέντρα.
Συνήθως ευδοκιμεί στα πευκόφυτα και για αυτό
δεν συνηθίζουν
να κυκλοφορούν ελεύθερες στην πόλη.
Τα
μικρά άλση κατακλίζονται από τις στοιχισμένες σε
φάλαγγα κάμπιες
που κάνουν πάντα ομαδικά την εμφανισή τους.
Το αντίκρυ
τους και μόνο στρέφει το κεφάλι στην άλλη μεριά!
Αυτές πάλι σιγά -σιγά
μαζεύονται στα άσπρα κουκούλια τους πάνω στα κλαδιά.
Μέχρι να ζεστάνει
εντελώς ο καιρός και να ξεπροβάλουν οι πρώτες πεταλούδες.
* Πόσο
παράξενο είναι να βλέπεις κάμπιες στην Σταδίου όμως;
* Στο μικρό παρκάκι
μεταξύ του ΟΤΕ και της Παλαιάς Βουλής.
Κρίμα που δεν θα καταφέρουν να
επιβιώσουν για να γεμίσει η πόλη πεταλούδες...της μέρας.
πηγή : Η Αθήνα πίσω απ' τή βιτρίνα blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου