Σελίδες

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Η ΚΟΥΤΣΗ .... ΓΑΛΟΠΟΥΛΑ.



 από : Niki Vikou


Παραμονή Χριστουγέννων και ο Ιπποκράτης σκόπευε να εκμεταλλευτεί την αργία και να κοιμηθεί ως αργά. Δυστυχώς όμως, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε συμβία κελεύει. Η Μάρω, η γυναίκα του τον ξύπνησε χαράματα, καθώς ετοιμαζόταν για την εκκλησία.

- Φεύγουμε με την μάνα, του είπε, έχε το νου σου στα παιδιά. Μην τα ταΐσεις, θα φέρω αντίδωρο.

Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, αδύνατον. Το υπνοδωμάτιο παγωμένο και τα σκεπάσματα έμοιαζαν σαν βρεγμένα από την υγρασία. Σχεδόν πέντε χρόνια στην Ξάνθη κι ακόμα δεν συνήθισε τον βαρύ χειμώνα. Σηκώθηκε, ντύθηκε τουρτουρίζοντας, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο, ίσα - ίσα για να φύγουν τα υπολείμματα τη ς οδοντόβουρτσας κι έτρεξε στην κουζίνα. Η μεγάλη μασίνα, ήταν ακόμη χλιαρή από το περασμένο βράδυ. Την άναψε,έβαλε πάνω το τσαγερό κι έκατσε σχεδόν κολλητά κοντά της, ώσπου να ζεστάνει λίγο η ατμόσφαιρα.

Τέλειωνε τον καφέ του, όταν άρχισαν να καταφτάνουν ένα - ένα τα πιτσιρίκια. Πρώτη η Ντινούλα του, η αδυναμία του, το δεύτερο κατά σειράν παιδί του, ψιλόλιγνο σαν κλαράκι, ήρεμο, λογικό, με μια σοβαρότητα σχεδόν ενήλικα. Σχεδόν πίσω της το στερνοπούλι του ο Σταυράκης με τις πυτζαμούλες του, ξυπόλητο πάνω στο μωσαϊκό και τα διστακτικά ακόμη βήματά του. Ήρθε, όταν πίστευαν πως είχαν πια ξεπαιδέψει, σχεδόν ανεπιθύμητο, όσο μπορεί να είναι ανεπιθύμητο ένα παιδί. Έτρεξε να φέρει τα ρούχα του και το έντυσε βιαστικά. Του έβαζε τα παπούτσια, όταν εμφανίστηκε ο Παύλος, η τρίτη γέννα ίδιος με τον συνονόματο, μακαρίτη από τον εμφύλιο, αδελφό του. Τελευταία, μαχμουρλού, αχτένιστη με τα κορδόνια της ρόμπας της να σέρνονται στο πάτωμα, εμφανίστηκε η μεγάλη, η Χρυσάνθη, που πήρε και το όνομα και την κοψιά της μάνας του. Ποιός ξέρει, μέχρι τι ώρα θα διάβαζε πάλι χθές, όχι τα μαθήματα τα άλλα τα λογοτεχνικά που δεν έκλεινε μάτι, αν δεν τα τελείωνε κι ας είχε την επομένη σχολείο.

- Μπαμπά πεινάω, κλαψούρισε ο μικρός.
Κύταξε το ρολόι, αργούσαν ακόμη οι γυναίκες του σπιτιού, Ύστερα ήταν και εκείνη η παραγγελία, μην τα ταΐσεις, θα φέρω αντίδωρο.
Πάνω στον νεροχύτη, μέσα σε μια λεκάνη με νερό, οι καθαρισμένες πατάτες και δίπλα σκεπασμένη με μια πετσέτα, έστεκε μισοβρασμένη, έτοιμη για να γεμισθεί και να μπει στο φούρνο, η γαλοπούλα. Η Ντινούλα, που σπάνια ζητούσε κάτι, του την έδειξε και είπε.

- Μπαμπά, να κόψω λίγο;
- Δεν είναι έτοιμη, κορίτσι μου.
-Τότε τηγάνισέ την.

Σαν να του καλάρεσε η ιδέα. Αλλά πάλι πώς!!! Και τα τέσσερα τώρα εν χορώ φώναζαν, θέλουμε τηγανιτές πατάτες και γαλοπούλα.
Θα σας κάνω, αλλά στη μαμά τσιμουδιά. Σηκώθηκε, έκοψε με προσοχή το ένα μπούτι και τη μία φτερούγα, τα έριξε στο τηγάνι, τηγάνισε και πατάτες, λίγο τυράκι μια ντοματούλα, το κατα ευχαριστήθηκαν και οι πέντε.

Κατά τις έντεκα , όταν μόλις είχει καθαρίσει και βάλει στη θέση τους νέες πατάτες, πλύνει και σηκώσει τηγάνι και πιάτα, κατέφθασαν σύζυγος και πεθερά

Και του χρόνου νάστε γερές κτλ, φάγανε τα παιδιά και το αντίδωρο, ήπιανε με το ζόρι το γάλα που τους ετοίμασε η γιαγιά, όταν ξαφνικά, ξέσπασε η μπόρα!!!

- Ιπποκράτη, τι της έκανες της γαλοπούλας;
-Τι, της έκανα;
- Καλά χριστιανέ μου, έφαγες μισοβρασμένα το μπούτι και τη φτερούγα;
- Δεν είσαι καλά, ωμά θα τα έτρωγα;
- Τότε τι γίνανε; Δεν έχουμε και σκύλο, να πω τα πήρε εκείνος.
- Βρε Μάρω, δεν σου είπα χθές, πως αγόρασα γαλοπούλα και όχι κότα, επειδή την βρήκα φτηνή; Γιατί νομίζεις πως έδωσα τόσα λίγα; Επειδή ήταν... σακάτισσα.
- Για χαζή με περνάς;
- Όχι κορίτσι μου, ρώτα και τη μάνα σου, που την καθάρισε.

Η κυρα Κωνσταντίνα, πίσω από την πλάτη της κόρης της, έκανε στον γαμπρό της την χαρακτηριστική κίνηση: θα σε πνίξω και παρενέβη στον καυγά. 

- Αλήθεια λέει. Έτσι την έφερε, κουτσή και χωρίς φτερούγα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου