Σελίδες

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

ΒΟΥΛΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Η φωτογραφία – ντοκουμέντο ως πράξη αντίστασης κατά της γερμανοϊταλικής κατοχής (1941-1944)

Η Βούλα Παπαϊωάννου στη βεράντα του εξοχικού σπιτιού στο Μαρούσι
Η κήρυξη του πολέμου του ’40 και οι τραγικές εμπειρίες που ακολούθησαν για 
ολόκληρη τη χώρα και ιδιαίτερα για τον λαό της Αθήνας, καθόρισαν αποφασιστικά 
το έργο τής έως τότε αθόρυβης φωτογράφου Βούλας Παπαϊωάννου.
Ενεργοποίησαν την κοινωνική της συνείδηση και αφύπνισαν την ευθύνη της καταγραφής του αγώνα που έδινε ο λαός μας στρέφοντάς την στη φωτογραφία – ντοκουμέντο[1]
 
Ο φακός της Βούλας Παπαϊωάννου, της μεγαλωμένης μέσα στη θαλπωρή μιας καλοβαλμένης αστικής οικογένειας των αρχών του 20ου αιώνα, έγινε μάρτυρας 
και κοινωνός του αποχαιρετισμού των στρατευμένων, της φροντίδας των πρώτων τραυματιών και των προετοιμασιών για την αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών 
από τους κατοίκους της πρωτεύουσας[2]
 
Λίγες μέρες μετά από την είσοδο των σιδερόφρακτων στρατιών του Χίτλερ 
στην Αθήνα ορκίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του δωσίλογου στρατηγού 
Γ. Τσολάκογλου. 
Η ζωή στην Αθήνα επιδεινώθηκε ραγδαία σε διάστημα λίγων μηνών. 
Τα δεινά του πολέμου προκάλεσαν τραγικές επιπτώσεις στον λαό, και το 
μεγαλύτερο βέβαια ήταν η πείνα.
Από την πρώτη στιγμή παρουσιάστηκε έλλειψη τροφίμων. 
Οι Γερμανοί κατάσχεσαν ως λεία πολέμου τρόφιμα κάθε είδους, που βρίσκονταν σε στρατιωτικές ή κρατικές αποθήκες. Συνάμα ο στρατός ξεχύθηκε στην αγορά και άδειαζε 
όλα τα μαγαζιά, πληρώνοντας με ψεύτικα μάρκα κατοχής που τύπωναν οι μεγάλες στρατιωτικές μονάδες. 
Η αρπαγή των ειδών διατροφής, η συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων 
από τους περιορισμένους και ανεπαρκείς πόρους της χώρας συμπλήρωσε 
και ολοκλήρωσε τις πολεμικές καταστροφές[4]
Ο χιτλερικός στρατός ήρθε εδώ, χωρίς τη στοιχειώδη επιμελητεία, ενώ τα εργοστάσια κονσερβοποιίας μετέτρεπαν σε διατηρημένες τροφές ό,τι δεν μπορούσε να καταναλωθεί 
επί τόπου, όπως π.χ. τα λαχανικά. Οι Ιταλοί, ενώ είχαν επιμελητεία στην αρχή, 
ακολούθησαν έπειτα το παράδειγμα των Γερμανών[5]
Οι Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι φασίστες – καταχτητές χαρακτήρισαν λαθρεμπόριο πολέμου και την ελάχιστη μεταφερόμενη ποσότητα τροφίμων και με τις πιο αυστηρές διαταγές απειλούσαν, ακόμα και με θάνατο, τον καθένα που τον θεωρούσαν παραβάτη. Φυσικά ο πληθυσμός αμυνόταν, οι αγρότες, οι έμποροι, οι μπακάληδες και οι βιοτέχνες έκρυψαν τρόφιμα και είδη, οι ποσότητες ωστόσο αυτές που επιτάχτηκαν ήταν μεγάλες 
και ήταν πολύ σημαντικές στο ισοζύγιο διατροφής του λαού[6]
Οι καταχτητές άρχισαν γρήγορα να δεσμεύουν και να κατάσχουν όλες τις απαραίτητες 
για την παραγωγή πρώτες ύλες, αλλά και ημικατεργασμένα και έτοιμα προϊόντα. 
Στον κατάλογο αυτό προστέθηκε και το λάδι, το τυρί, η πατάτα, ο καπνός και άλλα.
 Επιτάχτηκαν ακόμα και τα τρόφιμα των λαϊκών συσσιτίων, δηλαδή τα λίγα όσπρια 
που είχαν προμηθευτεί. Πολύ χαρακτηριστικό για τη διαγωγή τους ήταν ότι επιτάξανε 
και το γάλα στο σύνολό του για τις ανάγκες τους και δεν υπήρχε γάλα για τα παιδιά. 
Και μόνο αυτό το γεγονός δίνει ανάγλυφα το μέτρο της βαρβαρότητας[7]
Ο υποσιτισμός και η εξαθλίωση εξαπλώθηκε παντού. 
Μόνο τα καφενεία λειτούργησαν ως το τέλος της Κατοχής, με το ρεβιθοκαφέ τους 
ενώ μπήκε λουκέτο στα περισσότερα εργοστάσια.
Οι καταχτητές δέσμευσαν και κατάσχεσαν όλα τα συγκοινωνιακά μέσα, αυτοκίνητα, 
κάρα, μοτοσυκλέτες και πλοιάρια.Κρατούσαν σε ορισμένο μέρος και ελέγχανε ακόμακαι τις βάρκες. Ετσι έκαναν και πραχτικά αδύνατη κάθε συναλλαγή[8]
Το θέαμα με τις συγκοινωνίες έγινε τραγικό. Ατελείωτες οι ουρές των εξαθλιωμένων ανθρώπων σε στάσεις και αφετηρίες. Γρήγορα οι λεωφορειακές γραμμές νέκρωσαν.Μόνο τα τραμ δούλεψαν αρκετό διάστημα. Ετσι άρχισαν και οι ποδαρόδρομοι[9]
 
Ο τραγικός χειμώνας του 1941-1942
Η μαύρη αγορά συνυπήρχε με τη φανερή, για μερικούς μήνες. Υστερα η δεύτερη νεκρώθηκε. Μόνο η μερίδα με τα 50 δράμια ψωμί διατηρήθηκε για 3 μήνες και το αλάτι 
με τα σπίρτα του δελτίου, μέχρι το τέλος.
Με τα “τρόφιμα του δελτίου” εξασφαλίζονταν για κάθε άτομο 450 θερμίδες την ημέρα, 
τον μήνα Ιούλιο, 418 τον Αύγουστο, 510 το Σεπτέμβριο, 327 τον Οκτώβρη, 183 (!) 
το Νοέμβρη, 410 το Δεκέμβρη, 355 το Γενάρη και 204 (!) το Φλεβάρη[10]
Στους σκληρούς αυτούς αριθμούς καθρεφτίζεται ολοκάθαρα ο υποσιτισμός, ο λιμός σωστότερα, που έπληξε τον πληθυσμό της Αθήνας και του Πειραιά, καθρεφτίζεται η αργή και σταθερή οργανική φθορά των ανθρώπων, η φυσική εξαθλίωση, ο αργός και βασανιστικός θάνατος[11]
Και έχει δίκιο ο Ανδρέας Κέδρος, που, στο έργο του: “Ελληνική Αντίσταση 1940-1944”, τονίζει πως θα ήταν εκατομμύρια τα θύματα της πείνας αυτόν τον μαύρο χειμώνα του 
1941-1942, αν η πρώτη πράξη οργανωμένης αντίστασης του λαού μας, κυρίως μέσα 
από τις γραμμές του ΕΑΜ, δε γινόταν η πάλη για την επιβίωση[12]
Ωστόσο τα συσσίτια δεν επαρκούσαν βέβαια, για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες 
του λαού. Άλλωστε η πραγματική κατανάλωση, στο χρονικό αυτό διάστημα, ήταν, 
σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς περίπου διπλάσια, έφτανε τις 900 με 1.000 θερμίδες. Οι απλοί άνθρωποι του λαού εξασφάλιζαν για τους ίδιους και την 
οικογένειά τους τη διαφορά ξεπουλώντας στη μαύρη αγορά ό,τι βρισκόταν στο σπίτι τους. Για ένα καρβέλι ψωμί, για λίγο σιτάρι ή καλαμπόκι, για λίγα όσπρια ή λάδι ξεπούλησαν έπιπλα, χαλιά, σκεύη, ρουχισμό, κουβέρτες, φορέματα, προίκες κοριτσιών τους,χρυσαφικά, δαχτυλίδια, ακόμα και τις βέρες τους, ρολόγια, και πολλοί τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, ό,τι είχαν[13] 
Ολόκληρα νοικοκυριά, ατομικές περιουσίες εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών,αποχτημένες από χρόνια πολλά και με μόχθο βαρύ, χιλιάδες επιχειρήσεις μικρές και μεσαίες, ξεπουλήθηκαν για να στομωθεί η πείνα, για να κρατηθούν οι άνθρωποι στη ζωή. 
Και πέρασαν οι περιουσίες αυτές -σπίτια, οικόπεδα, επιχειρήσεις κ.λπ. στα χέρια των “πατριωτών” της ολιγαρχίας και μερικών “τσακαλιών” μεγα- λεμπόρων της μαύρης 
αγοράς, που συνεργάζονταν στενά και αρμονικά με τους καταχτητές, βοηθώντας τους 
στο μακάβριο έργο τους[14]
Μα ούτε με το πλιάτσικο των μαυραγοριτών και την αρπαγή της ιδιωτικής περιουσίας κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί δεν μπόρεσε ν’ αντιμετωπιστεί ο υποσιτισμός και η 
πείνα που καθώς περνούσαν οι μήνες αγρίευε. Εξαιτίας του υποσιτισμού και της πείνας μειώθηκε ή και εξουδετερώθηκε η αντίδραση του οργανισμού χιλιάδων ανθρώπων, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν ένα πλήθος παθήσεις και νοσήματα, προπάντων όμως 
η ελονοσία και η φυματίωση που πρόσβαλε σε ανοιχτή μορφή εκατοντάδες χιλιάδες άτομα[15]
Το χειμώνα τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα για τον πληθυσμό των μεγάλων πόλεων: «Παγώνεις… Φέρνεις μια βόλτα στην Αθήνα, βλέπεις τους γυμνούς σκελετούς να μελανιάζουν, κι ακούς θρήνους που βγαίνουν απ’ τους δρόμους, αλήτες, ανθρωπάκους, γυναικούλες, πιτσιρίκια: Πεινάω! Πεινάω!», θα γράψει ο Δημήτρης Ψαθάς για την πεινασμένη και παγωμένη Αθήνα, στο βιβλίο του “Χειμώνας 41”.
«Σιγά – σιγά ο λιμός πήρε διαστάσεις μιας τραγωδίας. Κάθε μέρα, στην Αθήνα και 
τον Πειραιά πέθαιναν χίλιοι άνθρωποι! 
Σκελετοί, σκεπασμένοι με μια χακί κουρελιασμένη κουβέρτα περιφέρονταν ψάχνοντας 
στα σκουπίδια…
Ο λογοτέχνης Ασημάκης Πανσέληνος στο έργο του: “Τότε που ζούσαμε” 
περιγράφει την τραγικότητα της πείνας:
«Είδαμε στην πλατεία Κλαυθμώνος ένα τσούρμο παιδάκια μισόγυμνα κι ένας 
μαντράχαλος 25 χρονών σα χασές άσπρος από την πείνα, ο αρχηγός τους. 
Τα παιδάκια λεηλατούσαν τους σκουπιδοτενεκέδες από τα γύρω εστιατόρια 
“των Αθηνών” και του “Αβέρωφ”, που τρώγαν οι Γερμανοί. 
Φέρνανε το περιεχόμενο και το άφηναν σε μια κόχη αντίκρυ από το υπουργείο των Ναυτικών.
Πατατόφλουδες, κρεμμυδόφυλλα, ρίζες από μαρούλια και λάχανα, σάπια μήλα, 
κόκκαλα και αποφάγια μαγειρεμένα, ψωμοκόμματα βουτηγμένα στις σάλτσες 
κι ό,τι άλλο μπορούσε να μασηθεί (ο μάγκας ξεχώριζε ανάμεσα τα αποτσίγαρα 
και τα τσέπωνε) τα βάζαν σ’ ένα τενεκεδένιο λεβέτι και τα βράζανε σε φωτιά από 
παλιόχαρτα και σκουπίδια. Ο μάγκας δοκίμαζε το μαγείρεμα κάθε τόσο. 
Υστερα μοίραζαν το συσσίτιο και το τρώγαν»[17]
«Και ξαφνικά τα σώματά τους λύγιζαν και οι σκελετοί πέφταν νεκροί χωρίς 
ούτε μια κραυγή. Υστερα το τραγικό θέαμα έγινε τόσο καθημερινό, που μερικοί 
δεν γύριζαν ούτε να κοιτάξουν. Εκτός κι αν ήταν τόσο πεινασμένοι που ρίχναν 
μια ματιά στο τενεκεδάκι, το κονσερβοκούτι, του νεκρού, μην έχει μείνει τίποτε μέσα!
Στους δρόμους της Αθήνας καινούργια τροχοφόρα, ανεξίτηλα και ανατριχιαστικά 
στη μνήμη, έκαμαν την εμφάνιση τους. Καμιόνια, ακόμα και κάρα της Δημαρχίας, 
που μετέφεραν σωρούς από σκελετωμένα πτώματα στο νεκροτομείο της οδού Μασσαλίας»[18] 
Αλλά εξίσου τραγική θα είναι η εικόνα των μεγάλων πόλεων Θεσσαλονίκης, 
Πατρών, Βόλου κ.τ.λ..
Οι πληροφορίες που υπάρχουν για τα νησιά της Ελλάδας είναι τραγικές. 
Οι κάτοικοι Σύρου τηλεγράφησαν στην Αθήνα «Αποστείλατε σίτον ή φέρετρα». 
Ακόμη και σε περιοχές ευθύνης των Ιταλών όπως τα Επτάνησα, η κατάσταση 
ήταν επίσης απελπιστική[19]
Ο Δημήτρης Γληνός στο μνημειώδες κείμενό του 
“Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ” επισημαίνει και την πολιτική σκοπιμότητα αυτής της 
κτηνωδίας των κατακτητών, που με την πείνα επιδίωκαν να λυγίσουν τις ψυχές κάτω 
από τα χτυπήματα της συμφοράς, να κάνουν το λαό να δεχτεί τη μαύρη μοίρα του 
και να τον ρίξουν στην απελπισία και στη μοιρολατρία[20]
«Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρτερη βία για μια στιγμή, δεν είναι ακόμα σκλάβος», γράφει προφητικά. «Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. 
Κι αυτό κοιτάζουνε να πετύχουν οι εχθροί μας με τη φωνή των προδοτών»[21]
Βούλα Παπαϊωάννου: Το “Μαύρο Λεύκωμα” της Κατοχής Εικόνες 
από το “Ελληνικό Άουσβιτς”
Την περίοδο της Κατοχής η φωτογραφία στην Ελλάδα, όπως άλλοτε και οι 
περισσότερες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, βρισκόταν σε μεγάλη ύφεση. 
Η έλλειψη των υλικών και οι αυστηρές απαγορεύσεις των κατακτητών έκαναν προβληματικές τις φωτογραφήσεις στα στούντιο και τις λήψεις στους ανοικτούς 
χώρους υπερβολικά επικίνδυνες. 
Η φωτογράφηση των τραγικών σκηνών στους δρόμους και των δημοσίων 
απαγχονισμών απαγορευόταν αυστηρά και μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και 
στην ποινή του θανάτου, αν γινόταν αντιληπτό από τους κατακτητές[22]
Αυτές οι καταπιεστικές συνθήκες, αντί να αποθαρρύνουν και να αδρανοποιήσουν ως φωτογράφο τη Βούλα Παπαϊωάννου, αφύπνισαν τη συνείδησή της και την έστρεψαν, 
στα 42 της χρόνια, αυτήν την καταξιωμένη ήδη φωτογράφο, στο κοινωνικό φωτογραφικό ντοκουμέντο. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ίδια: 
«Μόλις ήρθε η Κατοχή, το μόνο που μας απαγόρευσαν ήταν οι μηχανές. 
Τότε δούλεψα κρυφά, έκανα τη δική μου αντίσταση»[23]
Η Βούλα Παπαϊωάννου με την κάλυψη ελβετικής επιτροπής που είχε φθάσει εκ μέρους 
του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού επισκέπτεται τα νοσοκομεία και φωτογραφίζει τα αποσκελετωμένα παιδιά και τους ενηλίκους που λιμοκτονούν. Και αυτές τις φωτογραφίες, που με δικά της έξοδα, μόνη της, τύπωνε στο σκοτεινό θάλαμο του άλλου σπιτιού της, 
στην Τσακάλωφ 3624, αποτέλεσαν το υλικό που με τη βοήθεια του χαράκτη Ι. Κεφαλληνού δημιούργησαν ένα χειροποίητο λεύκωμα, το λεγόμενο “Μαύρο Λεύκωμα” που περιείχε ογδόντα τρία θέματα με πορτραίτα παιδιών και ενηλίκων στα πρόθυρα του θανάτου επικολλημένα σε πενήντα έξι φύλλα από μαύρο χαρτόνι[25] 
Αυτό το λεύκωμα φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό, για να καταγγείλει στην κοινή γνώμη 
το ανοσιούργημα που επιτελέσθηκε το χειμώνα του 1941-1942 στην ελληνική πρωτεύουσα[26]
Η ανθρωπιστική φωτογραφία της Παπαϊωάννου χαρακτηρίζεται από σημαντικές αρετές, όπως η διακριτική συναισθηματική συμμετοχή στο θέμα, χωρίς ρητορεία και ελεγειακούς τόνους, η λιτότητα στη σύνθεση και η σημειολογία των εικονογραφικών στοιχείων. 
Η φωτογραφία έχει την ικανότητα να πλησιάζει τα πρόσωπα που θέλει να φωτογραφίσει χωρίς να τα παρενοχλεί, με αποτέλεσμα να διατηρούν τη φυσικότητα στην έκφραση τους ακόμη και όταν η λήψη έπρεπε να είναι σκηνοθετημένη. 
«Εγώ έλεγα πάντα πως η φωτογραφία είναι μόνο η έκφραση…»[27]
Οι φωτογραφίες αυτές -πέρα από την καταγγελία της φυσικής εξόντωσης ενός 
ολόκληρου λαού από την πείνα- ήταν “στρατευμένες” σ’ έναν συγκεκριμένο στόχο (να σταλούν τρόφιμα στην Ελλάδα), γι’ αυτό απεικόνιζαν πάντα πρόσωπα χωρίς να 
προβαίνουν σε κανενός είδους γενίκευση. Έτσι, γινόταν απόλυτα κατανοητό ότι 
η αξία της ανθρώπινης ζωής μικραίνει όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος και 
ότι οι συνέπειες των πολέμων είναι εξαιρετικά επώδυνες με μεγαλύτερη διάρκεια 
από εκείνες των μαχών[28] 
Την απόγνωση για το παράλογο θέαμα που κλείνεται στις σελίδες του δηλώνουν, 
αντί προλόγου, οι στίχοι του Ευριπίδη: 
«Τι με χρη σιγάν; Τι δε μη σιγάν; Τι δε θρηνήσαι;»[29]
Επειτα από λίγο καιρό, μετά και από την άρση του αποκλεισμού μεταφοράς τροφίμων 
που είχαν επιβάλλει οι Αγγλοι στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός θ’ αναλάβει τις συνεννοήσεις με τις Δυνάμεις του Άξονα και σε συνεργασία 
με τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό θα αναλάβει τη διανομή τροφίμων[30]
Η Βούλα Παπαϊωάννου παρακολούθησε όλη αυτή την προσπάθεια διανομής τροφίμων 
σε οργανωμένους χώρους συσσιτίων. Ακόμη, κατέγραψε με τη φωτογραφική της 
δουλειά το έργο των Κέντρων Γάλακτος της Αθήνας και του Πειραιά. 
Από την παραπάνω εργασία δημιουργήθηκε ένα λεύκωμα με ενενήντα έξι 
επικολλημένες φωτογραφίες, συνοδευμένες από χειρόγραφες λεζάντες στη γαλλική 
γλώσσα με τον τίτλο: 
Mission de la Croix Rouge Suisse en Grece, Commite d’ Alimentation des Nourissons, 
που βρίσκεται στα Αρχεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, στη Βέρνη της Ελβετίας[31]
Στα δύσκολα χρόνια έως το ’44, οι κάτοικοι της Αθήνας επιστράτευσαν όλες τις σωματικές και ηθικές τους δυνάμεις για να κρατηθούν στη ζωή. Οι φωτογραφίες από το Βρεφοκομείο, από τις ουρές των συσσιτίων και από τις διανομές ιματισμού και τροφίμων ζωντανεύουν αυτό που η ιστορία αποσιωπά: 
Την καθημερινή αντίσταση του άμαχου πληθυσμού[32] στον αγώνα του για επιβίωση, απαραίτητο όρο για την απελευθέρωση και τη δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας ύστερα βέβαια από την πολυπόθητη ήττα και τη συνακόλουθη αποχώρηση των μισητών Ναζιφασιστών καταχτητών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η μορφή της φωτογραφίας ως ντοκουμέντου δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της 
δεκαετίας του 1930. 
Η τοποθέτηση θεμάτων που απασχολούν το αναγνωστικό κοινό στο πλαίσιο ενός 
«κοινωνικού προβληματισμού», αποτελούσε το στόχο της φωτογραφίας ως ντοκουμέντου 
(Βλ. Wells, Liz ed, Εισαγωγή στη φωτογραφία/μτφρ. Πηνελόπη Πετσίνη, Αθήνα 2007, 
εκδόσεις Πλέθρον, σελ. 97-98).
2. Φάνη Κωνσταντίνου, Βούλα Παπαϊωάννου – η φωτογράφος της Κατοχής, 
εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Επτά ΗΜΕΡΕΣ, Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995.
3. Σοφία Κωνσταντινίδου, Η εικόνα του παιδιού στο φωτογραφικό έργο της Βούλας Παπαϊωάννου, 
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, 
Τομέας Παιδαγωγικής, Μεταπτυχιακός Κύκλος Σπουδών, 
Ειδίκευση: Σχολική Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 64-66
ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΔΩ:http://ikee.lib.auth.gr/record/122991/files/konstantinidou.pdf
4. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), διεύθυνση: Βάσος Γεωργίου, 
εκδόσεις Αυλός, τόμος πρώτος, σελ. 158.
5.Γ. Α. Λεονταρίτης, Ο μαύρος χειμώνας 1941-1942, εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 
Επτά ΗΜΕΡΕΣ, Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995. 
Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995.
6. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), ο.π., τόμος πρώτος, σελ. 160.
7. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), ο.π., τόμος πρώτος, σελ. 160-161.
8. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), ο.π., τόμος πρώτος, σελ. 161.
9. Γ. Α. Λεονταρίτης, 0.π., Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995.
10. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), ο.π., τόμος πρώτος, σελ. 301.
11. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), ο.π., τόμος πρώτος, σελ. 301.
12. Ανδρέας Κέδρος, Η Ελληνική Αντίσταση 1940-1944, τ. Α’, σ. 106-107.
13. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), ο.π., τόμος πρώτος, σελ. 301-302.
14. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), ο.π., τόμος πρώτος, σελ. 302.
15. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 (συλλογικό έργο), ο.π., τόμος πρώτος, σελ. 304.
16. Οι νεκροί από την πείνα, σ’ όλη την κατοχική περίοδο και για το σύνολο των περιοχών 
της χώρας στα πρώτα μεταπολεμικά δημοσιεύματα υπολογίζονταν σε 360.000. 
Οι πιο πρόσφατες μελέτες κάνουν λόγο για 100.000 έως 300.000 νεκρούς 
(βλ. Γεράσιμος Κ. Αποστολάτος, Αποστείλατε σίτον ή φέρετρα – Ποιοι ευθύνονται για τον τραγικό 
λιμό του χειμώνα 1941-1942, εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 
Επτά ΗΜΕΡΕΣ, Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995).
17. Ασημάκης Πανσέληνος, Φύλλα Ημερολογίου (1941-1943), Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 118-119.
18. Αλέξανδρος Ζαούσης, Οι δύο όχθες, εκδόσεις «ΕΜΕΙΣ – Παπαζήσης».
19. Γεράσιμος Κ. Αποστολάτος, ο.π., Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995.
20. Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», έκδοση από το εκδοτικό του ΕΑΜ «Ο Ρήγας», 
Αθήνα 1944, σελ. 35.
21. Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», ο.π., σελ. 36.
22. Άλκης Ξ. Ξανθάκης, Με έμφαση στον άνθρωπο. Από το κοινωνικό φωτορεπορτάζ στην 
καλλιτεχνική φωτογραφία, εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 
Επτά ΗΜΕΡΕΣ, Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995.
23. Παρασκευή Κατημερτζή, Μονογραφία για τη Βούλα Παπαϊωάννου, εφημερίδα: 
«ΤΑ ΝΕΑ», 12-08-2009.
24. Ελένη Μπίστικα, ο.π., Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995.
25. Φανή Κωνσταντίνου, Johanna Weber & Σταύρος Πετσόπουλος, 
Η φωτογράφος Βούλα Πα̟αϊωάννου. Α̟πό το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, 
εισαγωγές: Φανή Κωνσταντίνου, Πλάτων Ριβέλλης, Johanna Weber, 
ιστορικά σχόλια Τασούλα Βερβενιώτη. Αθήνα 2006, εκδόσεις Άγρα/Μουσείο Μπενάκη, σελ. 22.
26. Φάνη Κωνσταντίνου, ο.π., Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995.
27. Σοφία Κωνσταντινίδου, ο.π., Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 44.
28. Σοφία Κωνσταντινίδου, ο.π., Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 85-86.
29. «Τι με χρη σιγάν; Τι δε μη σιγάν; Τι δε θρηνήσαι;» 
(μτφρ.) Τί να μην πω; Τί να μην σωπαίνω; Τί να θρηνήσω). Φράση από τον θρήνο 
της Εκάβης στην τραγωδία του Ευριπίδη: «Τρωάδες».
30. Η Greek War Relief Association που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ από επιφανείς Αμερικανούς και 
Ελληνοαμερικανούς με Πρόεδρο τον Σπύρο Σκούρα θα χρηματοδοτήσει τις αποστολές με 
σημαντικά ποσά (βλ. Γεράσιμος Κ. Αποστολάτος, ο.π., Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995).
31. Φανή Κωνσταντίνου, Johanna Weber & Σταύρος Πετσόπουλος, ο.π., σελ. 23.
32. Φάνη Κωνσταντίνου, ο.π., Σάββατο-Κυριακή 28-29 Οκτωβρίου 1995.
33. Σοφία Κωνσταντινίδου, ο.π., Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 77-78.
_http://www.haniotika-nea.gr/fotografia-ntokoumento-os-praxi-antistasis-
kata-tis-germanoitalikis-katochis-1941-1944/ 
_https://tsak-giorgis.blogspot.com/2014/03/1941-1944.html?fbclid=Iw
AR3cnGePap3pQfjqnpvJC5O0OrouxBXkY0Gx-7G_5xulutQYK2kv6gthwSw
Voula Papaïoannou, photographe grecque * Βούλα Παπαϊωάννου
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΠΑΙ∆ΙΟΥ
ΣΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου